Ελληνικός Εμφύλιος Πόλεμος | |
---|---|
Χρονολογία | 1946 - 1949 |
Τόπος | Ελλάδα |
Έκβαση | Επικράτηση των κυβερνητικών δυνάμεων |
Μαχόμενοι | |
Ελληνικός Εθνικός Στρατός | Δημοκρατικός Στρατός Ελλάδας |
Αρχηγοί | |
Αλέξανδρος Παπάγος Δημήτριος Γιαντζής Κωνσταντίνος Βεντήρης Θρασύβουλος Τσακαλώτος |
Νίκος Ζαχαριάδης Μάρκος Βαφειάδης Δημήτρης Βλαντάς Γιώργης Βοντίτσιος (Γούσιας) |
Δυνάμεις | |
μέγιστη δύναμη 232.500 (1949)[1] | 1946: Από 950 (Απρίλιος) έως 14.000 (Δεκέμβριος),
1947: Από περ. 12.000 (Απρ) έως 18.000 (Οκτ.), 1948: Από 16.000
(Νοέμ.) έως 25.850 (Δεκ.), 1949: Από 16.500 (Ιούν.) έως 24.000 (Ιαν.)[2] |
Απώλειες | |
Για την περίοδο 1946-50 [3] : νεκροί 8.440,
τραυματίες 29.496, αγνοούμενοι 5.346 |
νεκροί 25.000 περίπου [4]
|
Παραδοσιακά σημείο έναρξης του Εμφυλίου Πολέμου θεωρείται η επίθεση ομάδας πρώην ανταρτών του ΕΛΑΣ υπό την ηγεσία του Αλέξη Ρόσιου («Καπετάν Υψηλάντης») στο Σταθμό Χωροφυλακής Λιτοχώρου Πιερίας την νύχτα της 30ης Μαρτίου 1946. Η ομάδα του Ρόσιου σκότωσε 12 χωροφύλακες και εθνοφύλακες και πυρπόλησε τον Σταθμό, ως απάντηση στις εκτελέσεις, διώξεις, εξορίες και φυλακίσεις που υφίσταντο οι πολίτες που ανήκαν στο ΕΑΜ-ΕΛΑΣ μετά τη Συμφωνία της Βάρκιζας.
Σύμφωνα με κάποιους άλλους ιστορικούς είναι η τρίτη φάση ενός ένοπλου αγώνα που ξεκινά με τις ένοπλες συγκρούσεις μεταξύ αντιστασιακών οργανώσεων κατά τη διάρκεια του 1943 (πρώτη φάση) και τις μάχες στην Ήπειρο και στην Αθήνα το Δεκέμβριο του 1944 (δεύτερη φάση)[6]. Αυτές οι φάσεις είναι ξεχωριστές, διότι η κάθε μια έχει τα δικά της χαρακτηριστικά, αλλά είναι στενά συνδεδεμένες μεταξύ τους και τελικά θα καθορίσουν τον πολιτικό και διεθνή προσανατολισμό της Ελλάδας για τα επόμενα χρόνια[7]. Αυτή τη θεώρηση την επανέφερε μια ομάδα πολιτικών επιστημόνων (με την συνδρομή Ιστορικών)[8] που ήρθε σε σκληρή διένεξη με ιστορικούς[9] καθώς και δημοσιογράφους [10]
Οι ένοπλες συγκρούσεις ανάμεσα στον στρατό, τα Σώματα Ασφαλείας, τις συντηρητικές, φιλοβασιλικές, φιλελεύθερες και ακροδεξιές δυνάμεις από τη μία πλευρά και τις κυρίως δημοκρατικές, αντιβασιλικές αλλά και κομμουνιστικές, αντάρτικες και επαναστατικές δυνάμεις από την άλλη ήταν αποτέλεσμα αντιπαλότητας παλαιοτέρων ετών. Από μία άποψη ο Εμφύλιος αποτέλεσε τη συνέπεια συσσωρευμένων πολιτικών και κοινωνικών διεργασιών, που ξεκίνησαν από την εποχή του Εθνικού Διχασμού το 1915, εντάθηκαν με τη Μικρασιατική καταστροφή και την έλευση και εγκατάσταση ενός τεράστιου αριθμού προσφύγων και κορυφώθηκαν με την επιβολή της Δικτατορίας της 4ης Αυγούστου[11].
