Ο Ιωάννης Μεταξάς ήταν γιος του Παναγή Μεταξά και της Ελένης Τριγώνη από το Αγρίνιο και γεννήθηκε στην Ιθάκη, όπου ο πατέρας του ήταν έπαρχος. Ήταν γόνος του οικονομικά ξεπεσμένου Κεφαλληνιακού κλάδου των Αντζουλακάτων της παλαιάς Βυζαντινής οικογένειας των Μεταξάδων, ενώ η οικογένειά του διατηρούσε τον τίτλο του Κόμη.[i] Είχε δύο αδέρφια, τον Κωνσταντίνο, ο οποίος σπούδασε νομικά, αλλά σχετικά νέος οδηγήθηκε στο ψυχιατρείο γι' αυτό και ο Ιωάννης Μεταξάς του είχε ιδιαίτερη αδυναμία και τη Μαριάνθη. Τα παιδικά του χρόνια ήταν ευτυχισμένα παρ' ολες τις οικονομικές δυσκολίες της οικογενείας του. Η κατάσταση επιδεινώθηκε το 1879, όταν ο πατέρας του έχασε την πολιτική θέση που κατείχε και αναγκάστηκε να μετακομίσει στην Κεφαλονιά.[1] Εκεί ο Μεταξάς γράφτηκε στο γυμνάσιο της πόλης απ' όπου και αποφοίτησε με επιτυχία. Από τότε είχε φανεί η ιδιαίτερη κλίση που είχε στα μαθηματικά.
Στρατιωτική σταδιοδρομία
Στις 24 Σεπτεμβρίου του 1885, σε ηλικία 14 ετών, εισήλθε στη στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων επιλέγοντας το Σώμα Μηχανικών. Η επιλογή του δεν ήταν τυχαία, αφού στο ίδιο σώμα υπηρετούσαν δύο συγγενείς του, ο Γεράσιμος και ο Νικόλαος Μεταξάς, μετέπειτα υπουργός των Στρατιωτικών. Το 1890 εξήλθε από τη σχολή ως ανθυπολοχαγός του Μηχανικού. Το Σεπτέμβριο του 1892 μπήκε στη σχολή Μηχανικών Στρατού και δύο χρόνια αργότερα βρέθηκε στην τοπική φρουρά του Ναυπλίου. Εκεί ζούσε με την οικογένεια του, αφού ο πατέρας του είχε μετατεθεί στο Ναύπλιο. Το 1897 μετατέθηκε στο υπουργείο Στρατιωτικών, δίπλα στον θείο του, τον υπουργό Νικόλαο Μεταξά. Ύστερα από πιέσεις του ίδιου μετατέθηκε στο επιτελείο του τότε Αντιστράτηγου, στη θέση του υπευθύνου των εμπιστευτικών αρχείων του επιτελείου. Εκεί είχε την ευκαιρία να γνωρίσει τον διάδοχο του θρόνου Κωνσταντίνο και να συνδεθεί φιλικά. Η συμμετοχή στον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 του δίδαξε πολλά και τον βοήθησε να κερδίσει την εύνοια του Βασιλιά. Το 1898 κέρδισε υποτροφία από τον Βασιλιά και έτσι συμπλήρωσε τις σπουδές του στη Γερμανία, στην Πολεμική Ακαδημία του Βερολίνου, από την οποία και αποφοίτησε, το 1902, με ιδιαίτερες διακρίσεις [ii], δεχόμενος εμφανείς επιρροές από τον πρωσικό μιλιταρισμό. Επανερχόμενος στην Ελλάδα το 1903 τοποθετήθηκε στο τότε νεοσύστατο κατά τα ξένα