O Θέογνις ο Μεγαρεύς (αρχ.ελλ. Θέογνις ὁ Μεγαρεύς, fl.[α] ~ 548 - 544 π.Χ.)[1][2] ήταν Έλληνας ελεγειακός ποιητής των αρχαίων χρόνων από τα Μέγαρα της Αττικής. Γόνος αριστοκρατικής οικογένειας, με το όνομά του να σημαίνει «απόγονος θεών»,[3]
τάχθηκε υπέρ της ολιγαρχικής μερίδας των Μεγαρέων σε μια περίοδο
ιδιαίτερα έντονης πολιτικής ρευστότητας για την πόλη. Το έργο του
αντανακλά τις πολιτικές του θέσεις σε συνδυασμό με απόψεις ηθικού
χαρακτήρα για διάφορα θέματα, γεγονός που τον κατατάσσει στους γνωμικούς ποιητές.
Απολάμβανε υψηλής δημοφιλίας στην αρχαιότητα, χάρη στην κομψότητα και
το δυναμισμό που χαρακτήριζε την ποιητική του παραγωγή. Σχετικά με την
προσωπική του ζωή οι γνώσεις μας είναι περιορισμένες. Ωστόσο, ξεχωρίζουν
η σχέση του με μια ανώνυμη γυναίκα, την οποία σκόπευε να νυμφευθεί, και
εκείνη με τον συμπολίτη του Κύρνο, ο οποίος αποτελεί πολλές φορές το
πρόσωπο στο οποίο απευθύνεται με τους στίχους του. Σήμερα ο Θέογνις,
πλάι στους υπολοίπους Έλληνες ποιητές της αρχαϊκής περιόδου, θεωρείται
πρωτοπόρος της ανθρώπινης ποιητικής έκφρασης και είναι ο πρώτος
δημιουργός τον οποίο απασχόλησε ρητά[4][5] η υστεροφημία του.
Ανάλογες δυσκολίες συνοδεύουν και την επιβεβαίωση του τόπου καταγωγής του δημιουργού, με τεκμήρια που προέρχονται από το σώμα του έργου του να τοποθετούνται έναντι - συχνά αντικρουομένων - μαρτυριών τρίτων. Στο Λεξικό της Σούδας αναφέρεται ότι ο Θέογνις καταγόταν από τα Μέγαρα Υβλαία, τη σικελική αποικία της αττικής πόλης, το ιστορικό ίδρυσης της οποίας καταγράφει ο Θουκυδίδης.[9] Την πληροφορία αυτή επιβεβαιώνει και ο Πλάτωνας,[10] ονομάζοντας τον Θέογνι «πολίτη» της αποικίας. Ο Σχολιαστής του προηγουμένου αναφέρει τη διαφωνία του ιστορικου Διδύμου και του Αρποκρατίωνα, οι οποίοι θεωρούσαν τη Δωρική μητρόπολη ως τον τόπο καταγωγής του δημιουργού. Παράλληλα, συμφιλιώνει τις δύο απόψεις, προτείνοντας[11][12] ότι ο ποιητής, όντας προερχόμενος από τα Μέγαρα της Αττικής, επισκέφθηκε την αποικία και ανακηρύχθηκε πολίτης από τους κατοίκους. Η εκδοχή αυτή μοιάζει να συμφωνεί περισσότερο με τον ίδιο το Θέογνι, ο οποίος αναφέρει την επίσκεψή του στη Σικελία ως αποδημία.[13] Εντούτοις, και αυτή η εσωτερική μαρτυρία τείνει να αποδοκιμαστεί από την κρατούσα άποψη εξαιτίας της στήριξής της στους αμφισβητούμενους στίχους που προαναφέρθηκαν (773-788).[14] Η απλή αναφορά του δημιουργού στον εαυτό του όμως ως «Μεγαρέα» τρέπει τους περισσότερους κριτικούς στο να συμφωνήσουν υπέρ της μητρόπολης.[15]
Η ενήλική του ζωή σημαδεύτηκε από τις πολιτικές ανακατατάξεις οι οποίες χαρακτήριζαν τα δημόσια πράγματα στα Μέγαρα του 6ου αιώνα π.Χ. Η ανατροπή του Θεαγένη έφερε στη θέση της τυραννίας μια εναλλαγή δημοκρατικών και ολιγαρχικών καθεστώτων. Όταν η εξουσία περνούσε στα χέρια του δήμου, εφαρμόζονταν μέτρα όπως η παλιντοκία,[17] δηλαδή η διά νόμου επιστροφή των καταβεβλημένων τόκων στους οφειλέτες. Κάποιες φορές μάλιστα, ο αριθμός των εξορίστων ολιγαρχικών ήταν τέτοιος, ώστε να εξασφαλίζει την επάνοδο τους στην πόλη δια της βίας.[18] Ανάμεσα στα θύματα αυτής της ασυδοσίας φαίνεται πως ήταν και ο Θέογνις, σύμφωνα με τα λόγια του οποίου η απώλεια της περιουσίας του τον άφησε σαν σκύλο ο οποίος πετάει τα πάντα από πάνω του για να περάσει ένα ρέμα.[19] Η εξορία του - αριστοκράτη - Θέογνι φαίνεται να εξηγεί και τα ταξίδια του σε Σικελία, Εύβοια και Σπάρτη που απαριθμούνται από τον ίδιο[20] σε προσευχή του προς τον Απόλλωνα. Στο ίδιο αμφισβητούμενο (773-788) απόσπασμα ο ποιητής φαίνεται να έχει επιστρέψει πια στην πόλη του κατά την περίοδο της Περσικής εισβολής.
