«Υπήρχε το 19ο αιώνα ένας ποιητής στην Αθήνα, που από καιρό σε καιρό τον
καλούσαν να διαβάσει ποιήματά του στο βήμα του Παρνασσού. Ωσάν
ετελείωνε η απαγγελία και κατέβαινε να φύγει, ο κόσμος χύνουνταν στο
δρόμο και πέφτανε στη γης να φιλήσουν το χώμα, όπου επάτησε. Ντελίριο
τους είχε όλους κυριέψει, και ιερό τρεμέντο.
Ήταν ο ποιητής Αχιλλέας Παράσχος.
[...]
Σήμερα ποιος τον ξέρει πια, και ποιος τον θυμάται τον Αχιλλέα Παράσχο, και την προτομή του στον Κήπο. Πολύ περισσότερο ποιος ανοίγει να τον διαβάσει. Και ακόμη χειρότερα, κανείς σαν κοιτάξει μια σελίδα του, δεν αντέχει να προχωρήσει στη δεύτερη.
Το πράγμα δεν είναι χωρίς σπουδαιότητα. Γιατί καθώς το κοιτάζεις μπροστά σου και το υπολογίζεις ακίνητο και νεκρό, ξαφνικά ζωντανεύει. Σαν το ραβδί του Μωυσή γίνεται φίδι και αρχίζει να σείεται. Τότε, λες, και σου ρίξανε αθάλη στα μάτια, η πίεσή τους γίνεται σαράντα, Το βάζεις πια στα πόδια και όπου φύγει φύγει.
Θέλω να ειπώ πως με τον ίδιο τρόπο κι απάνου στο ίδιο μοντέλο της εφήμερης δόξας του Αχιλλέα Παράσχου, πέρυσι, 1989, πουλήθηκαν εκατό χιλιάδες αντίτυπα από "Το φοβερό βήμα" του Ταχτσή. Και πρόπερσι άλλα τόσα από το "Τρίτο στεφάνι".
Ο κοσμάκης διαβάζοντας Ταχτσή χόρτασε να διαβάζει άχρηστα πράγματα. Όσα δε φαντάζεται κανείς φληναφήματα, καπνούς και υλικό εφημερίδας που παλιά αγόραζαν με την οκά οι μπακάληδες και διπλώνανε τη σαρδέλλα. Εμ, αν ήτανε να ̓ναι τέτοια η τέχνη, τότε και οι όνοι το Μάη θα κελαηδούσανε νότες.
Γιατί είναι πιθανό ως το βέβαιο, πως ύστερα από πενήντα χρόνους κανείς δε θα θυμάται τον Ταχτσή. Εάν, βέβαια ετούτος ο έρμος πλανήτης υπάρχει ακόμη, και δεν έχει ξοφλήσει από αναπνευστικό ή εξάντληση.
Παρόμοια, είναι πιθανό ως το βέβαιο πως κανείς δε θα θυμάται μετά από πενήντα χρόνους Σκούρτη ή Αντώνη Σαμαράκη, Λουντέμη, Λειβαδίτη, Σινόπουλο, και ολόκληρη σειρά από άλλα ονόματα γνωστά και γνωστότερα.
Όπως ο γνώριμός μας Αχιλλέας Παράσχος, όλοι αυτοί θα ̓χουνε γίνει ποιητές αρχείου. Λευκοί νάνοι, αστέρες νετρονίων, ή μελανές οπές , που λένε οι αστροφυσικοί τα υπολείμματα των άστρων.
[...]
Το ίδιο, λόγου χάρη, μετά από μερικές δεκάδες χρόνια θα γενεί με τον Κωνσταντίνο Τσάτσο, τον Κανελλόπουλο, τον Παπανούτσο, για να αναφέρω ονόματα επιφανείας.
Και αυτό συμβαίνει γιατί τα κείμενά τους, η γραπτή μαρτυρία που κατάθεσαν στην Τράπεζα χρόνου, είναι ένα είδος ανώτερης δημοσιογραφίας. Πολύ υψηλής, ή πρώτης ποιότητας, αν θέλεις. Δεν είναι όμως ούτε γνήσια τέχνη, ούτε επιστήμη άκρων*.
[…]
Ο γνήσιος δημιουργός ανατέλνει κάποτε στη μνήμη των ανθρώπων, αφού προηγουμένως πεθάνει στη γνώση τους. Αυτός είναι ο κανόνας. Και εξαίρεση το ανάποδο. Sterbe und werde!** που έλεγε ο Γκαίτε.»