Το καταλυτικό στοιχείο όμως υπήρξε η γερμανική εισβολή τον Απρίλιο του 1941 και η τριπλή (γερμανική, ιταλική και βουλγαρική) κατοχή, η οποία επέβαλε ένα καθεστώς συνεργατών μισητό από την πλειοψηφία του ελληνικού λαού και δημιούργησε ένα πολιτικό κενό εξουσίας.[12] Αυτό το κενό, σε συνδυασμό με την αδυναμία των παραδοσιακών πολιτικών δυνάμεων για ενεργητική αντίσταση στους κατακτητές[13], θα διαμορφώσουν τις συνθήκες για να δημιουργηθούν, το φθινόπωρο του 1941, οι δύο μεγαλύτερες αντιστασιακές οργανώσεις, το ΕΑΜ (Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο) και ο ΕΔΕΣ (Εθνικός Δημοκρατικός Ελληνικός Σύνδεσμος).
Το ΕΑΜ ήταν ένας συνασπισμός από μικρά, φιλοαριστερά κυριώς, κόμματα, με κυρίαρχο το ΚΚΕ (Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας). Τον Φεβρουάριο του 1942 θα δημιουργήσει το στρατιωτικό του σκέλος, τον ΕΛΑΣ, που είχε ως αρχηγό ("καπετάνιο") τον Άρη Βελουχιώτη.[14] Γρήγορα ο ΕΛΑΣ κατάφερε να κυριαρχήσει σε όλη την χώρα εκτός από την Ήπειρο, οπού υπήρχε ο ΕΔΕΣ.
Ο ΕΔΕΣ, που συσπείρωνε πλήθος αξιωματικών του προπολεμικού ελληνικού στρατού, είχε στρατιωτικό διοικητή έναν πρώην αξιωματικό του ελληνικού στρατού, τον Ναπολέοντα Ζέρβα, ο οποίος πίστευε ότι το ΕΑΜ είχε ως στόχο την εγκαθίδρυση κομμουνιστικού καθεστώτος μετά την απελευθέρωση.[15] Αυτή η πεποίθησή του τον έκανε να είναι ιδιαίτερα καχύποπτος σε κάθε κίνηση του ΕΛΑΣ. Από την πλευρά του ο ΕΛΑΣ συνεχώς πίεζε τις υπόλοιπες αντιστασιακές οργανώσεις, συχνά με αιματηρό τρόπο, όπως στην περίπτωση της ΕΚΚΑ (Εθνική και Κοινωνική Απελευθέρωσις), να ενταχθούν σε αυτόν, ενώ η πεποίθησή του ότι ο Ζέρβας συνεργάζεται με τους Γερμανούς βάθυνε ακόμα περισσότερο την αμοιβαία δυσπιστία των δύο οργανώσεων[16].
Στη Μέση Ανατολή η κυβέρνηση αποφάσισε να σχηματίσει ένοπλες δυνάμεις με αξιωματικούς και στρατιώτες με δεξιά φρονήματα που διέφυγαν από την Ελλάδα, οι οποίες θα συνεισέφεραν στον αγώνα κατά του Άξονα. Μαζί με αυτούς θα καταφθάσουν στελέχη και φίλοι του κομμουνιστικού κινήματος, για τους οποίους ύψιστος σκοπός είναι ο αντιφασιστικός αγώνας. Έτσι, στο Βασιλικό Στρατό Μέσης Ανατολής, αλλά και στο Βασιλικό Ναυτικό, θα υποχρεωθούν να συνυπάρξουν πολιτικές ομάδες με αντίθετο πολιτικό προσανατολισμό[17].
Οι ρίζες του Εμφυλίου Πολέμου μπορούν να θεωρηθούν οι συγκρούσεις μεταξύ των διαφόρων αντιστασιακών οργανώσεων κατά τη διάρκεια της κατοχής. Σημαντικός παράγων ήταν η εμπλοκή της Μεγάλης Βρετανίας στην Αντίσταση με βραχυπρόθεσμο στόχο τον πόλεμο κατά του Άξονα και μακροπρόθεσμα να ελέγξει τις μεταπολεμικές πολιτικές εξελίξεις στην Ελλάδα. Ακρογωνιαίος λίθος της στρατηγικής του Τσώρτσιλ για την Ελλάδα ήταν η επαναφορά του Βασιλιά των Ελλήνων Γεωργίου Β΄[18].