Περισσότερα στοιχεία μπορεί κανείς να βρει στο έργο του Θέογνι για τον Κύρνο, το γιο του Πολυπάου και ἐρώμενο[22] του ποιητή . Το όνομά του μαζί με το πατρώνυμο (Πολυπαΐδης), συνήθως ως κλητική προσφώνηση, αναφέρεται 76 και 9 φορές, αντίστοιχα, στους στίχους που μας διασώζονται.[23] Νεαρότερος στην ηλικία και κατά πάσα πιθανότητα από ευγενική γενιά, αναφέρεται ότι διατέλεσε θεωρός[24] της πόλης των Μεγάρων, ήτοι ιερός απεσταλμένος σε μαντείο με καθήκον να παραλάβει κάποιο χρησμό. Το τελευταίο υποδεικνύει ότι δεν επρόκειτο για συνήθη παιδεραστική σχέση, κατά τα αρχαιοελληνικά πρότυπα, καθώς ο Κύρνος δεν ήταν έφηβος. Οι διασωθέντες στίχοι αποτελούν το άθροισμα αποσπασμάτων ξεχωριστών έργων του ποιητή. Ως εκ τούτου, η παρουσία του Κύρνου σε διάφορα σημεία υποδεικνύει τον πρωταγωνιστικό του ρόλο στο συνολικό έργο του δημιουργού.
Μέσα σε αυτό το υλικό αναγνωρίστηκαν αποσπάσματα του έργου του Σόλωνα, του Τυρταίου και του Μιμνέρμου, δημιουργώντας αμφιβολίες ως προς την πατρότητα των στίχων σε συνδυασμό με την προφανή ασυνάρτητη δομή του κειμένου. Όσον αφορά τη διαδικασία με την οποία το κείμενο έφτασε το Μεσαίωνα να έχει αυτή τη μορφή, αυτή αποτελεί αντικείμενο εικασίας των κλασικών φιλολόγων, με την κρατούσα άποψη να θέλει ένα κυρίως έργο - εκείνο που απευθύνεται στον Κύρνο - να εμπλουτίστηκε με ανθολογήματα από άλλα έργα του Θέογνι, στα οποία στη συνέχεια εισχώρησαν τμήματα του έργου άλλων ποιητών,[26] όλων προγενεστέρων του 5ου αιώνα π.Χ..[30][31] Η Σούδα αναφέρει τρία έργα του ποιητή: α) Μια ελεγεία με τίτλο "εἰς τοὺς σωθέντας τῶν Συρακουσίων ἐν τῇ πολιορκίᾳ". Το έργο αυτό έχει χαθεί, ενώ δεν είναι γνωστό το ιστορικό γεγονός στο οποίο αναφερόταν. β) Μια συλλογή υπό τίτλο "Γνῶμαι δἰ ἐλεγείας εἰς ἔπη", η οποία αριθμούσε 2800 (,βώ) στίχους. γ) Τέλος, ένα έργο που ονομάζει "Πρὸς Κῦρνον". Η ύπαρξη πολλαπλών έργων την εποχή της συγγραφής της Σούδας ενισχύει την παραπάνω άποψη.
Ένα επίγραμμα υπό το όνομα του Θέογνι σώζεται στην Ανθολογία του Πλανούδη (Anthologia Planudea ex Libro Primo, Plan. 10 στην έκδοση της Ελληνικής Ανθολογίας του Jacobs).[32]
Οι απόπειρες διαχωρισμού των αυθεντικών ελεγειών από παρένθετα αποσπάσματα ξεκινούν με τον Friedrich Gottlieb Welcker[33]
και συνεχίζονται ως σήμερα. Αυτός, προχώρησε στην απόρριψη αποσπασμάτων
ως μη αυθεντικών με βάση ένα σύνολο κριτηρίων που αφορούσαν στο
περιεχόμενο και το ύφος των στίχων της συλλογής.
Το αποτέλεσμα αυτής της διαδικασίας επιλογής ήταν ένα νέο σώμα 880 στίχων. Τα κριτήρια του Welcker έχουν χαρακτηριστεί ως μηχανικά ή/και τυπολατρικά,[34] ωστόσο η δουλειά του αποτελεί σταθμό στη σχετική βιβλιογραφία, με την πλειοψηφία των μεταγενεστέρων συγγραφέων να τοποθετούνται όσον αφορά τη θέση του περί αυθεντικότητας των επιμέρους στίχων της συλλογής.
Ο Martin Litchfield West[35] υποστηρίζει ότι αν και υπάρχει μεγάλη πιθανότητα πολλά ακόμη αποσπάσματα να είναι αυθεντικά, εκείνα που απευθύνονται στον Κύρνο, τα οποία συνιστούν 306 στίχους, είναι λογικά αποδεκτά ως μια γνήσια βασική συλλογή. Σύμφωνα με μια άποψη που βασίζεται στην ερμηνεία ιδίων αποσπασμάτων του ποιητή, το όνομα "Κύρνος" αποτελεί τη "σφραγίδα" με την οποία ο Θέογνις εξασφάλιζε την απόδοση της πατρότητας των δικών του συνθέσεων στον εαυτό του.
Ως αποτέλεσμα των παραπάνω, το συναίσθημα του ποιητή τον οδηγεί στη χρήση ρεαλιστικών εικόνων,[36] πέρα από το σύνηθες επιτηδευμένο ύφος του είδους της ελεγείας. Το ποιητικό ύφος του Θέογνι χαρακτηρίζεται από την ισχύ της έκφρασής του και τη χρήση της απλής καθομιλουμένης χωρίς καμία καλολογική προσθήκη.[37] Η χρήση μεταφορών αποτελεί το δυνατό του σημείο.