πρότυπα Γενικό Επιτελείο Στρατού συμβάλλοντας σημαντικά στην οργάνωση του στρατού. Εκεί συνεργάστηκε με τον Βίκτωρα Δούσμανη για τη σύνταξη των νέων στρατιωτικών κανονισμών, οι οποίοι ψηφίστηκαν στη Βουλή το 1904, ύστερα από εισήγηση του Θεοτόκη. Δύο χρόνια αργότερα, το 1906, προήχθη σε Λοχαγό πρώτης τάξεως. Ως μέλος του επιτελείου ανέπτυξε στενή φιλία με τον πρίγκηπα Ανδρέα, αδερφό του διαδόχου Κωνσταντίνου, ενώ το 1907 του ζητήθηκε να αναλάβει τη στρατιωτική εκπαίδευση του μετέπειτα Βασιλιά Γεωργίου Β'. Για τα επόμενα δύο χρόνια ο Ιωάννης Μεταξάς του δίδασκε στρατιωτική ιστορία και τακτική.Με την έκρηξη του στρατιωτικού κινήματος το 1909, οι επαναστάτες μετέθεσαν το Μεταξά στη Λάρισα, αφού ήταν γνωστός για τις σχέσεις του με τη βασιλική οικογένεια. Χαρακτηριστικό της στενής του σχέσης είναι ότι η Βασίλισσα Σοφία τον αποκαλούσε Γιαννάκη. Στις 19 Οκτωβρίου του 1910 ο Βασιλιάς διόρισε πρωθυπουργό τον Ελευθέριο Βενιζέλο. Την ίδια μέρα ο Ιωάννης Μεταξάς, ο οποίος είχε ανακληθεί πίσω στην Αθήνα, έλαβε πρόσκληση να επισκεφθεί τον Βενιζέλο στο ξενοδοχείο που διέμενε. Όταν τον συνάντησε, ο Βενιζέλος του πρόσφερε τη θέση του πρώτου υπασπιστή του. Έτσι ο Μεταξάς έγινε ο ουσιαστικός σύνδεσμος μεταξύ του πρωθυπουργού και των ανακτόρων. Αυτόν τον σκοπό εξυπηρετούσε ο διορισμός του ως υπασπιστή και στρατιωτικού συμβούλου του Βενιζέλου.
Το 1912, λίγο πριν την έκρηξη του πρώτου Βαλκανικού πολέμου, ο Βενιζέλος έστειλε τον Μεταξά στη Σόφια για να διαπραγματευτεί τη στρατιωτική συνθήκη μεταξύ της Ελλάδας και της Βουλγαρίας. Στις 5 Οκτωβρίου η συνθήκη είχε υπογραφεί. Μετά την υπογραφή της συνθήκης αναχώρησε για το Βελιγράδι και τέλος στις 17 Οκτωβρίου έφτασε στη Λάρισα, όπου είχε εγκατασταθεί το Γενικό Επιτελείο. Ο Ιωάννης Μεταξάς ήταν τέταρτος στην ιεραρχία του επιτελείου, αλλά μπορεί να θεωρηθεί ως ο εγκέφαλός του. Συμμετείχε σε όλες τις μάχες του πρώτου Βαλκανικού πολέμου, ενώ μαζί με τον Δουσμάνη διαπραγματεύτηκε την παράδοση της Θεσσαλονίκης από τον Ταξίν Χασάν Πασά. Το σχετικό πρωτόκολλο υπεγράφη στις 26 Οκτωβρίου 1912 δια του οποίου παραδόθηκε ο Τούρκος στρατηγός Ταξίν Χασάν Πασάς με όλο το σώμα στρατού που διοικούσε. Τον Δεκέμβριο του 1912 ο Μεταξάς μετέβη στο Λονδίνο ως στρατιωτικός σύμβουλος του τότε Πρωθυπουργού Ελευθερίου Βενιζέλου προς διαπραγμάτευση των