α) Μια αρχαία πρακτική, που επιδιώκει αφενός τη μετατροπή των αγενών μετάλλων σε χρυσό ή ασήμι και αφετέρου την παρασκευή κάποιου ελιξήριου για θεραπεία και παράταση της ζωής. β) Μια μυστική φιλοσοφία με θρησκευτικές διαστάσεις, που επιδιώκει την τελειοποίηση του ανθρώπου και την κατάκτηση της απόλυτης σοφίας και της αθανασίας. Στην περίπτωση αυτή έχουμε να κάνουμε με την αποκαλούμενη Εσωτερική Αλχημεία.
Ετυμολογία
Η λέξη alchemy (αλχημεία) θεωρείται ότι προέρχεται από το παλαιό γαλλικό
alquimie, το alquimie από το μεσαιωνικό λατινικό alchimia και το
alchimia από το αραβικό al-kimia. Ο όρος al-kimia είναι από το αρχαίο
ελληνικό chemeia (χημεία) με την προσθήκη του αραβικού οριστικού άρθρου
al - . Με τη σειρά της, η αρχαία ελληνική λέξη chemeia (χημεία)
θεωρείται ότι προήλθε από τη λέξη "Chemia" (Χημία), μια έκδοση της
αιγυπτιακής ονομασίας για την Αίγυπτο, η οποία βασίστηκε στην αρχαία αιγυπτιακή λέξη kēme (ιερογλυφικό Khmi, η μαύρη γη, σε αντιδιαστολή με την άμμο της ερήμου).Μερικοί έχουν τη γνώμη ότι η αρχαία ελληνική λέξη chemeia (χημεία) προήλθε αρχικά από το chumeia (χυμεία) που σημαίνει «μίγμα» και αναφέρεται στη φαρμακευτική χημεία. Στην Κίνα εμφανίζεται πάλι η ελληνική λέξη αλχημεία ως «k-im-iya» και σημαίνει «ο φυτικός χυμός από μέταλλο», πράγμα που υπονοεί την απόσταξη του υδραργύρου από τα μέταλλα. Στην ινδική γλώσσα η λέξη αλχημεία μεταφράζεται ως "rasayana", σημαίνει «το όχημα του υδραργύρου» ή το «σπέρμα του Σίβα» και υπονοείται πάλι ο υδράργυρος.
Επιπλέον, υπάρχει η άποψη ότι προέλευση της λέξης αλχημεία συνδέεται με την ελληνική φράση «Αρχή Μία» του Αριστοτέλη, τον οποίο οι αλχημιστές του μεσαίωνα θεωρούσαν ως πρώτο και μέγιστο αλχημιστή. Ο Αριστοτέλης υποστήριζε την ιδέα της «Μίας Αρχής», δηλαδή του αρχικού στοιχείου από το οποίο προέρχονται όλα τα δημιουργήματα του σύμπαντος. Αυτή η «Μία Αρχή», την οποία επί αιώνες αναζητούσαν οι αλχημιστές, είναι πιθανά και η ρίζα της λέξης αλχημεία: Μία Αρχή > Αρχή Μία > Αρχημία > Αλχημία > Αλχημεία.
Το ζήτημα της ετυμολογίας της λέξης αλχημεία παραμένει ακόμα ανοικτό, ενώ πρόσφατη έρευνα υποδεικνύει ότι το αιγυπτιακό παράγωγο της λέξης είναι πιθανόν έγκυρο.