Ο ποιητής κακίζει την νέα μορφή διακυβέρνησης, καταγγέλει την ηθική απαξία των απλών πολιτών και υποδεικνύει το ρόλο του χρήματος στη διάβρωση των ηθών. Αυτή η τελευταία πτυχή είναι χρήσιμη αφενός μεν για τη χρονολογική εξακρίβωση της εισαγωγής του χρήματος ως ανταλλακτικού μέσου στην αρχαϊκή εποχή, αφετέρου δε λόγω του ότι ο δημιουργός μας δίνει την οπτική γωνία της έως τότε άρχουσας τάξης των γαιοκτημόνων. Το χρήμα επέφερε το δανεισμό, την είσπραξη τόκου, τη συσσώρευση πλούτου από άκληρους απλούς πολίτες που στη συνέχεια χρησιμοποίησαν τη νεοαποκτηθείσα οικονομική τους δύναμη για να προσχωρήσουν στη νομή της εξουσίας. Σε μια κοινωνία όμως που ο ἐσθλός[38] (αριστοκράτης) σημαίνει "ηθικός και καλός", ενώ ο κακός[39] σημαίνει "ταπεινής καταγωγής", η δημιουργία μεσαίας τάξης δεν μπορεί να συμβεί απρόσκοπτα και ο Θέογνις προσωποποιεί αυτή την αντίδραση. Το αντιθετικό αυτό δίπολο αποτελεί ένα από τα κυριότερα μοτίβα του ποιητή.[40] Παρόμοιες εννοιολογικές συνδέσεις απαντώνται και σε άλλες γλώσσες, αλλά στο Θέογνι αποτελεί τη βάση από την οποία ξεκινά για να εκφωνήσει το δικό του λόγο περί ηθικής. Με τις ελεγείες του, αποτυπώνει το αριστοκρατικό ιδεώδες σχετικά με το «πῶς δεῖ εἴναι» ο άνθρωπος, καθιστώντας το κοινό κτήμα των Ελλήνων της εποχής του, λίγο πριν η κοινωνική του ομάδα τεθεί στο περιθώριο των πολιτικών εξελίξεων. Ο παραινετικός του λόγος που έχει σαφή στόχο τη διδασκαλία του Κύρνου, και κατ' επέκταση του ακροατή ή αναγνώστη, αποτελεί ίδιον των αποκαλουμένων γνωμικών ποιητών, με τον Σόλωνα και τον Τυρταίο[41] να εμπίπτουν επίσης σε αυτή την κατηγορία. Δεν αποκλείεται μάλιστα, εαν ο ποιητής είχε ζήσει έναν αιώνα αργότερα, να είχε επιλέξει τον πεζό λόγο για την έκφραση της σκέψης του.[42] Στη σύγχρονη εποχή φαντάζει ως νομοθέτης,[43] όπως πράγματι υπήρξε ο πρώτος από τους δύο που μόλις αναφέρθηκαν μαζί με τον Σπαρτιάτη Λυκούργο. Όλοι τους σκιαγράφονται ως αποκομμένοι από το πνεύμα της εποχής της πόλης τους, στην οποία προσφέρουν έναν ηθικό κώδικα και ακολουθούν το δρόμο της εκούσιας ή ακούσιας εξορίας.[44]
Η έτερη βασική θεματική του έργου του Θέογνι είναι ο ομοφυλοφιλικός έρωτας. Οι στίχοι του έχουν χαρακτηριστεί[45] ως «το πλέον ουσιώδες γραπτό κείμενο της αγάπης μεταξύ ομοφύλων που σώζεται από τον έκτο αιώνα π.Χ.». Ειδικότερα το δεύτερο βιβλίο (στιχ.1231-1389), είναι αφιερωμένο στον έρωτα και δη τον παιδεραστικό, με τον δημιουργό να εκθέτει όλο το φάσμα των συναισθημάτων του για τον Κύρνο: Από την αγωνία που συνοδεύει την επιθυμία του για εκείνον και την ευθυμία που επέρχεται όταν αυτή ικανοποιηθεί, μέχρι τη ζήλεια μπροστά στην ύπαρξη άλλων προσώπων και τον τελικό συμβιβασμό με την απώλεια. Σε αυτό εμπεριέχονται και οι στίχοι που αντανακλούν το πνεύμα της εποχής[46]:« Το να αγαπάς ένα νεαρό, το να τον έχεις, το να τον χάνεις, όλα είναι καλά. Πιο εύκολο είναι να τον βρεις παρά να τον απολαύσεις. Ατέλειωτη λύπη προκύπτει από αυτό και ατέλειωτη χαρά: Αλλά ακόμα κι έτσι, κάτι το καλό υπάρχει σ'αυτό.»(στιχ. 1369-1372). Οι κριτικοί[47][48] διαχρονικά δίνουν έμφαση στη Δωρική καταγωγή του ποιητή, την οποία συνδέουν με το είδος της σχέσης που αναδύεται από το έργο του, η οποία περιλαμβάνει τόσο ένα αμιγές ερωτικό μέρος, όσο και τη διάσταση της διδασκαλίας και της εκπαίδευσης στις κοινωνικές νόρμες των ενηλίκων. Δεδομένου ότι ο δημιουργός συνιστά το πρώτο μέλος της Δωρικής αριστοκρατίας[49] που απαντάται στα σωζόμενα έργα της αρχαιοελληνικής γραμματείας, το έργο του αποτελεί πολύτιμη πηγή σχετικά με αυτό το είδος σχέσης και την κατανομή των στάσεων απέναντί του εκ μέρους των διαφόρων φύλων και τάξεων που συνέθεταν τον αρχαίο ελληνικό κόσμο.
Η απήχηση των ελεγειών του Θέογνι ήταν τέτοια που έναν αιώνα περίπου μετά το θάνατό του θεωρούνταν ήδη κλασικός,[50] όπως μαρτυρούν οι πολλαπλές παραθέσεις των στίχων του και οι άλλες αναφορές σ'αυτόν κατά τη διάρκεια της ομώνυμης εποχής. Ο Ξενοφώντας[51]
αναφέρει ότι μοναδικό αντικείμενο της ποίησης του ήταν η αρετή και η
κακία των ανθρώπων, οπότε το έργο του συνιστούσε διατριβή πάνω στο θέμα.
Ο Ισοκράτης[52] τον συγκαταλέγει μεταξύ του Ησιόδου και του Φωκυλίδη ως «...άριστο σύμβουλο για τον ανθρώπινο βίο.». Πλάτωνας[53] και Αριστοτέλης[54]
παραθέτουν στίχους του εν μέσω της ανάπτυξης των φιλοσοφικών τους
συλλογισμών. Παράλληλα, είναι γνωστό ότι τα γνωμικά του ποιητή
συμπεριλαμβάνονταν στα βασικά βιβλία των νεαρών Αθηναίων την ίδια
περίοδο.[55][56][57]
Στίχοι του έχουν ανευρεθεί σε τέσσερα, πιθανώς έξι, αθηναϊκά αγγεία -
δηλαδή σε περισσότερα από οποιονδήποτε άλλο ποιητή - ενώ ένα από αυτά,
που χρονολογείται στο μέσο του 6ου αιώνα π.Χ, επαινεί την ομορφιά του.[58] Ωστόσο, εντύπωση προκαλεί η μη συμπερίληψή του στον Κανόνα των Εννέα λυρικών ποιητών που συνέθεσαν οι Αλεξανδρινοί φιλόλογοι,[59] γεγονός που μαρτυρά τη μερική κάθοδό του προς την αφάνεια κατά τη διάρκεια της ελληνιστικής και της ρωμαϊκής εποχής.