όρων της σύναψης ειρήνης με την Τουρκία. Όμως στις 16 Ιανουαρίου του 1913 ο Μεταξάς ανακλήθηκε από την κυβέρνηση και στάλθηκε αμέσως στην Ήπειρο, όπου ο στρατός αντιμετώπιζε προβλήματα. Θεωρείται ο εμπνευστής και ο δημιουργός του σχεδίου κατάληψης του Μπιζανίου, που περιέλαβε τον μεγαλύτερο μέχρι τότε βομβαρδισμό της ιστορίας, ενώ ήταν και αντιπρόσωπος των Ελλήνων στην παράδοση των Ιωαννίνων.[iii] Τον Απρίλιο του 1913 προήχθη στο βαθμό του ταγματάρχη λόγω αρχαιότητας και διορίστηκε διοικητής του επιτελείου. Από αυτή τη θέση πήρε μέρος στον δεύτερο Βαλκανικό πόλεμο, μετά δε το πέρας αυτών των πολέμων προήχθη σε αντισυνταγματάρχη και τοποθετήθηκε ως διευθυντής των Επιχειρήσεων του Γενικού Επιτελείου Στρατού, καθώς και ως διευθυντής της Ανώτερης Στρατιωτικής Ακαδημίας. Λίγο αργότερα, τον Οκτώβριο του 1913, παρασημοφορήθηκε από τον Βασιλιά με το Χρυσόν Σταυρόν του Σωτήρος. Κατά τη διάρκεια της κρίσης με την Τουρκία το 1914 για το ζήτημα των νήσων του Ανατολικού Αιγαίου, ο Μεταξάς συνέταξε και σχέδιο αιφνίδιας απόβασης και κατάληψης των Στενών των Δαρδανελλίων σε περίπτωση πολέμου.
Εθνικός διχασμός
Αμέσως μετά την εκθρόνιση του Βασιλιά, ο ύπατος αρμοστής των προστάτιδων δυνάμεων έστειλε στον πρωθυπουργό Αλέξανδρο Ζαΐμη κατάλογο με τους ανεπιθύμητους Βασιλικούς, οι οποίοι έπρεπε άμεσα να εξοριστούν. Ο κατάλογος περιείχε μεγάλες προσωπικότητες της εποχής, καθώς και τον συνταγματάρχη Ιωάννη Μεταξά. Στις 20 Ιουνίου του 1917 επιβιβάστηκε στο ελληνικό ατμόπλοιο «Βασιλεύς Κωνσταντίνος» με προορισμό την Κορσική. Στο ίδιο πλοίο επέβαιναν οι Δημήτριος Γούναρης, Γεώργιος Πεσμαζόγλου, Κωνσταντίνος Έσσλιν κ.α. Στις 29 Ιουνίου, ύστερα από ταξίδι εννιά ημερών έφτασε στο Αιάκειο. Ο Μεταξάς είχε πάρει μαζί του την οικογένεια του, η οποία αποτελείτο από τη σύζυγό του και τις δύο τους κόρες. Κατέλυσαν στο Grand Hotel μαζί με άλλους σημαντικούς εξόριστους. Στην Κορσική ο Μεταξάς μάθαινε γαλλικά, ενώ μάθαινε στις κόρες του ελληνικά με ένα αλφαβητάριο που είχε συντάξει ο ίδιος. Τα νέα περί ανακωχής των κεντρικών δυνάμεων ανησύχησαν τους εξόριστους. Λίγο αργότερα έφτασε η είδηση ότι οι Φιλελεύθεροι είχαν ζητήσει τους Βασιλικούς πίσω για να τους δικάσουν. Αυτή η είδηση επηρέασε σε μεγάλο βαθμό τον Μεταξά και τον ανάγκασε να σκεφτεί για πρώτη φορά την περίπτωση της απόδρασης.