Η Αλχημεία ως φιλοσοφικό και πνευματικό σύστημα
Η Αλχημεία έγινε γνωστή κατά το 16ο αιώνα ως τέχνη της σπαγειρίας
(spagyric art), όρος που προέρχεται από την ελληνική γλώσσα και έχει την
έννοια του «διαχωρίζω και ενώνω». Ο όρος αυτός πιθανώς να προήλθε από
τον Παράκελσο
και μπορεί να συγκριθεί με το παλαιό λατινικό γνωμικό της Αλχημείας
«Solve et Coagula», που σημαίνει «διαχωρίστε και ενώστε» ή «διαλύστε και
συμπυκνώστε». Με τον όρο «spagyric» είναι επιπλέον γνωστή η λιγότερο
διαδεδομένη Φυτική Αλχημεία.Η Αλχημεία αναπτύχθηκε στην Ιαπωνία, στην Κορέα, στην Κίνα, στην Ινδία, στην αρχαία Αίγυπτο, στην Περσία (σημερινό Ιράν), στη Μεσοποταμία (τμήμα του σημερινού Ιράκ), καθώς και στον κλασσικό ελληνορωμαϊκό κόσμο, στον μεσαιωνικό ισλαμικό κόσμο και αργότερα στη μεσαιωνική Ευρώπη, έως και τον 20ο αιώνα, σε ένα σύνθετο δίκτυο σχολών και φιλοσοφικών συστημάτων με ζωή τουλάχιστον 2.500 ετών.
Οι πιο γνωστοί στόχοι των αλχημιστών ήταν η μεταστοιχείωση των κοινών μετάλλων σε χρυσό (Χρυσοποιία/Chrysopoiía) ή ασήμι (Αργυροποιία/Argyropoiía), η δημιουργία μιας «πανάκειας» ή «ελιξήριο της ζωής» (θεραπευτικό μέσο που θεωρούνταν ότι μπορούσε να θεραπεύει όλες τις ασθένειες και να παρατείνει τη ζωή επ’ αόριστον) και η ανακάλυψη ενός «συμπαντικού διαλύτη». Παρόλο που αυτοί δεν ήταν οι μοναδικοί σκοποί της Αλχημείας είναι οι πλέον τεκμηριωμένοι και διαδεδομένοι. Αναφορικά με τη μεταστοιχείωση των μετάλλων, ορισμένες ερμητικές σχολές υποστηρίζουν ότι η μετατροπή του μολύβδου σε χρυσό αντιστοιχεί στη μεταστοιχείωση του φυσικού σώματος σε πνεύμα, με σκοπό την επίτευξη της αθανασίας. Στον αλχημικό συμβολισμό το φυσικό σώμα συνδέεται με τον Κρόνο και το μόλυβδο ενώ το πνεύμα με τον Ήλιο και το χρυσό. Η όλη διαδικασία παραπέμπει στην Εσωτερική Αλχημεία.
Ξεκινώντας από το Μεσαίωνα, εποχή μεγάλης άνθησης για την Αλχημεία, οι Πέρσες και οι Ευρωπαίοι αλχημιστές αφιερώθηκαν στην αναζήτηση της Φιλοσοφικής Λίθου, μιας θρυλικής ουσίας που θεωρήθηκε ως απαραίτητο συστατικό για την επίτευξη των παραπάνω στόχων.
Πέρα από τη μεγάλη άνθιση και διάδοσή της η Αλχημεία δέχτηκε και πολλά πλήγματα. Ο πάπας Ιωάννης ΧΧΙΙ εξέδωσε διάταγμα εναντίον της, οι Κιστερκιανοί (Cistercians) απαγόρευσαν την εξάσκησή της μεταξύ των μελών τους, ο Ερρίκος IV της Αγγλίας απαγόρευσε την πρακτική της (1403), ενώ στα τέλη του 14ου αιώνα ο Piers Ploughman και ο Chaucer περιέγραφαν τους αλχημιστές με ελάχιστα κολακευτικές εικόνες. Αντίθετα, στα τέλη του 16ου αιώνα ο Μέγας Ρωμαίος Αυτοκράτορας Ροδόλφος ΙΙ υποστήριξε το έργο πολλών αλχημιστών στην αυλή του στην Πράγα.
Είναι κοινά αποδεκτό ότι την περίοδο εκείνη οι αλχημιστές συνέβαλαν σε πολλές πρακτικές ανακαλύψεις που αφορούσαν: ανάλυση και καθαρισμό ορυκτών, μεταλλουργία, παραγωγή πυρίτιδας, μελάνι, χρωστικές ουσίες, χρώματα, καλλυντικά, επεξεργασία δέρματος, κεραμικά, κατασκευή γυαλιού, παρασκευή αποσταγμάτων, υγρά (η παρασκευή του aqua vitae - το «ύδωρ της ζωής» - ήταν ένα αρκετά δημοφιλές «πείραμα» μεταξύ των ευρωπαίων αλχημιστών) κτλ. Τέλος, οι αλχημιστές πρόσφεραν στη Δυτική Ευρώπη τη μέθοδο της απόσταξης.