Μια αλυσίδα αναφορών διέσωσε το όνομά του έως την ανάπτυξη της τυπογραφίας. Ο ιστορικός Αμμιανός Μαρκελλίνος (~330-μετά το 391 μ.Χ.) αναφέρεται σε αυτόν ως "ο παλιός και σοφός ποιητής". Ο αυτοκράτορας Ιουλιανός,[60] στην απολογία του υπέρ της πολυθεϊστικής θρησκείας διερωτάται αν «..ο σοφώτατος Σολομώντας είναι ίσος του Φωκυλίδη, του Θέογνι ή του Ισοκράτη.». Παρά την ερωτική του ζωή, ο ποιητής παρατίθεται και από τον Κλήμη Αλεξανδρείας,[61] ο οποίος παραλληλίζει τους στίχους 35-36 με τον Ψαλμό 17. Η συγκεκριμένη παραίνεση, μαζί με άλλα σημεία που άπτονται θεμάτων ηθικής ήταν ιδιαίτερα προσφιλής στους Χριστιανούς συγγραφείς, συμπεριλαμβανομένων μορφών όπως ο Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός (329 - 389 μ.Χ). Ο τελευταίος, παραθέτει τους στίχους 643-644,[62][63] επιδοκιμάζοντας τη θέση του ποιητή υπέρ της φιλίας η οποία στηρίζεται στις πράξεις αντί για τη διασκέδαση. Η προαναφερθείσα παράθεσή του από τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη ως πηγή ηθικής διδασκαλίας έχει υποστηριχθεί ότι αποτέλεσε την αιτία που το έργο του διεσώθη στη βυζαντινή εποχή.[64]
Στα νεότερα χρόνια ο Φρειδερίκος Νίτσε ανέπτυξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τον αρχαίο ποιητή, ειδικά αν λάβει κανείς υπόψη ότι η πρώτη του δημοσίευση, ενόσω ήταν ακόμη φοιτητής στη Λειψία, είχε τον τίτλο "Σχετικά με την ιστορία της συλλογής της Θεογνιδείας ανθολογίας",[65] το 1867. Στο βιβλίο του «Η γενεολογία της ηθικής» ο Γερμανός φιλόσοφος αναζητώντας την προέλευση των προτύπων ηθικής στην ιστορία συναντά το αντιθετικό δίπολο εσθλός-κακός που τόσο χαρακτήριζε την αντίληψη του Θέογνι. Πάνω σε αυτό στήριξε την άποψή του ότι το καλό ορίζεται κοινωνικά από τον ισχυρότερο.[66] Λίγα χρόνια νωρίτερα, το 1864, η αποχαιρετιστήρια έκθεσή του για το σχολείο κλασικών σπουδών Πφόρτα είχε επίσης για θέμα τον αρχαίο δημιουργό. Σε ένα σχετικό απόσπασμα, δίνει την εξής περιγραφή [67]:
Βιογραφία
Εντοπισμός στο χώρο και το χρόνο
Η ακριβής χρονολογία γέννησης και θανάτου του Θέογνι είναι δύσκολο να προσδιοριστεί. Το Λεξικό της Σούδας[2] τον αναφέρει ως σύγχρονο του Φωκυλίδη του Μιλησίου. Στα πλαίσια ακαδημαϊκών υποθέσεων έχει προταθεί το έτος 570 π.Χ. ως σημείο αναφοράς για την περίοδο κατά την οποία κρίνεται πιο πιθανή η γέννησή του.[6] Η υπόθεση αυτή λαμβάνει υπόψη της την περίοδο ακμής του ποιητή. Ωστόσο, στο έργο του γίνεται αναφορά στους Περσικούς πολέμους,[7] κατά τη διάρκεια των οποίων, η πρώτη σημαντική σύγκρουση επί ελλαδικού εδάφους δεν έλαβε χώρα πριν το 490 π.Χ. με τη Μάχη του Μαραθώνα. Η κρατούσα άποψη μεταξύ των κλασικών φιλολόγων θέλει το προκείμενο απόσπασμα (773-788) παρένθεση από το έργο κάποιου ανώνυμου ποιητή.[8]Ανάλογες δυσκολίες συνοδεύουν και την επιβεβαίωση του τόπου καταγωγής του δημιουργού, με τεκμήρια που προέρχονται από το σώμα του έργου του να τοποθετούνται έναντι - συχνά αντικρουομένων - μαρτυριών τρίτων. Στο Λεξικό της Σούδας αναφέρεται ότι ο Θέογνις καταγόταν από τα Μέγαρα Υβλαία, τη σικελική αποικία της αττικής πόλης, το ιστορικό ίδρυσης της οποίας καταγράφει ο Θουκυδίδης.[9] Την πληροφορία αυτή επιβεβαιώνει και ο Πλάτωνας,[10] ονομάζοντας τον Θέογνι «πολίτη» της αποικίας. Ο Σχολιαστής του προηγουμένου αναφέρει τη διαφωνία του ιστορικου Διδύμου και του Αρποκρατίωνα, οι οποίοι θεωρούσαν τη Δωρική μητρόπολη ως τον τόπο καταγωγής του δημιουργού. Παράλληλα, συμφιλιώνει τις δύο απόψεις, προτείνοντας[11][12] ότι ο ποιητής, όντας προερχόμενος από τα Μέγαρα της Αττικής, επισκέφθηκε την αποικία και ανακηρύχθηκε πολίτης από τους κατοίκους. Η εκδοχή αυτή μοιάζει να συμφωνεί περισσότερο με τον ίδιο το Θέογνι, ο οποίος αναφέρει την επίσκεψή του στη Σικελία ως αποδημία.