Στους επόμενους μήνες που ακολούθησαν ο Μεταξάς ήρθε σε επαφή με ληστές, μασόνους και πολιτικούς προκειμένου να καταφέρει να βρει τρόπο διαφυγής. Αποφασίστηκε να κλέψουν το αυτοκίνητο του νομάρχη γιατί ήταν το μοναδικό το οποίο μπορούσε να κυκλοφορεί το βράδυ. Στο σχέδιο συμμετείχαν ο Δημήτριος Γούναρης και ο Γεώργιος Πεσμαζόγλου ενώ ο Ιωάννης Σαγιάς αρνήθηκε να συμμετάσχει. Στις 6 Δεκεμβρίου του 1918 οι τρεις εξόριστοι έφυγαν κρυφά από το ξενοδοχείο, αφού διένυσαν μεγάλη απόσταση και επιβιβάστηκαν σε ένα καΐκι με προορισμό τη Σαρδηνία. Μετά την αποβίβασή τους και ύστερα από πολύωρη πεζοπορία κατέλυσαν σε ξενοδοχείο ύστερα από παράκληση των Γούναρη και Πεσμαζόγλου. Τελικά, στις οκτώ το βράδυ οι τοπικές αστυνομικές αρχές κατέφθασαν στο ξενοδοχείο και συνέλαβαν τους φυγάδες. Η ιταλική όμως κυβέρνηση αρνήθηκε την έκδοσή τους στη Γαλλία. Την ίδια ώρα ο Βενιζέλος βρισκόταν στη Ρώμη για να συναντήσει τον πρωθυπουργό σχετικά με τις εδαφικές απαιτήσεις της Ελλάδας, οπότε συζητήθηκε και το θέμα των φυγάδων. Παρ' όλες τις πιέσεις του ο Ιταλός πρωθυπουργός αρνήθηκε να εκδώσει τους φυγάδες στην Ελλάδα. Πρόθεση της ιταλικής κυβέρνησης ήταν να τους χρησιμοποιήσει ως μέσο εκβιασμού σχετικά με το θέμα των Δωδεκανήσων. Στις 21 Δεκεμβρίου μεταφέρθηκαν στην πρωτεύουσα της Σαρδηνίας, το Κάλιαρι. Εκεί παρέμειναν υπό αστυνομική παρακολούθηση. Ο Μεταξάς όντας μασόνος[iv] ζήτησε τη βοήθεια της ιταλικής μασονικής στοάς σχετικά με την ασφαλή επιστροφή τους στην πατρίδα και έλαβε ικανοποιητικές εγγυήσεις.[2] Ύστερα από πιέσεις τον μασόνων στον υπουργό των εξωτερικών Tittoni, η ιταλική κυβέρνηση επέτρεψε στους φυγάδες να εγκατασταθούν σε μια από τις παρακάτω πόλεις: Την Περούτζια, τη Σιένα ή τη Λούκκα. Τελικά ο Μεταξάς με την οικογένεια του, η οποία είχε φύγει από τη Γαλλία, εγκαταστάθηκε στη Σιένα. Εκεί παρέμεινε για έναν περίπου χρόνο. Εν τω μεταξύ στις 7 Νοεμβρίου ξεκίνησε η δίκη του πρώην γενικού επιτελείου. Ο Μεταξάς και ο Βίκτωρ Δούσμανης κατηγορήθηκαν για εσχάτη προδοσία. Το αποτέλεσμα ήταν να καταδικαστεί στις 14 Φεβρουαρίου του 1920 με απόφαση του ειδικού στρατοδικείου σε θάνατο. Τον Μάιο του 1920 οι τρεις εξόριστοι έπαψαν να θεωρούνται κρατούμενοι των συμμάχων. Στις 27 Σεπτεμβρίου του ίδιου χρόνου ο Μεταξάς με την οικογένειά του μετακόμισαν στη Φλωρεντία. Κατά τη διάρκεια της διαμονής του στην Ιταλία είχε τακτική αλληλογραφία με τη βασιλική οικογένεια και ιδιαίτερα με τη βασίλισσα Σοφία και τον πρίγκηπα Ανδρέα.