Η διπλή καταγωγή της Αλχημείας αφενός από την ελληνική φιλοσοφία και αφετέρου από την τεχνολογία της Αιγύπτου και της Μεσοποταμίας θέτει εξαρχής μια διπλή προσέγγιση: την τεχνολογική-πρακτική, την οποία η Μαρί Λουίζ φον Φραντζ αποκαλεί εξωστρεφή, και την απόκρυφη-στοχαστική-ψυχολογική, την οποία η ίδια ερευνήτρια ονομάζει εσωστρεφή. Οι δύο αυτές όψεις της Αλχημείας δεν αλληλοαναιρούνται, απεναντίας είναι συμπληρωματικές. Άλλωστε η Αλχημεία, όπως και κάθε διαλογιστικό έργο, έχει μια βαθύτερη-απόκρυφη-πνευματική διάσταση, η οποία έχει ανάγκη να προσφέρει έργο υπηρεσίας για την ευημερία της κοινωνίας, μέσα από πρακτικές εφαρμογές.
Είναι μάλιστα καταγεγραμμένο ότι αρκετοί από τους πρώτους αλχημιστές, όπως ο Ζώσιμος ο Πανοπολίτης, προσέγγιζαν την Αλχημεία ως πνευματική επιστήμη, στην οποία χρησιμοποιούσαν σύμβολα, μύθους και αλληγορίες για να περιγράψουν πνευματικές καταστάσεις και μεταμορφώσεις της ζωής γενικότερα. Υπό αυτή την έννοια οι διάφοροι «Αλχημικοί Τύποι» που χρησιμοποιούσαν στο Μεγάλο Έργο τους αποτελούσαν αλληγορικά-αρχετυπικά σύμβολα. Τα σύμβολα αυτά ενεργοποιούσαν ή ενίσχυαν λειτουργίες αναγέννησης μέσα στην ψυχή της Φύσης και του ανθρώπου· την ίδια στιγμή συνιστούσαν ένα είδος προστατευτικού καλύμματος, που έκρυβε την αληθινή πνευματική φιλοσοφία των αλχημιστών είτε από τους αμύητους, είτε από τους διώκτες της, όπως εκείνους της μεσαιωνικής Χριστιανικής Εκκλησίας∙ στην τελευταία αυτή περίπτωση οι αλχημιστές διέτρεχαν τον κίνδυνο να οδηγηθούν στον «πάσσαλο και τον τροχό» της Ιεράς Εξέτασης με την κατηγορία της αίρεσης.
Ο Παράκελσος, μάλιστα, στο έργο του «Αλχημική Κατήχηση» (Alchemical Catechism) δηλώνει με σαφήνεια ότι ο τρόπος με τον οποίο χρησιμοποιούσε τα μέταλλα ήταν συμβολικός: «όταν οι φιλόσοφοι μιλούν για το χρυσό και το ασήμι, από τα οποία αντλούν την ουσία τους, εμείς πιστεύουμε ότι αναφέρονται στα ευτελή-κοινά υλικά. Σε καμία όμως περίπτωση δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο, καθώς ο χρυσός και το ασήμι ως κοινά υλικά είναι νεκρά, ενώ εκείνα των Φιλοσόφων (Φιλοσοφικός Χρυσός, Φιλοσοφικός Άργυρος) είναι πλήρη ζωής».