[13] Εντούτοις, και αυτή η εσωτερική μαρτυρία τείνει να αποδοκιμαστεί από την κρατούσα άποψη εξαιτίας της στήριξής της στους αμφισβητούμενους στίχους που προαναφέρθηκαν (773-788).[14] Η απλή αναφορά του δημιουργού στον εαυτό του όμως ως «Μεγαρέα» τρέπει τους περισσότερους κριτικούς στο να συμφωνήσουν υπέρ της μητρόπολης.[15]
Ενήλικη δράση
Τα παιδικά χρόνια του Θέογνι, μαζί με πληροφορίες σχετικά με τους συγγενείς και τους προγόνους του, μας είναι άγνωστα. Εξαίρεση αποτελεί το σχόλιο του ιδίου σχετικά με την ανατροφή του, όπου αποκαλύπτει ότι ανήκει στην τάξη των αριστοκρατών και, χάρη σε αυτή του την ιδιότητα, έμαθε ως παιδί να μην αναζητά τιμές, δόξα και πλούτο χρησιμοποιώντας άδικα μέσα.[16]Η ενήλική του ζωή σημαδεύτηκε από τις πολιτικές ανακατατάξεις οι οποίες χαρακτήριζαν τα δημόσια πράγματα στα Μέγαρα του 6ου αιώνα π.Χ. Η ανατροπή του Θεαγένη έφερε στη θέση της τυραννίας μια εναλλαγή δημοκρατικών και ολιγαρχικών καθεστώτων. Όταν η εξουσία περνούσε στα χέρια του δήμου, εφαρμόζονταν μέτρα όπως η παλιντοκία,[17] δηλαδή η διά νόμου επιστροφή των καταβεβλημένων τόκων στους οφειλέτες. Κάποιες φορές μάλιστα, ο αριθμός των εξορίστων ολιγαρχικών ήταν τέτοιος, ώστε να εξασφαλίζει την επάνοδο τους στην πόλη δια της βίας.[18] Ανάμεσα στα θύματα αυτής της ασυδοσίας φαίνεται πως ήταν και ο Θέογνις, σύμφωνα με τα λόγια του οποίου η απώλεια της περιουσίας του τον άφησε σαν σκύλο ο οποίος πετάει τα πάντα από πάνω του για να περάσει ένα ρέμα.[19] Η εξορία του - αριστοκράτη - Θέογνι φαίνεται να εξηγεί και τα ταξίδια του σε Σικελία, Εύβοια και Σπάρτη που απαριθμούνται από τον ίδιο[20] σε προσευχή του προς τον Απόλλωνα. Στο ίδιο αμφισβητούμενο (773-788) απόσπασμα ο ποιητής φαίνεται να έχει επιστρέψει πια στην πόλη του κατά την περίοδο της Περσικής εισβολής.
Προσωπική ζωή
Σε διαφορετικό σημείο,[21] αναφέρεται ο έρωτας του ποιητή για μια γλυκιά γυναίκα νεαρής ηλικίας (παιδὶ τερείνῃ), η οποία δόθηκε από τους γονείς της ως νύφη σε κάποιον άλλο. Ο Θέογνις χρησιμοποιεί μια λυρική σκηνή που υποδηλώνει ότι και οι δύο διατήρησαν τα αισθήματά τους· με εκείνη να θρηνεί για εκείνον καθώς μετέφερε νερό για την οικογένειά της κι αυτόν να την αρπάζει από το χέρι, φιλώντας τη στο λαιμό και κάνοντας να ξεπηδήσει από το στόμα της ένας γλυκός ήχος. Ο αντίζηλος ανήκε σε κατώτερη τάξη από αυτή του ποιητή, όμως αυτό φαίνεται να είχε μικρή σημασία επί δημοκρατικής διακυβέρνησης της πόλης.Περισσότερα στοιχεία μπορεί κανείς να βρει στο έργο του Θέογνι για τον Κύρνο, το γιο του Πολυπάου και ἐρώμενο[22] του ποιητή . Το όνομά του μαζί με το πατρώνυμο (Πολυπαΐδης), συνήθως ως κλητική προσφώνηση, αναφέρεται 76 και 9 φορές, αντίστοιχα, στους στίχους που μας διασώζονται.[23] Νεαρότερος στην ηλικία και κατά πάσα πιθανότητα από ευγενική γενιά, αναφέρεται ότι διατέλεσε θεωρός[24] της πόλης των Μεγάρων, ήτοι ιερός απεσταλμένος σε μαντείο με καθήκον να παραλάβει κάποιο χρησμό. Το τελευταίο υποδεικνύει ότι δεν επρόκειτο για συνήθη παιδεραστική σχέση, κατά τα αρχαιοελληνικά πρότυπα, καθώς ο Κύρνος δεν ήταν έφηβος. Οι διασωθέντες στίχοι αποτελούν το άθροισμα αποσπασμάτων ξεχωριστών έργων του ποιητή. Ως εκ τούτου, η παρουσία του Κύρνου σε διάφορα σημεία υποδεικνύει τον πρωταγωνιστικό του ρόλο στο συνολικό έργο του δημιουργού.