Πολιτική καριέρα
Ύστερα από την επιστροφή των βασιλικών στην εξουσία, ο Μεταξάς αποφάσισε να κάνει ένα σύντομο ταξίδι για να επισκεφθεί μερικούς φίλους. Στην Αθήνα συναντήθηκε με τον υπουργό στρατιωτικών Γούναρη, με τον πρωθυπουργό Ράλλη, με τον πρώην πρωθυπουργό Σκουλούδη, τον φίλο του Ξενοφώντα Στρατηγό, τον πρώην πρωθυπουργό Στέφανο Δραγούμη, ενώ επισκέφθηκε και τον τάφο του δολοφονημένου πολιτικού Ίωνα Δραγούμη. Ύστερα από αυτές τις συναντήσεις αναχώρησε από την Αθήνα για την Κεφαλλονιά με σκοπό να επισκεφθεί τα πάτρια εδάφη. Στο λιμάνι της Σάμης έτυχε μεγάλης υποδοχής από τους κατοίκους του νησιού αλλά και τους επίστρατους. Στις 30 Νοεμβρίου του 1920 επισκέφθηκε το Αργοστόλι, όπου η πόλη είχε ετοιμάσει ενθουσιώδη υποδοχή. Τις επόμενες μέρες πραγματοποίησε επισκέψεις στα γύρω χωριά και στην Ιθάκη. Πριν αναχωρήσει από την Κεφαλλονιά ίδρυσε τον «Πολιτικό Λαϊκό Σύλλογο» που σκοπό είχε την επίβλεψη των βουλευτών του νησιού.
Τις επόμενες μέρες η οικογένεια Μεταξά έφυγε από την πόλη των Μεδίκων και εγκαταστάθηκε στο Φάληρο. Στις 25 Μαρτίου του 1921 ο υπουργός Οικονομικών Πρωτοπαπαδάκης κάλεσε τον Μεταξά σπίτι του. Στη συνάντηση παρευρισκόταν ο υπουργός στρατιωτικών Νικόλαος Θεοτόκης, ο πρωθυπουργός Γούναρης και ο συνταγματάρχης και συμφοιτητής του Μεταξά, Αθανάσιος Εξαδάκτυλος. Στην αρχή, αφού συζήτησαν τα περί Μικρασιατικής εκστρατείας, του πρότειναν τη θέση του στρατιωτικού συμβούλου του Αντιστράτηγου. Μετά την άρνηση του Μεταξά, ο Πρωτοπαπαδάκης δε δίστασε να του προσφέρει την ίδια την θέση του Αντιστράτηγου της Μικράς Ασίας. Παρόλα αυτά ο Μεταξάς αρνήθηκε λέγοντας ότι οποιαδήποτε επιχείρηση εναντίον της Τουρκίας ήταν καταδικασμένη σε ήττα. Αξίζει να σημειωθεί ότι το 1914 είχε καταθέσει υπόμνημα στο Γενικό Επιτελείο, όπου προεξοφλούσε την ήττα του ελληνικού στρατού σε περίπτωση επέμβασης στη Μικρά Ασία. Ακολούθησε και δεύτερη συνάντηση στις 29 Μαρτίου χωρίς αποτέλεσμα.
Τελικά, η μικρασιατική εκστρατεία κατέληξε στην ολική καταστροφή του ελληνισμού στην Μικρά Ασία. Στις 14 Σεπτεμβρίου του 1922 ο Βασιλιάς τον κάλεσε στα ανάκτορα στο Τατόι. Ο Κωνσταντίνος ζήτησε από τον Μεταξά να συντάξει την επιστολή παραίτησής του προς τον ελληνικό λαό. Η κατάσταση ήταν και για τον ίδιο ανησυχητική, γιατί δεχόταν συνεχώς απειλές για τη ζωή του.
Στις 12 Οκτωβρίου του 1922 ίδρυσε το κόμμα των Ελευθεροφρόνων, το οποίο παρουσιάστηκε ως τρίτη λύση μεταξύ Βενιζελικών και Αντι-Βενιζελικών. Το κόμμα του δε βρήκε την ανταπόκριση που προσδοκούσε, με αποτέλεσμα να απογοητευτεί και να συμμετάσχει στο φιλομοναρχικό Κίνημα Λεοναρδόπουλου-Γαργαλίδη των Λεοναρδόπουλου και Γαργαλίδη. Έτσι τα μεσάνυχτα της 21 Οκτωβρίου του 1923 ξέσπασε η επανάσταση εναντίον της τότε στρατιωτικής κυβέρνησης. Το κίνημα των στρατιωτικών το καθοδηγούσε παρασκηνιακά ο Ιωάννης Μεταξάς, ο οποίος φοβόταν ότι οι επικείμενες εκλογές θα οδηγούσαν σε αβασίλευτο καθεστώς. Στην αρχή φάνηκε ότι υπερείχαν, αφού είχαν καταληφθεί όλες οι πόλεις εκτός από την Αθήνα, αλλά ύστερα από τις συντονισμένες προσπάθειες των Κονδύλη και Πάγκαλου κατάφεραν να τους περιορίσουν στην Κόρινθο. Τελικά η επανάσταση έληξε άδοξα στις 28 Οκτωβρίου. Ο Μεταξάς κατάφερε να δραπετεύσει αμέσως μετά από την καταστολή του κινήματος με νορβηγικό πλοίο από την Πάτρα με προορισμό την Ιταλία.