Έτσι, η μεταστοιχείωση των κοινών μετάλλων σε χρυσό συμβόλιζε τη μετάβαση από μια ατελή, ασθενή, φθαρτή και εφήμερη κατάσταση σε μία τέλεια, υγιή, αδιάφθορη και αιώνια, ενώ η Φιλοσοφική Λίθος αποτελούσε το απόκρυφο κλειδί που θα καθιστούσε δυνατή ετούτη την επίτευξη. Η μεταστοιχείωση αυτή επενεργούσε και στην ψυχή του ίδιου του αλχημιστή, συμβολίζοντας την εξέλιξή του από την άγνοια στη διαφώτιση, ενώ η Λίθος αντιπροσώπευε μια κρυμμένη πνευματική αλήθεια ή δύναμη που θα οδηγούσε στο σκοπό αυτό.
Στα κείμενα που είναι γραμμένα με βάση αυτή την ιδέα, τα αινιγματικά αλχημικά σύμβολα, τα διαγράμματα, καθώς και τα κλασσικά διανθίσματα των αλχημικών εργασιών περιέχουν πολλαπλά επίπεδα νοημάτων, αλληγορίες και αναφορές. Ως εκ τούτου πρέπει με κόπο να «αποκωδικοποιηθούν» προκειμένου να αποκαλυφθεί η αληθινή έννοιά τους.
Αλχημεία και ψυχολογία
Ενίοτε ο αλχημικός συμβολισμός έχει χρησιμοποιηθεί από ψυχολόγους και φιλοσόφους. Σημαντικότατη υπήρξε η συμβολή του Καρλ Γκούσταβ Γιουνγκ,
ο οποίος επανεξετάζοντας τις απόψεις και το συμβολισμό των αλχημιστών
ξεκίνησε μια έρευνα σχετικά με την εσωτερική έννοια του αλχημικού έργου
ως πνευματική πορεία. Από αυτή την άποψη ο Γιουνγκ θεωρεί ότι η Αλχημεία
θα μπορούσε να συγκριθεί με μια μορφή Γιόγκας που βρίσκεται πιο κοντά στο δυτικό τρόπο σκέψης παρά στις φιλοσοφίες και τις θρησκείες της Ανατολής. Ο Γιουνγκ είδε την Αλχημεία ως μία πρωτο-ψυχολογία, που είχε άμεση σχέση με την εξελικτική πορεία που ακολουθεί ο σύγχρονος δυτικός άνθρωπος, προκειμένου να οδηγηθεί στην επίτευξη της εξατομίκευσής του. Η πρακτικές της Αλχημείας έδειξαν στο Jung ότι είχαν τη δυνατότητα να αλλάζουν τη σκέψη και το πνεύμα του αλχημιστή. Επιπλέον, ο ίδιος ο Jung διαπίστωσε και μια αντίστροφη λειτουργία: ορισμένες αυθόρμητες αλλαγές που συμβαίνουν κάποτε στη σκέψη των ανθρώπων (αλλαγές που συνδέονται με κάποια σημαντική εξελικτική φάση στην πορεία της εξατομίκευσής τους) είναι δυνατόν να προκαλέσουν την εκδήλωση φανταστικών εικόνων στον ψυχικό τους κόσμο. Ο Jung διαπίστωσε ότι οι εικόνες αυτές είναι παρόμοιες με εκείνες που συναντάμε στην Αλχημεία και σχετίζονται κάθε φορά με την εσωτερική-ψυχολογική κατάσταση στην οποία βρίσκεται το άτομο. Επιπλέον ο Jung, βασισμένος στους όρους της Αναλυτικής Ψυχολογίας του, ασχολήθηκε συστηματικά με την ερμηνεία κινέζικων αλχημικών κειμένων· μέσα από αυτή τη διαδικασία εκπλήρωσε ένα έργο στο οποίο συγκρίνει αλχημικές παραστάσεις, αλλά και ουσιώδη νοήματα, Ανατολής και Δύσης, και ανιχνεύει τις πιθανές εσωτερικές πηγές τους (αρχέτυπα). Μέσα από τις εργασίες του, η αλχημική φιλοσοφία, τα σύμβολα και οι μέθοδοι έλαβαν μια δυνατότητα αναγέννησης μέσα στη σύγχρονη εποχή. Η φον Φραντζ, μαθήτρια του, συνέχισε τις μελέτες του επάνω στην Αλχημεία και την ψυχολογική σημασία της.