Έργο
Η editio princeps [β] του Θέογνι πραγματοποιήθηκε από τον Άλδο Μανούτιο στη Βενετία το 1495,[25] όπου οι στίχοι του συμπεριλαμβάνονται υπό τον τίτλο των Ειδυλλίων του ποιητή Θεοκρίτου. Το λογοτεχνικό σώμα του δημιουργού, γραμμένο στην ιωνική διάλεκτο, είναι το μοναδικό από τους ποιητές της αρχαϊκής περιόδου το οποίο έφτασε σε ενιαία μορφή ως τις μέρες μας. Στα μεσαιωνικά χειρόγραφα σώζονται εξακόσια ελεγειακά δίστιχα, ενώ ένα από αυτά εμπεριέχει περίπου εκατό επιπλέον υπό τον τίτλο "ἐλεγείων β' ".[26] Η κυριότερη σημερινή συλλογή 1389 στίχων συναρθρώθηκε από τον Augustus Immanuel Bekker από δεκαεπτά μεσαιωνικά χειρόγραφα,[27] εκ των οποίων το παλαιότερο είναι ο Μουτινενειανός Κώδικας(Codex Mutinensis - 9ος αιώνας μ.Χ.). Ο τελευταίος είναι η πηγή του δεύτερου βιβλίου 159 στίχων,[28] οι οποίοι απαριθμούνται σε αυτή την έκδοση από τον στίχο 1231 κι έπειτα. Με δεδομένο ότι σε αυτό εμπεριέχονται ελεγείες κυρίως παιδεραστικού περιεχομένου, πολλές από τις οποίες ξεκινούν με την προσφώνηση "Ὦ παῖ", έχει προταθεί ότι ο διαχωρισμός προέκυψε για προφανείς λόγους στη Βυζαντινή εποχή.[29]Μέσα σε αυτό το υλικό αναγνωρίστηκαν αποσπάσματα του έργου του Σόλωνα, του Τυρταίου και του Μιμνέρμου, δημιουργώντας αμφιβολίες ως προς την πατρότητα των στίχων σε συνδυασμό με την προφανή ασυνάρτητη δομή του κειμένου. Όσον αφορά τη διαδικασία με την οποία το κείμενο έφτασε το Μεσαίωνα να έχει αυτή τη μορφή, αυτή αποτελεί αντικείμενο εικασίας των κλασικών φιλολόγων, με την κρατούσα άποψη να θέλει ένα κυρίως έργο - εκείνο που απευθύνεται στον Κύρνο - να εμπλουτίστηκε με ανθολογήματα από άλλα έργα του Θέογνι, στα οποία στη συνέχεια εισχώρησαν τμήματα του έργου άλλων ποιητών,[26] όλων προγενεστέρων του 5ου αιώνα π.Χ..[30][31] Η Σούδα αναφέρει τρία έργα του ποιητή: α) Μια ελεγεία με τίτλο "εἰς τοὺς σωθέντας τῶν Συρακουσίων ἐν τῇ πολιορκίᾳ". Το έργο αυτό έχει χαθεί, ενώ δεν είναι γνωστό το ιστορικό γεγονός στο οποίο αναφερόταν. β) Μια συλλογή υπό τίτλο "Γνῶμαι δἰ ἐλεγείας εἰς ἔπη", η οποία αριθμούσε 2800 (,βώ) στίχους. γ) Τέλος, ένα έργο που ονομάζει "Πρὸς Κῦρνον". Η ύπαρξη πολλαπλών έργων την εποχή της συγγραφής της Σούδας ενισχύει την παραπάνω άποψη.
Ένα επίγραμμα υπό το όνομα του Θέογνι σώζεται στην Ανθολογία του Πλανούδη (Anthologia Planudea ex Libro Primo, Plan. 10 στην έκδοση της Ελληνικής Ανθολογίας του Jacobs).[32]
Κριτήριο | Λεπτομέρειες | |||
---|---|---|---|---|
Στίχοι | ||||
Σόλων | Τυρταίος | Μίμνερμος | ||
Αποσπάσματά άλλων ποιητών | Αυτά μπορούν να αποδοθούν με ασφάλεια σε άλλους δημιουργούς της αρχαϊκής περιόδου. | 585-590, 227-232, 315-318, 719-728, 1253-1254 | 1003-1006, 933-938 | 1017-1022 |
Παρωδίες | Κωμικοί ποιητές μεταγενεστέρων χρόνων συνήθιζαν να παραμορφώνουν γνωμικά στη συγγραφή των έργων τους. Αποσπάσματα από αυτά μπορεί να αποδόθηκαν στη συνέχεια αναδρομικά στον ποιητή. | |||
Επιγράμματα | Ο συγγραφέας προτείνει ότι αποσπάσματα που αποδίδονται από τον Αθήναιο το Ναυκράτιο στο Θέογνι, χωρίς να υπάρχει επιβεβαίωση από παλαιότερη πηγή, προέρχονται από επιγράμματα της Ελληνιστικής περιόδου, αγνώστου δημιουργού. | |||
Carmina convivalia | Αμφιλεγόμενο Ρωμαϊκό είδος ποίησης το οποίο ακολουθούσε το κρόνιο μέτρο. Για το συγγραφέα, οι συμποτικές ελεγείες του σώματος που αποδίδεται στο Θέογνι συνιστούν μεταγενέστερες επιρροές από ρωμαϊκά άσματα. | |||
Γνωμικά εἲς Πολυπαῖδα | Η απόρριψή τους βασίζεται στην παλαιότερη παρανόηση που ήθελε τον Πολυπαῖδα πρόσωπο διαφορετικό του Κύρνου. Έκτοτε έχει επικρατήσει η άποψη κατά την οποία η λέξη συνιστά το πατρωνυμικό επίθετο Πολυπαῒς. | |||
Amatoria carmina | Έτερο Ρωμαϊκό είδος ερωτικής ποίησης το οποίο γραφόταν σε ελεγειακά δίστιχα. Ο Welcker διατείνεται ότι τα αποσπάσματα που αφορούν στον έρωτα αποτελούν ύστερη προσθήκη. |
Το αποτέλεσμα αυτής της διαδικασίας επιλογής ήταν ένα νέο σώμα 880 στίχων. Τα κριτήρια του Welcker έχουν χαρακτηριστεί ως μηχανικά ή/και τυπολατρικά,[34] ωστόσο η δουλειά του αποτελεί σταθμό στη σχετική βιβλιογραφία, με την πλειοψηφία των μεταγενεστέρων συγγραφέων να τοποθετούνται όσον αφορά τη θέση του περί αυθεντικότητας των επιμέρους στίχων της συλλογής.
Ο Martin Litchfield West[35] υποστηρίζει ότι αν και υπάρχει μεγάλη πιθανότητα πολλά ακόμη αποσπάσματα να είναι αυθεντικά, εκείνα που απευθύνονται στον Κύρνο, τα οποία συνιστούν 306 στίχους, είναι λογικά αποδεκτά ως μια γνήσια βασική συλλογή. Σύμφωνα με μια άποψη που βασίζεται στην ερμηνεία ιδίων αποσπασμάτων του ποιητή, το όνομα "Κύρνος" αποτελεί τη "σφραγίδα" με την οποία ο Θέογνις εξασφάλιζε την απόδοση της πατρότητας των δικών του συνθέσεων στον εαυτό του.