Σημαντικό επιβαρυντικό στοιχείο ήταν η απουσία μιας δημοκρατικά νομιμοποιημένης αρχής που θα διηύθυνε τον αντιστασιακό αγώνα ενιαία. Η εξόριστη κυβέρνηση στο Κάιρο δεν είχε ποτέ τεθεί στην κρίση του ελληνικού λαού, καθώς της κατοχής είχε προηγηθεί η δικτατορία του Μεταξά και αυτή είχε με τη σειρά της προέλθει από ανώμαλες πολιτικές εξελίξεις, ενώ το καθεστώς του Βασιλιά είχε παραδώσει τους πολιτικούς κρατούμενους στους Γερμανούς, από τους οποίους χιλιάδες θα εκτελεστούν ως αντίποινα.
Όταν ο πόλεμος άρχισε να κλίνει υπέρ των συμμάχων, οι αντιστασιακές οργανώσεις επεδίωξαν πέρα από τον αγώνα να επηρεάσουν το πολιτικό μέλλον της χώρας. Αυτό παράλληλα με τους ανταγωνισμούς μεταξύ των νικητριών δυνάμεων που είχαν αρχίσει να αναπτύσσονται διαμόρφωσε τα δύο στρατόπεδα.
Οι πρώτες εμφύλιες συγκρούσεις (1943-1944)
Όταν τον Ιούνιο του 1943, με την συμμετοχή του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ, του ΕΔΕΣ, της ΕΚΚΑ και της βρετανικής συμμαχικής αποστολής που είχε καταφθάσει στα ελληνικά βουνά, υπογράφηκε μια συμφωνία για την δημιουργία ενός κοινού γενικού στρατηγείου για τον συντονισμό της Αντίστασης, φάνηκε ότι οι προστριβές μεταξύ των αντιστασιακών οργανώσεων θα σταματούσαν. Όμως, η προσπάθεια του ΕΔΕΣ να εγκαταστήσει ομάδες του σε περιοχές που βρίσκονταν υπό τον έλεγχο του ΕΛΑΣ, όπως και η ένταξη ακροδεξιών στον ΕΔΕΣ και η συνεργασία του ΕΔΕΣ Αθηνών με τους Γερμανούς, καθώς και της ανακωχής ή και συνεργασίας του ΕΔΕΣ Ηπείρου προκάλεσαν την σκλήρυνση της στάσης του ΕΑΜ. Ταυτόχρονα, το ΕΑΜ/ΕΛΑΣ εκπονούσε σχέδια για τη στρατιωτική κατάληψη της Αθήνας με τη λήξη της κατοχής, όπως και την εγκατάσταση μιας κυβέρνησης στις περιοχές που ήλεγχε[19], ενώ ο ΕΔΕΣ εκπονούσε σχέδια για την κατάληψη της εξουσίας και την άμεση επιβολή της Δημοκρατικής Επαναστάσεως [20]. Επίσης η σχεδόν πλήρης στήριξη της Βρετανικής βοήθειας στις μη ΕΑΜικές οργανώσεις παρά την πλήρη επικράτησης τους, όξυνε τα πάθη.Μετά την επιστροφή της αντιπροσωπείας του ΕΑΜ που είχε σταλεί στο Κάιρο για μια συμφωνία με την εξόριστη κυβέρνηση, ο ΕΛΑΣ ήταν σίγουρος ότι οι Άγγλοι, με την βοήθεια του ΕΔΕΣ και της ΕΚΚΑ, θα προσπαθούσαν να επαναφέρουν τον, εξαιρετικά αντιδημοφιλή στην ελληνική κοινωνία, Γεώργιο Β΄[21]. Ο Βελουχιώτης έφτασε στο σημείο να χαρακτηρίσει τους Άγγλους μεγαλύτερο κακό από τους Γερμανούς και πρότεινε τα εξής: Είτε ο ΕΔΕΣ και η ΕΚΚΑ θα σχημάτιζαν κοινό μέτωπο κατά της προσπάθειας επιστροφής του Βασιλιά, είτε θα τους διέλυαν με τη βία. Παρόλα αυτά το ΕΑΜ, σε συνεδρίασή του, δεν πήρε απόφαση για έναρξη εμφυλίου πολέμου και άφηνε ελπίδες για αποφυγή του [22].