Η αλχημεία ιστορικά
Η Αλχημεία συμπεριλαμβάνει διάφορες φιλοσοφικές παραδόσεις, καλύπτοντας
μια χρονική περίοδο τεσσάρων χιλιετιών καθώς και τρεις ηπείρους. Η
γενική τάση αυτών των παραδόσεων προς μια αινιγματική και συμβολική
γλώσσα, καθιστά δύσκολο το έργο της εξιχνίασης των αμοιβαίων επιρροών
και των κληρονομικών τους σχέσεων. Μέσα από την αποκρυπτογράφηση της ακατάληπτης ερμητικής γλώσσας των αλχημιστών, οι ιστορικοί αρχίζουν να αντιλαμβάνονται όλο και περισσότερο την πνευματική σύνδεση που υπάρχει ανάμεσα στην αλχημική μέθοδο και σε άλλες όψεις της πολιτισμικής ιστορίας της Δύσης. Ανάμεσα σε αυτές τις όψεις μπορούμε να αναφέρουμε την Καββάλα (kabbalism), τον Ροδοσταυρισμό (Rosicrucianism), τον πνευματισμό (spiritualism), τη μαγεία (witchcraft) γενικότερα και την κρυπτογραφία (cryptography). Επιπλέον, μπορούμε να συμπεριλάβουμε τις εξελισσόμενες επιστήμες, τη Φιλοσοφία, την Κοινωνιολογία και την Ψυχολογία, τομείς που συναντάμε στις σύγχρονες κοινωνίες της διανόησης. Η Αλχημεία μπορεί να θεωρηθεί ως η επιστήμη που εμβαθύνει στην κατανόηση, την αποδόμηση και την ανασυγκρότηση της ύλης, παρόλο που συχνά περιορίζεται από πολλούς στο να εκλαμβάνεται ως προσπάθεια μετατροπής των κοινών μετάλλων σε χρυσό.
Σύμφωνα με τη φον Φραντζ, αφετηρία της Αλχημείας στάθηκε η μεταλλουργία και η ταρίχευση της Αιγύπτου, η τεχνολογία και η αστρολογία της Μεσοποταμίας, καθώς και η φιλοσοφία των ελλήνων προ-σωκρατικών, όπως ο Εμπεδοκλής, ο Θαλής ο Μιλήσιος και ο Ηράκλειτος.
Οι απαρχές της δυτικής Αλχημείας ανιχνεύονται πίσω στην αρχαία Αίγυπτο. Ο πάπυρος Χ του Λάιντεν και ο πάπυρος της Στοκχόλμης, μαζί με τους ελληνικούς μαγικούς παπύρους αποτελούν το πρώτο «βιβλίο» στην Αλχημεία. Οι φιλόσοφοι της Βαβυλώνας, της Ελλάδας και της Ινδίας ανέπτυξαν τη θεωρία της ύπαρξης των τεσσάρων θεμελιωδών στοιχείων Γη, Φωτιά, Νερό και Αέρας, μια χρήσιμη αναλογία των οποίων βρίσκεται στις τέσσερις καταστάσεις της ύλης.
Οι Έλληνες φιλόσοφοι προκειμένου να αποδείξουν την άποψή τους, έκαψαν ένα κούτσουρο. Το κούτσουρο ήταν η γη, οι φλόγες που έκαιγαν η φωτιά, ο καπνός που απελευθερωνόταν ο αέρας και η αιθάλη που σιγόκαιγε στη βάση το νερό που έβραζε. Η πεποίθηση ότι τα τέσσερα αυτά «στοιχεία» βρίσκονταν στην καρδιά όλων των πραγμάτων γρήγορα διαδόθηκε, ενώ αρκετά αργότερα, κατά το Μεσαίωνα, διατυπώθηκε από τον ισλαμιστή αλχημιστή Τζαμπίρ Ιμπν Χαγιάν (Jābir ibn Hayyān) η θεωρία των επτά στοιχείων (με τον προσδιορισμό του θείου και του υδραργύρου ως στοιχεία)· η θεωρία του αντικαταστάθηκε κατά τη διάρκεια της πρώιμης σύγχρονης περιόδου από εκείνη των χημικών στοιχείων.