Θέματα
Το κυρίαρχο θέμα που διαπνέει την ποίηση του Θέογνι είναι η σύγκρουση μεταξύ ενός παλιού και ενός νέου τρόπου σκέψης, αντιστοίχων της πάλαι ποτέ κραταιάς ολιγαρχικής τάξης, στην οποία ανήκε, και του νέου στα πολιτικά πράγματα δήμου. Η σύγκρουση αυτή δεν εκλαμβάνεται ως αντικείμενο διανοητικού πολιτικού αναστοχασμού, αλλά γίνεται αντιληπτή στο πλαίσιο της καθημερινής ζωής και πρακτικής. Ο ποιητής δράττεται της ευκαιρίας να παρατηρήσει στη συμπεριφορά των δημοτών την άγνοια του ηθικού κώδικα ο οποίος αποτελεί τη δική του κληρονομιά - ως μέλους της τάξης των ευγενών - ενώ παράλληλα εκφράζει την οργή του για τα τεκταινόμενα στην πόλη του.Ως αποτέλεσμα των παραπάνω, το συναίσθημα του ποιητή τον οδηγεί στη χρήση ρεαλιστικών εικόνων,[36] πέρα από το σύνηθες επιτηδευμένο ύφος του είδους της ελεγείας. Το ποιητικό ύφος του Θέογνι χαρακτηρίζεται από την ισχύ της έκφρασής του και τη χρήση της απλής καθομιλουμένης χωρίς καμία καλολογική προσθήκη.[37] Η χρήση μεταφορών αποτελεί το δυνατό του σημείο.
Ο ποιητής κακίζει την νέα μορφή διακυβέρνησης, καταγγέλει την ηθική απαξία των απλών πολιτών και υποδεικνύει το ρόλο του χρήματος στη διάβρωση των ηθών. Αυτή η τελευταία πτυχή είναι χρήσιμη αφενός μεν για τη χρονολογική εξακρίβωση της εισαγωγής του χρήματος ως ανταλλακτικού μέσου στην αρχαϊκή εποχή, αφετέρου δε λόγω του ότι ο δημιουργός μας δίνει την οπτική γωνία της έως τότε άρχουσας τάξης των γαιοκτημόνων. Το χρήμα επέφερε το δανεισμό, την είσπραξη τόκου, τη συσσώρευση πλούτου από άκληρους απλούς πολίτες που στη συνέχεια χρησιμοποίησαν τη νεοαποκτηθείσα οικονομική τους δύναμη για να προσχωρήσουν στη νομή της εξουσίας. Σε μια κοινωνία όμως που ο ἐσθλός[38] (αριστοκράτης) σημαίνει "ηθικός και καλός", ενώ ο κακός[39] σημαίνει "ταπεινής καταγωγής", η δημιουργία μεσαίας τάξης δεν μπορεί να συμβεί απρόσκοπτα και ο Θέογνις προσωποποιεί αυτή την αντίδραση. Το αντιθετικό αυτό δίπολο αποτελεί ένα από τα κυριότερα μοτίβα του ποιητή.[40] Παρόμοιες εννοιολογικές συνδέσεις απαντώνται και σε άλλες γλώσσες, αλλά στο Θέογνι αποτελεί τη βάση από την οποία ξεκινά για να εκφωνήσει το δικό του λόγο περί ηθικής. Με τις ελεγείες του, αποτυπώνει το αριστοκρατικό ιδεώδες σχετικά με το «πῶς δεῖ εἴναι» ο άνθρωπος, καθιστώντας το κοινό κτήμα των Ελλήνων της εποχής του, λίγο πριν η κοινωνική του ομάδα τεθεί στο περιθώριο των πολιτικών εξελίξεων. Ο παραινετικός του λόγος που έχει σαφή στόχο τη διδασκαλία του Κύρνου, και κατ' επέκταση του ακροατή ή αναγνώστη, αποτελεί ίδιον των αποκαλουμένων γνωμικών ποιητών, με τον Σόλωνα και τον Τυρταίο[41] να εμπίπτουν επίσης σε αυτή την κατηγορία. Δεν αποκλείεται μάλιστα, εαν ο ποιητής είχε ζήσει έναν αιώνα αργότερα, να είχε επιλέξει τον πεζό λόγο για την έκφραση της σκέψης του.[42] Στη σύγχρονη εποχή φαντάζει ως νομοθέτης,[43] όπως πράγματι υπήρξε ο πρώτος από τους δύο που μόλις αναφέρθηκαν μαζί με τον Σπαρτιάτη Λυκούργο. Όλοι τους σκιαγράφονται ως αποκομμένοι από το πνεύμα της εποχής της πόλης τους, στην οποία προσφέρουν έναν ηθικό κώδικα και ακολουθούν το δρόμο της εκούσιας ή ακούσιας εξορίας.[44]
Η έτερη βασική θεματική του έργου του Θέογνι είναι ο ομοφυλοφιλικός έρωτας. Οι στίχοι του έχουν χαρακτηριστεί[45] ως «το πλέον ουσιώδες γραπτό κείμενο της αγάπης μεταξύ ομοφύλων που σώζεται από τον έκτο αιώνα π.Χ.». Ειδικότερα το δεύτερο βιβλίο (στιχ.1231-1389), είναι αφιερωμένο στον έρωτα και δη τον παιδεραστικό, με τον δημιουργό να εκθέτει όλο το φάσμα των συναισθημάτων του για τον Κύρνο: Από την αγωνία που συνοδεύει την επιθυμία του για εκείνον και την ευθυμία που επέρχεται όταν αυτή ικανοποιηθεί, μέχρι τη ζήλεια μπροστά στην ύπαρξη άλλων προσώπων και τον τελικό συμβιβασμό με την απώλεια. Σε αυτό εμπεριέχονται και οι στίχοι που αντανακλούν το πνεύμα της εποχής[46]:« Το να αγαπάς ένα νεαρό, το να τον έχεις, το να τον χάνεις, όλα είναι καλά. Πιο εύκολο είναι να τον βρεις παρά να τον απολαύσεις. Ατέλειωτη λύπη προκύπτει από αυτό και ατέλειωτη χαρά: Αλλά ακόμα κι έτσι, κάτι το καλό υπάρχει σ'αυτό.»(στιχ. 1369-1372). Οι κριτικοί[47][48] διαχρονικά δίνουν έμφαση στη Δωρική καταγωγή του ποιητή, την οποία συνδέουν με το είδος της σχέσης που αναδύεται από το έργο του, η οποία περιλαμβάνει τόσο ένα αμιγές ερωτικό μέρος, όσο και τη διάσταση της διδασκαλίας και της εκπαίδευσης στις κοινωνικές νόρμες των ενηλίκων. Δεδομένου ότι ο δημιουργός συνιστά το πρώτο μέλος της Δωρικής αριστοκρατίας[49] που απαντάται στα σωζόμενα έργα της αρχαιοελληνικής γραμματείας, το έργο του αποτελεί πολύτιμη πηγή σχετικά με αυτό το είδος σχέσης και την κατανομή των στάσεων απέναντί του εκ μέρους των διαφόρων φύλων και τάξεων που συνέθεταν τον αρχαίο ελληνικό κόσμο.
