Επέτειος του Ελληνοϊταλικού πολέμου
Κάθε χρόνο αυτή τη μέρα γίνεται στη Θεσσαλονίκη, συνήθως παρουσία του Προέδρου της Δημοκρατίας και άλλων επισήμων, μεγάλη στρατιωτική παρέλαση, η οποία συμπίπτει με τον εορτασμό της απελευθέρωσης της πόλης κατά τον Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο και τη μνήμη του πολιούχου της Αγίου Δημητρίου. Στην Αθήνα και σε άλλες πόλεις γίνονται επίσης στρατιωτικές αλλά και μαθητικές παρελάσεις, ενώ δημόσια και ιδιωτικά κτίρια υψώνουν την ελληνική σημαία. Παρελάσεις, στρατιωτικές και μαθητικές για τον εορτασμό της επετείου, γίνονται επίσης και στην Κύπρο.
Κοντά στην επέτειο του όχι, τηλεόραση και ραδιόφωνο προβάλλουν επετειακές εκπομπές μνήμης και κάνουν ιδιαίτερη μνεία στην «τραγουδίστρια της νίκης» Σοφία Βέμπο, η οποία με τα πατριωτικά της τραγούδια εμψύχωνε τους στρατιώτες και μετέδιδε τον ενθουσιασμό της προέλασης των ελληνικών δυνάμεων στη Βόρεια Ήπειρο.
Στρατιωτικά συμπεράσματα του πολέμου
Οι συμπατριώτες μου είναι ανυποχώρητοι και αδιάλλακτοι σε ζητήματα που έχουν σχέση με την ανεξαρτησία και την τιμή της χώρας. Ίσως [...] εξαφανισθούμε ως έθνος, όπως φαίνεται να υπονοείτε. Θα ήταν προτιμότερο για τους Έλληνες που θα απομείνουν να γνωρίζουν ότι διέσωσεν ακέραια την τιμή τους και ότι η νεότερη Ελλάς δικαίωσε τις αρχαίες καταβολές της και τον λόγο υπάρξεώς της, παρά να ζουν ατιμασμένοι και καταφρονεμένοι. Τίποτε πράγματι δεν θα έχει χαθεί και το παράδειγμά μας θα είναι χρήσιμο στον κόσμο, επειδή θα εμπνέει τους ανθρώπους να κάνουν το χρέος τους, ανεξάρτητα από τις συνέπειες. |
Ο Έλληνας αντιπρόσωπος στην Κοινωνία των Εθνών, Αθανάσιος Αγνίδης, προς τον Ιταλό συνάδελφό του τον Μάρτιο του 1941[46] |
Παρά ταύτα, οι Ιταλοί έχασαν κυρίως σε επίπεδο στρατηγικής, πράγμα για το οποίο ήταν ευθέως υπεύθυνος ο Μουσολίνι και το Γενικό Επιτελείο Στρατού. Ούτε έναν μήνα πριν την εισβολή στην Ελλάδα, την 1η Οκτωβρίου, ο Μουσολίνι διέταξε την αποστράτευση του μισού ιταλικού στρατού, ένα μέτρο το οποίο έγινε αποδεκτό από το Γενικό Επιτελείο, παρότι ο στρατηγός Μάριο Ροάτα προειδοποίησε ότι ο στρατός θα γινόταν μη λειτουργικός για αρκετούς μήνες[48]. Εκτός αυτού, η συνεχής υποεκτίμηση της ελληνικής ετοιμότητας είχε καταδικάσει την εκστρατεία σε αποτυχία εξαρχής. Όπως έγραψε ο Ιταλός ιστορικός Ρέντζο Ντε Φελίτσε: «Η στρατιωτική υπεροχή (αριθμητική και τεχνική) ήταν πάντοτε, τους πρώτους μήνες του πολέμου, με την πλευρά των Ελλήνων. Οι Έλληνες ήταν πολύ καλά πληροφορημένοι (από τη βρετανική κατασκοπεία) για τις ιταλικές προθέσεις και είχε επιστρατεύσει σχεδόν 350.000 άνδρες ως τις πρώτες μέρες του Νοεμβρίου. Οι Ιταλοί είχαν μόνον οκτώ μεραρχίες στην Αλβανία (δύο εκ των οποίων ήταν στραμμένες προς το γιουγκοσλαβικό στρατό) τον Οκτώβριο του 1940, ενώ οι Έλληνες είχαν αρχικά 14 μεραρχίες, κατάλληλα εκπαιδευμένες για πόλεμο σε ορεινό πεδίο μάχης. Η αρχική ιταλική επίθεση διεξήχθη από 105.000 στρατιώτες έναντι σχεδόν 350.000 Ελλήνων: να γιατί δεν είναι παράδοξο που μετά από μια βδομάδα η μεραρχία Julia σταμάτησε και σχεδόν περικυκλώθηκε. Είναι αδύνατον να καταλάβει κανείς, από στρατιωτική άποψη, γιατί το Commando Supremo δεν αντέδρασε ενάντια σε μια εκστρατεία εξαρχής καταδικασμένη σε αποτυχία»[49]. Μια άλλη αξιοσημείωτη αποτυχία της ιταλικής πλευράς είναι η μη επίθεση στα Ιόνια νησιά ή την Κρήτη, τα οποία αποτελούσαν αυτονόητους και σχετικά ανυπεράσπιστους στόχους, και οι οποίοι θα αποτελούσαν ισχυρές προωθημένες βάσεις για το ιταλικό ναυτικό και την αεροπορία στη Μεσόγειο.