Οι πρώτες ένοπλες συγκρούσεις ξεκίνησαν στις αρχές Οκτωβρίου με την σύλληψη αξιωματούχων του ΕΑΜ από τον τον ΕΔΕΣ, αφού πρώτα είχε προηγηθεί μια συμπλοκή στο Τσεπέλοβο της Ηπείρου. Τότε ο Βελουχιώτης διέταξε την διάλυση του ΕΔΕΣ στη Θεσσαλία και σε συνεννόηση με τον Γιώργη Σιάντο (συναρχηγός στο ΚΚΕ) και του Ανδρέα Τζίμα (πολιτικός καθοδηγητής του ΕΛΑΣ) διέταξε τέσσερις μεραρχίες του ΕΛΑΣ να επιτεθούν κατά του ΕΔΕΣ στην Ήπειρο.[23]
Βλέποντας ότι θα βρίσκονταν μεταξύ δύο αντιπάλων, ο Ζέρβας είχε ήδη αποφασίσει να συνεννοηθεί μυστικά με τους Γερμανούς για μια άτυπη κατάπαυση του πυρός. Αυτό δε διέφυγε την προσοχή των ηγετών του ΕΛΑΣ που κατηγόρησαν τον ΕΔΕΣ για συνεργάτη των κατακτητών[24]. Νεότερες έρευνες δείχνουν ότι έλαβαν χώρα και κοινές επιχειρήσεις ΕΔΕΣ και Γερμανών ενάντια στις δυνάμεις του ΕΑΜ [25]
Καθώς οι μονάδες του ΕΛΑΣ ήταν πολύ ισχυρότερες, κατάφεραν να κερδίσουν τον ΕΔΕΣ στο πεδίο της μάχης και να απειλήσουν τις δυνάμεις του Ζέρβα με ολοκληρωτική καταστροφή. Η αυτοπεποίθηση του ΕΛΑΣ ότι θα διαλύσει τον ΕΔΕΣ τον οδήγησε να απορρίψει τις βρετανικές προτάσεις για κατάπαυση των επιθέσεων. Την ίδια στιγμή ξεκίνησαν αντιανταρτικές επιχειρήσεις των Γερμανών, που έδωσαν την ευκαιρία στο Ζέρβα να περισώσει τους μαχητές του[26].
Η επιθυμία των Βρετανών, για πολιτικούς και στρατιωτικούς λόγους, να σταματήσει ο εμφύλιος, η εξασθένηση του ΕΔΕΣ και η αδυναμία του ΕΛΑΣ να αντιμετωπίσει δύο αντιπάλους, οδήγησαν σε ανακωχή στις 4-5 Φεβρουαρίου 1944[27], η οποία, όμως δεν έσβησε τη συσσωρευμένη αντιπαλότητα.