Κατά τον 8ο αιώνα, ο Τζαμπίρ Ιμπν Χαγιάν, (γνωστός επίσης στην Ευρώπη ως Γκέμπερ) εισήγαγε μια συστηματική και πειραματική προσέγγιση στην επιστημονική έρευνα βασισμένη στο εργαστήριο, σε αντίθεση με τους αρχαίους Έλληνες και Αιγύπτιους αλχημιστές, οι εργασίες των οποίων ήταν κυρίως αλληγορικές. Μέσα από το έργο του η Αλχημεία άρχισε να γίνεται σαφέστερη. Μεταξύ των διάσημων αλχημιστών συμπεριλαμβάνονται οι Rhazes, Αβικέννας και Ιμάντ ουλ-ντιν (Imad ul-din) στην Περσική Αλχημεία, ο Γουέι Μπογιάνγκ (Wei Boyang) στην Κινεζική Αλχημεία, ο Ναγκαρτχούνα (Nagarjuna) στην Ινδική Αλχημεία, ο Μέγας Αλβέρτος (Albertus Magnus) και ο ψευδο-Γκέμπερ (Pseudo-Geber) στην Ευρωπαϊκή Αλχημεία.
Αξίζει να σημειωθεί η συνεισφορά ενός ανώνυμου συγγραφέα στον οποίο οφείλεται το βιβλίο Mutus Liber, που δημοσιεύτηκε στη Γαλλία στα τέλη του 17ου αιώνα. Το βιβλίο αυτό, που ήταν «άνευ λέξεων», περιείχε μια σειρά 15 συμβόλων και εικόνων και είχε την αξίωση ενός οδηγού για την παρασκευή της Φιλοσοφικής Λίθου.
Η φιλοσοφική λίθος ήταν ένα «προϊόν» που πίστευαν ότι μπορούσε να ενισχύει την ικανότητα κάποιου στην Αλχημεία και πιθανώς να χαρίσει την αιώνια αθανασία σε αυτόν που τη χρησιμοποιούσε, εάν δεν έπεφτε θύμα καύσης ή πνιγμού· ήταν άλλωστε κοινή πεποίθηση ότι η φωτιά και το νερό ήταν τα δύο σημαντικότερα στοιχεία που συνεργούσαν στη δημιουργία της Λίθου.
Σε αντίθεση με τους Ευρωπαίους αλχημιστές, οι Κινέζοι δεν ήταν προσανατολισμένοι στην παρασκευή της Φιλοσοφικής Λίθου ή τη μετατροπή του μολύβδου σε χρυσό· εκείνοι εστίαζαν περισσότερο σε μια θεραπευτική Αλχημεία, που χρησιμοποιούσε διάφορα «ελιξήρια» και ήταν αφιερωμένη στο κοινό καλό. Κατά τη διάρκεια του Διαφωτισμού τα καθιερωμένα «ελιξήρια» αποτελούσαν ένα ισχυρό θεραπευτικό μέσο για τις ασθένειες και εξυπηρετούσαν υψηλούς σκοπούς. Υπήρξαν όμως και περιπτώσεις όπου αλχημιστές πειραματιζόμενοι με τέτοια «ελιξήρια» έθεταν τη ζωή τους σε κίνδυνο, συχνά με μοιραία αποτελέσματα. Οι Ισλαμιστές επέδειξαν ενδιαφέρον προς την αλχημεία για ποικίλους λόγους, όπως μεταστοιχείωση μετάλλων, θεραπεία και τεχνητή δημιουργία ζωής. Η Περσική Αλχημεία υπήρξε ουσιαστικός πρόδρομος της σύγχρονης επιστημονικής Χημείας.