__________________
* Επιστήμη των άκρων με την έννοια ότι διασπώ τα όρια του γνωστού και εισηγούμαι το καινούργιο. Τέτοιοι λ.χ. επιστήμονες στη φιλοσοφία του αιώνα μας είναι ο Χάιντεγγερ και ο Βιττγκενστάιν.
** Πέθανε και γίνε.
__________________
Δημήτρης Λιαντίνης - "Τα Ελληνικά"
[...]
Σήμερα ποιος τον ξέρει πια, και ποιος τον θυμάται τον Αχιλλέα Παράσχο, και την προτομή του στον Κήπο. Πολύ περισσότερο ποιος ανοίγει να τον διαβάσει. Και ακόμη χειρότερα, κανείς σαν κοιτάξει μια σελίδα του, δεν αντέχει να προχωρήσει στη δεύτερη.
Το πράγμα δεν είναι χωρίς σπουδαιότητα. Γιατί καθώς το κοιτάζεις μπροστά σου και το υπολογίζεις ακίνητο και νεκρό, ξαφνικά ζωντανεύει. Σαν το ραβδί του Μωυσή γίνεται φίδι και αρχίζει να σείεται. Τότε, λες, και σου ρίξανε αθάλη στα μάτια, η πίεσή τους γίνεται σαράντα, Το βάζεις πια στα πόδια και όπου φύγει φύγει.
Θέλω να ειπώ πως με τον ίδιο τρόπο κι απάνου στο ίδιο μοντέλο της εφήμερης δόξας του Αχιλλέα Παράσχου, πέρυσι, 1989, πουλήθηκαν εκατό χιλιάδες αντίτυπα από "Το φοβερό βήμα" του Ταχτσή. Και πρόπερσι άλλα τόσα από το "Τρίτο στεφάνι".
Ο κοσμάκης διαβάζοντας Ταχτσή χόρτασε να διαβάζει άχρηστα πράγματα. Όσα δε φαντάζεται κανείς φληναφήματα, καπνούς και υλικό εφημερίδας που παλιά αγόραζαν με την οκά οι μπακάληδες και διπλώνανε τη σαρδέλλα. Εμ, αν ήτανε να ̓ναι τέτοια η τέχνη, τότε και οι όνοι το Μάη θα κελαηδούσανε νότες.
Γιατί είναι πιθανό ως το βέβαιο, πως ύστερα από πενήντα χρόνους κανείς δε θα θυμάται τον Ταχτσή. Εάν, βέβαια ετούτος ο έρμος πλανήτης υπάρχει ακόμη, και δεν έχει ξοφλήσει από αναπνευστικό ή εξάντληση.
Παρόμοια, είναι πιθανό ως το βέβαιο πως κανείς δε θα θυμάται μετά από πενήντα χρόνους Σκούρτη ή Αντώνη Σαμαράκη, Λουντέμη, Λειβαδίτη, Σινόπουλο, και ολόκληρη σειρά από άλλα ονόματα γνωστά και γνωστότερα.
Όπως ο γνώριμός μας Αχιλλέας Παράσχος, όλοι αυτοί θα ̓χουνε γίνει ποιητές αρχείου. Λευκοί νάνοι, αστέρες νετρονίων, ή μελανές οπές , που λένε οι αστροφυσικοί τα υπολείμματα των άστρων.
[...]
Το ίδιο, λόγου χάρη, μετά από μερικές δεκάδες χρόνια θα γενεί με τον Κωνσταντίνο Τσάτσο, τον Κανελλόπουλο, τον Παπανούτσο, για να αναφέρω ονόματα επιφανείας.
Και αυτό συμβαίνει γιατί τα κείμενά τους, η γραπτή μαρτυρία που κατάθεσαν στην Τράπεζα χρόνου, είναι ένα είδος ανώτερης δημοσιογραφίας. Πολύ υψηλής, ή πρώτης ποιότητας, αν θέλεις. Δεν είναι όμως ούτε γνήσια τέχνη, ούτε επιστήμη άκρων*.
[…]
Ο γνήσιος δημιουργός ανατέλνει κάποτε στη μνήμη των ανθρώπων, αφού προηγουμένως πεθάνει στη γνώση τους. Αυτός είναι ο κανόνας. Και εξαίρεση το ανάποδο. Sterbe und werde!** που έλεγε ο Γκαίτε.»
__________________
* Επιστήμη των άκρων με την έννοια ότι διασπώ τα όρια του γνωστού και εισηγούμαι το καινούργιο. Τέτοιοι λ.χ. επιστήμονες στη φιλοσοφία του αιώνα μας είναι ο Χάιντεγγερ και ο Βιττγκενστάιν.
** Πέθανε και γίνε.
__________________
Δημήτρης Λιαντίνης - "Τα Ελληνικά"