Η ανταρσία στην Αίγυπτο και η κυβέρνηση εθνικής ενότητας
Στον στρατό, όπως και στο ναυτικό της εξόριστης κυβέρνησης στη Μέση Ανατολή, άρχισαν να λειτουργούν αντιφασιστικές ομάδες που χαρακτήριζαν ως φασίστες όσους αξιωματικούς και στρατιώτες είχαν Μεταξικά φρονήματα. Στο εσωτερικό των Ενόπλων Δυνάμεων αναπτύχθηκε ένας σκληρός ανταγωνισμός για το ποιος θα ελέγξει το στράτευμα. Η πρώτη κρίση έκανε την εμφάνισή της τον Μάρτιο του 1943 με την άρνηση της φιλοκομμουνιστικής ΑΣΟ (Αντιφασιστική Οργάνωση Στρατού) να συμφωνήσει για τη μετάθεση ενός αξιωματικού. Μια σειρά από αιτήματά της έγιναν αποδεκτά. Το κίνημα του Μαρτίου έληξε με πλήρη νίκη της ΑΣΟ[28]. Όμως τον Ιούλιο η ΑΣΟ θέτει νέα αιτήματα, που δημιουργούν εκρηκτική κατάσταση και επιβάλλουν δυναμικές λύσεις από την κυβέρνηση. Με την συνδρομή των Βρετανών, που αντιδρούν αποφασιστικά, παραδίδουν τη διοίκηση σε Βρετανούς αξιωματικούς, ωστε να επανακτηθεί ο έλεγχος από την κυβέρνηση. [29]Εννέα μήνες μετά, στις 31 Μαρτίου του 1944, η είδηση της συγκρότησης της Πολιτικής Επιτροπής Εθνικής Απελευθέρωσης (ΠΕΕΑ) από το ΕΑΜ αφύπνισε τους φιλοαριστερούς αξιωματικούς που επέδωσαν ένα υπόμνημα στην κυβέρνηση με αίτημα την συμφωνία της κυβέρνησης του Καΐρου με την πρόταση της ΠΕΕΑ για δημιουργία κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας. Πολύ γρήγορα ένα νέο κίνημα ξέσπασε στο στράτευμα και έφερε νέες συγκρούσεις και διαιρέσεις[30]. Και πάλι οι Βρετανοί ανέλαβαν την κατάσταση και 8.000 από ένα σύνολο 18.500 ενόπλων φυλακίστηκαν[31]. Στο Ναυτικό η καταστολή της στάσης έγινε αποκλειστικά από Έλληνες αξιωματικούς και ναύτες[32] Το ΕΑΜ αποδέχθηκε με την συμφωνία του Λιβάνου τον Μάιο του 1944 την ενοποίηση όλων των αντιστασιακών δυνάμεων υπό την εξουσία της εξόριστης κυβέρνησης του Γεωργίου Παπανδρέου, ενώ με τη συμφωνία της Καζέρτας τον Σεπτέμβιο του ίδιου έτους ανέλαβε έξι υπουργεία στην κυβέρνηση αυτή [33]. Ως αποτέλεσμα αυτών των γεγονότων η ΠΕΕΑ αυτοδιαλύθηκε τον Οκτώβριο.
Τα Δεκεμβριανά του 1944
Η συμφωνία της Βάρκιζας και η Λευκή τρομοκρατία
Στις 12 Φεβρουαρίου 1945 υπογράφηκε μεταξύ της κυβέρνησης Πλαστήρα και του ΕΑΜ η συμφωνία της Βάρκιζας που προέβλεπε, μεταξύ άλλων, τον αφοπλισμό του ΕΛΑΣ, αποκατάσταση πολιτικών ελευθεριών, αμνηστεία των πολιτικών εγκλημάτων, λύση του πολιτειακού με δημοψήφισμα και διενέργεια εκλογών. Η συμφωνία δεν εφαρμόστηκε ποτέ, καθώς οι οπαδοί της αριστεράς δεν αφοπλίστηκαν ολοκληρωτικά και οι κυβερνήσεις δεν προχώρησαν σε γενική αμνηστεία και ανέχτηκαν τη δράση παρακρατικών οργανώσεων στην ύπαιθρο, όπου ακόμη ίσχυε ο στρατιωτικός νόμος, εναντίον πρώην μελών του ΕΛΑΣ αρχικά και των αντιπαλων της μοναρχίας κατόπιν. Η δράση αυτή, που έγινε γνωστή, ως Λευκή τρομοκρατία προκάλεσε τη δημιουργία ομάδων αυτοάμυνας, αρχικά χωρίς την κάλυψη του ΚΚΕ.[39]Ολομέτωπη σύγκρουση
Οι αντίπαλοι στρατοί