Γενικότερα, η Αλχημεία έθεσε τις βάσεις της Χημείας ως προς τις μεθόδους, τον εξοπλισμό καθώς και τον προσδιορισμό και τη χρήση πολλών διαδεδομένων υλικών-ουσιών. Πολλά από τα εργαστηριακά μέσα που χρησιμοποιούσαν οι αλχημιστές χρησιμοποιούνται ακόμα και σήμερα. Όμως στη μεσαιωνική Ευρώπη τα μέσα αυτά συνήθως υστερούσαν, με αποτέλεσμα οι αλχημιστές να εργάζονται συχνά κάτω από επισφαλείς συνθήκες και πολλές προσπάθειες μεταστοιχείωσης είχαν αποτύχει.
Παρόλα αυτά μέχρι τον 16ο αιώνα η Αλχημεία θεωρείτο σοβαρή επιστήμη στην Ευρώπη. Ο Ισαάκ Νεύτων αφιέρωσε σημαντικά μεγαλύτερο μέρος των συγγραμμάτων του στη μελέτη της Αλχημείας, παρά στην οπτική ή τη φυσική, για τις οποίες έγινε διάσημος. Άλλοι διαπρεπείς αλχημιστές του Δυτικού κόσμου ήταν οι Ρότζερ Μπέικον, Θωμάς Ακινάτης, Τύχο Μπράχε κ.ά..
Κατά τον 17ο αιώνα έκανε την εμφάνισή του ο Ρόμπερτ Μπόιλ (ενίοτε μας είναι γνωστός ως «πατέρας της Χημείας»). Στο βιβλίο του «Ο Σκεπτικιστής Χημικός» ("The Skeptical Chymist") καταπιάστηκε με τον Παράκελσο και τις παλαιές αριστοτελικές έννοιες των στοιχείων, ενώ μέσα από το ευρύτερο έργο του συνέβαλε τα μέγιστα στη σύνδεση των Σχολαστικών Επιστημών με την Αλχημεία, ως προς τη θεωρία, την πρακτική και το δόγμα. Παρόλα αυτά οι διάφοροι βιογράφοι έδωσαν έμφαση κυρίως στον ρόλο του ως θεμελιωτή της σύγχρονης Χημείας.
Κατά τον 18ο αιώνα, με τη γέννηση της σύγχρονης Χημείας, ξεκίνησε η πτώση της Αλχημείας. Η Χημεία στηρίχθηκε σε ένα νέο μοντέλο του κόσμου που είχε την βάση του στον ορθολογικό υλισμό.
Χρονολόγιο
Ένα συνοπτικό περίγραμμα αναφορικά με την ιστορική πορεία της Αλχημείας είναι το ακόλουθο:- Αιγυπτιακή Αλχημεία [5000 π.Χ. - 400 π.Χ.], αρχή της Αλχημείας
- Ινδική Αλχημεία [1200 π.Χ. - παρόν], σχετική με την ινδική μεταλλουργία, σημαντικός αλχημιστής ήταν ο Nagarjuna
- Ελληνική Αλχημεία [332 π.Χ. - 642 μ.Χ.], μελετήθηκε στη βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας (Πάπυρος της Στοκχόλμης)
- Κινεζική Αλχημεία [142 μ.Χ.], ο Wei Boyang γράφει τη “Συγγένεια των Τριών” (The Kinship of the Three)
- Ισλαμική Αλχημεία [700 - 1400], ο Jābir ibn Hayyān αναπτύσσει την πειραματική μέθοδο για την Αλχημεία κατά τη διάρκεια της χρυσής ισλαμικής εποχής
- Ισλαμική Χημεία [800 - παρόν], οι Alkindus και Avicenna ανασκευάζουν τη μεταστοιχείωση, ο Rhazes ανασκευάζει τα τέσσερα στοιχεία
- Η Ευρωπαϊκή Αλχημεία [1300 - παρόν], ο Άγιος Albertus Magnus στηρίζεται στην Ισλαμική Αλχημεία
- Η Ευρωπαϊκή Χημεία [1661 - παρόν], ο Boyle γράφει το βιβλίο “Ο Σκεπτικιστής Χημικός” (The Sceptical Chymist), ο Lavoisier γράφει το “Στοιχεία της Χημείας” (Traité Élémentaire de Chimie), και ο Dalton δημοσιεύει την Ατομική Θεωρία του.