Το 1924 θα επιστρέψει στην Ελλάδα και θα αποδεχθεί την νέα πολιτική σκηνή. Η κατάσταση που συνάντησε ήταν πραγματικά δραματική, αφού το κόμμα του είχε διαλυθεί και λεηλατηθεί από τους Βενιζελικούς. «Κατεστράφη το κόμμα μου» γράφει χαρακτηριστικά ο Μεταξάς στο ημερολόγιό του. Στο δημοψήφισμα του 1924 για την αβασίλευτη δημοκρατία, ο Μεταξάς και ο Τσαλδάρης θα εκπροσωπήσουν τον Βασιλικό κόσμο. Προκειμένου να ανασυγκροτήσει το πολιτικό του κόμμα, ξεκινάει περιοδείες σε όλες τις μεγάλες πόλεις της Μακεδονίας και της Θράκης. Με τη δικτατορία Πάγκαλου φυλακίζεται και εκτοπίζεται. Επιστρέφει όμως στις εκλογές της 11ης Νοεμβρίου του 1926, όπου συγκεντρώνει 151.044 ψήφους και καταλαμβάνει 51 έδρες από τις 286. Έτσι στις 4 Δεκεμβρίου διορίζεται υπουργός Συγκοινωνίας στην κυβέρνηση Ζαΐμη. Το Φεβρουάριο όμως του 1928 πολλά μέλη του κόμματος αποχωρούν με αποτέλεσμα να χάσει την εκλογική του δύναμη. Έτσι στις γερουσιαστικές εκλογές του 1929 οι Ελευθερόφρονες θα αποσπάσουν μόνο 22.518 ψήφους και θα αναδείξουν δύο γερουσιαστές. Το ίδιο περίπου θα συμβεί και στις βουλευτικές εκλογές του 1932, όπου το κόμμα των Ελευθεροφρόνων θα συγκεντρώσει 18.591 ψήφους και θα καταλάβει τρεις έδρες. Παρόλα αυτά θα καταφέρει να συμμετάσχει στην κυβέρνηση Τσαλδάρη, αναλαμβάνοντας τη θέση του υπουργού Εσωτερικών.[3] Το 1935 το κόμμα του αναδεικνύει επτά βουλευτές, με 152.285 ψήφους, ενώ το 1936 κατέλαβε πάλι επτά έδρες, με 50.137 ψήφους. Η απελπισία του ήταν έκδηλη. Στο ημερολόγιο του έγραψε: «Εκλογαί. Από χθες είχα την διαίσθησιν της αποτυχίας. Ερημιά σπιτιού. Κέντρον, χαλαρότης, μόνον οι πιστοί Κεφαλλήνες. Καμία εκδήλωσις έξω. Σήμερον επίσης, παρ' όλας τας ελπίδας οικείων και φίλων. Νύκτα εξεδηλώθη πλήρως η αποτυχία. Παντού. Εξαιρέσεις Ηλείας και Μεσσηνίας και εκεί μόνον κάτι. Εις Κεφαλληνίαν η επιτυχία όχι πλήρης. Εις Αθήνας η αποτυχία οικτρά. Συμπέρασμα, ο αντιβενιζελισμός δεν με θέλει, με απέβαλεν εκ του μέσου του. Καλλίτερα». Όλα έδειχναν ότι η πολιτική σταδιοδρομία του Μεταξά έφτανε στο τέλος της.