Από την μία μεριά βρισκόταν ο Δημοκρατικός Στρατός Ελλάδας (ΔΣΕ), που ένα σημαντικό μέρος των όπλων, πυρομαχικών και άλλων εφοδίων (κυρίως στη βόρεια Πίνδο, καθώς οι πενιχρές μεταφορικές του δυνατότητες δεν επέτρεπαν σε μεγάλες ποσότητες εφοδίων να σταλούν νότια) τα προμηθευόταν από τις γειτονικές Γιουγκοσλαβία, Βουλγαρία και Αλβανία μέσων των αμαξιτών δρόμων που κατασκεύασε στα όρη του Γράμμου και του Βιτσίου. Τα υπόλοιπα εφόδιά του τα έπαιρνε ως λάφυρα από τις μάχες με τον αντίπαλο.Ιδιαίτερα η συνδρομή της Γιουγκοσλαβίας, οποία ξεκίνησε το δεύτερο ήμισυ του 1946 και τελείωσε το δεύτερο ήμισυ του 1948, ήταν άφθονη και είχε αποφασιστική σημασία για το αξιόμαχο του ΔΣΕ.[40] Ειδικά, αυτή η βοήθεια περιλάμβανε, εκτός από στρατιωτικό υλικό, ρουχισμό, τρόφιμα, φάρμακα, μέριμνα τραυματιών, υποστήριξη στην προπαγάνδα, χρηματική βοήθεια, ηθική και πολιτική υποστήριξη. Ακόμα και στρατιωτικούς σύμβουλους, που πήγαιναν στην Ελλάδα και παρείχαν επαγγελματική υποστήριξη στο επιτελείο του ΔΣΕ, όπως και στην εξάσκηση και χρήση οπλισμού, αλλά και στην δημιουργία στρατιωτικής ιατρικής υπηρεσίας. Επιπλέον, το έδαφος της Γιουγκοσλαβίας ήταν μια βάση επιμελητείας όπου εκεί εκπαιδεύονταν μαχητές και στελέχη του ΔΣΕ[41].
Στο ΔΣΕ συσπειρώθηκαν μέλη και φίλοι του ΚΚΕ και σλαβόφωνοι πληθυσμοί της Μακεδονίας άντρες και γυναίκες. Στις γυναίκες, όσο η κυβερνητική πλευρά οργανωνόταν καλύτερα και επιστράτευε περισσότερους άντρες, όλο και μεγάλωνε το ποσοστό ένταξής τους στο ΔΣΕ. Ενώ το Νοέμβριο του 1948 ήταν 12-15%, τον Απρίλιο έφτασαν να αποτελούν το 70% στις βοηθητικές υπηρεσίες και το 30% στις μάχιμες μονάδες[42].
Από την άλλη μεριά βρισκόταν ο Εθνικός Στρατός (ΕΣ) με την υποστήριξη της Μ.Βρετανίας και μετέπειτα των ΗΠΑ (χωρίς αυτό να σημαίνει σε καμία περίπτωση ότι η βοήθεια που δόθηκε στους δύο αντιπάλους ήταν ισότιμη)[ασαφές]. Στον Εθνικό Στρατό επιστρατεύτηκαν Έλληνες πολίτες με κλήση κλάσεων με την υποστήριξη των βενιζελογενών και βασιλικών κομμάτων που κυβερνούσαν την Ελλάδα υπό τον γηραιό βενιζελικό ηγέτη Θεμιστοκλή Σοφούλη, αλλά και στρατιωτών, οι οποίοι κατά τη διάρκεια της κατοχής είχαν συμμετάσχει στα τάγματα ασφαλείας (πολιτοφυλακή υπό γερμανική διοίκηση). Επίσης η κυβερνητική παράταξη δεν αντέταξε μόνο τον Εθνικό Στρατό, αλλά και πλήθος παραστρατιωτικών σωμάτων. Η Χωροφυλακή και η Εθνοφρουρά συνέδραμαν τον Εθνικό Στρατό όπου ήταν δυνατό, ενώ αλλού κάλυπταν τα νώτα του με καθήκοντα φύλαξης σε αστικά κέντρα ή κεφαλοχώρια. Τέλος, στους άτυπους συμμάχους της κυβερνητικής παράταξης συγκαταλέγονται και παρακρατικές συμμορίες αποτελούμενες από κοινούς εγκληματίες που αφέθηκαν ελεύθεροι με τον νόμο του 1945 "περί αποσυμφορήσεως των φυλακών", οι οποίοι πολέμησαν αυτοβούλως τους κομμουνιστές. Επιπρόσθετα, η κυβερνητική πλευρά είχε τη δυνατότητα χρήσης των μονάδων του Πολεμικού Ναυτικού (όπου ήταν δυνατό, για επικουρικές του στρατού επιχειρήσεις), αλλά και της Πολεμικής Αεροπορίας, της οποίας η συνεισφορά στην τελική επικράτηση, το καλοκαίρι του 1949, ήταν καθοριστική.