Κληρονομιά
« | ἐσθλῶν μὲν γὰρ ἄπ' ἐσθλὰ μαθήσεαι· ἢν δὲ κακοῖσιν συμμίσγῃς ἀπολεῖς καὶ τὸν ἐόντα νόον. Γιατί από τους καλούς θα μάθεις καλά πράγματα, αλλά αν αναμειχθείς με τους κακούς θα χάσεις ό,τι διάνοια διαθέτεις. |
» |
—Θέογνις, στιχ. 35-36
|
« | μετὰ ἀνδρὸς ἀθῴου ἀθῷος ἔσῃ καὶ μετὰ ἐκλεκτοῦ ἐκλεκτὸς ἔσῃ καὶ μετὰ στρεβλοῦ διαστρέψεις Με άνθρωπο αθώο θα είσαι αθώος,και εκλεκτός με άνθρωπο εκλεκτό, και με τον φαύλο θα διαστραφείς. |
» |
Μια αλυσίδα αναφορών διέσωσε το όνομά του έως την ανάπτυξη της τυπογραφίας. Ο ιστορικός Αμμιανός Μαρκελλίνος (~330-μετά το 391 μ.Χ.) αναφέρεται σε αυτόν ως "ο παλιός και σοφός ποιητής". Ο αυτοκράτορας Ιουλιανός,[60] στην απολογία του υπέρ της πολυθεϊστικής θρησκείας διερωτάται αν «..ο σοφώτατος Σολομώντας είναι ίσος του Φωκυλίδη, του Θέογνι ή του Ισοκράτη.». Παρά την ερωτική του ζωή, ο ποιητής παρατίθεται και από τον Κλήμη Αλεξανδρείας,[61] ο οποίος παραλληλίζει τους στίχους 35-36 με τον Ψαλμό 17. Η συγκεκριμένη παραίνεση, μαζί με άλλα σημεία που άπτονται θεμάτων ηθικής ήταν ιδιαίτερα προσφιλής στους Χριστιανούς συγγραφείς, συμπεριλαμβανομένων μορφών όπως ο Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός (329 - 389 μ.Χ). Ο τελευταίος, παραθέτει τους στίχους 643-644,[62][63] επιδοκιμάζοντας τη θέση του ποιητή υπέρ της φιλίας η οποία στηρίζεται στις πράξεις αντί για τη διασκέδαση. Η προαναφερθείσα παράθεσή του από τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη ως πηγή ηθικής διδασκαλίας έχει υποστηριχθεί ότι αποτέλεσε την αιτία που το έργο του διεσώθη στη βυζαντινή εποχή.[64]
Στα νεότερα χρόνια ο Φρειδερίκος Νίτσε ανέπτυξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τον αρχαίο ποιητή, ειδικά αν λάβει κανείς υπόψη ότι η πρώτη του δημοσίευση, ενόσω ήταν ακόμη φοιτητής στη Λειψία, είχε τον τίτλο "Σχετικά με την ιστορία της συλλογής της Θεογνιδείας ανθολογίας",[65] το 1867. Στο βιβλίο του «Η γενεολογία της ηθικής» ο Γερμανός φιλόσοφος αναζητώντας την προέλευση των προτύπων ηθικής στην ιστορία συναντά το αντιθετικό δίπολο εσθλός-κακός που τόσο χαρακτήριζε την αντίληψη του Θέογνι. Πάνω σε αυτό στήριξε την άποψή του ότι το καλό ορίζεται κοινωνικά από τον ισχυρότερο.[66] Λίγα χρόνια νωρίτερα, το 1864, η αποχαιρετιστήρια έκθεσή του για το σχολείο κλασικών σπουδών Πφόρτα είχε επίσης για θέμα τον αρχαίο δημιουργό. Σε ένα σχετικό απόσπασμα, δίνει την εξής περιγραφή [67]:
Ο Θέογνις φαίνεται ένας καλοανεπτυγμένος αριστοκράτης ο οποίος έχει τύχει σε δύσκολους καιρούς, με τα πάθη ενός ευγενή όπως αυτά που ήταν αγαπητά στην εποχή του, πλήρης θανασίμου μίσους ενάντια στις μάζες που παλεύουν να αναρριχηθούν, χτυπημένος από μια θλιβερή μοίρα, η οποία τον κατέβαλε και τον κατέστησε ηπιότερο από πολλές απόψεις. Αποτελεί μια χαρακτηριστική εικόνα εκείνης της ηλικιωμένης, ιδιοφυούς, κατάτι κακομαθημένης και όχι πια ασφαλώς ριζωμένης αριστοκρατίας, τοποθετημένος στο μεταίχμιο μεταξύ μιας παλιάς και μιας νέας εποχής, ένα διαστρεβλωμένο πρόσωπο του Ιανού, καθώς αυτό που αποτελεί παρελθόν φαντάζει τόσο όμορφο και αξιοζήλευτο, ενώ εκείνο που επελαύνει - κάτι που βασικά έχει το ίδιο δικαίωμα (στο να επέλθει)- μοιάζει τόσο αηδιαστικό και αποκρουστικό, ένας τυπικός ηγέτης για όλες εκείνες τις φιγούρες των ευγενών που αντιπροσωπεύουν την αριστοκρατία προ μιας λαϊκής επανάστασης η οποία ανέκαθεν απειλεί τα προνόμιά τους και τους προτρέπει να πολεμήσουν και να αγωνιστούν για την ύπαρξη της τάξης των ευγενών με το ίδιο πάθος που θα πολεμούσαν για την δική τους ύπαρξη.