Η δικτατορία του Μεταξά
Η δικτατορία του Μεταξά είχε αρκετά εξωτερικά γνωρίσματα των φασιστικών καθεστώτων, αλλά κανένα εσωτερικό. Δημιουργήθηκε η ΕΟΝ, οργάνωση νεολαίας – η συμμετοχή στην οποία δεν ήταν υποχρεωτική – στην οποία χρησιμοποιούσαν σκούρες μπλε στολές (αντίστοιχα οι Ιταλοί φασίστες φορούσαν μαύρες στολές), υιοθετήθηκε ο χαιρετισμός δι’ ανατάσεως της δεξιάς χειρός (όπως στη Γερμανία του Χίτλερ). Ως εκεί όμως. Οι Αδόλφος Χίτλερ και Μπενίτο Μουσολίνι πολέμησαν στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ως δεκανείς, ανήλθαν στην εξουσία κερδίζοντας τις εκλογές μέσω των μαζικών πολιτικών κομμάτων που διηύθυναν, δημιούργησαν ομάδες εφόδου που τρομοκρατούσαν τους αντιπάλους τους και ευθύνονται για μεγάλη σειρά πολιτικών δολοφονιών. Επίσης, η ρητορεία τους ήταν καθαρώς ιμπεριαλιστική, αντιθέτως αυτής του Μεταξά. Ειδικότερα οι Ναζί, έθεταν ως βάση του προγράμματός τους τον περιορισμό (και στη συνέχεια την εξόντωση) των Εβραίων, ενώ λειτουργούσαν τα διαβόητα στρατόπεδα συγκεντρώσεως κατά των αντιπάλων τους. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Μεταξάς δε συμμάχησε με καμία φασιστική χώρα. Η βασική διαφορά του καθεστώτος του Μεταξά με τα φασιστικά ήταν ότι στηριζόταν στη δύναμη του στρατού, ο οποίος αρκείτο στη βεβαιότητα ότι δεν θα επανέλθουν οι βενιζελικοί αξιωματικοί. Επομένως, πλην των εξωτερικών αυτών χαρακτηριστικών, ο Μεταξάς χρησιμοποίησε τις κλασσικές μεθόδους κάθε δικτάτορα.
Ο Μεταξάς δημιούργησε και διέδωσε την ιδεολογία του «Γ΄ Ελληνικού Πολιτισμού», στην οποία στηρίχτηκε το κράτος της 4ης Αυγούστου. Οι οπαδοί του καθεστώτος θεωρούσαν ότι οι σύγχρονοι Έλληνες οφείλουν να είναι οι συνεχιστές του Αρχαίου (Α΄) και Βυζαντινού (Β΄) Πολιτισμού και ότι να έχουν ως σκοπό τη φυλετική ενότητα του έθνους, καθώς και τη διατήρηση των παραδόσεων. Το ιδανικό πολίτευμα κατά τον Μεταξά δεν ήταν η Αθηναϊκή Δημοκρατία, αλλά η στρατοκρατική Σπάρτη και η αρχαία Μακεδονία η οποία ενοποίησε πολιτικά την αρχαία Ελλάδα. Ο Μεταξάς προσπαθούσε να προβάλει τον εαυτό του ως τη μοναδική ελπίδα σωτηρίας σε ένα διαιρεμένο έθνος, ενώ στρεφόταν εχθρικά απέναντι στον "παλαιοκομματισμό" και τις κοινοβουλευτικές τακτικές του παρελθόντος. Οι βασικές διαφορές με το Γ΄ Ράιχ έγκεινται στο ότι δεν εφάρμοσε και δεν πίστευε σε μια ιμπεριαλιστική πολιτική, σε αντίθεση με τη Γερμανία, η οποία προκάλεσε τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο, καθώς και στο ότι η ιδεολογία περί «Γ΄ Ελληνικού Πολιτισμού» δε βρήκε τόσο πλατιά απήχηση στις μάζες όσο βρήκε η εθνικοσοσιαλιστική ιδεολογία στη Γερμανία.
Ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά της δικτατορίας ήταν η αστυνομική τρομοκρατία, η οποία στράφηκε με ιδιαίτερη σκληρότητα τόσο κατά των κομμουνιστών, όσο και κατά των συντηρητικών πολιτικών, οι οποίοι, έχοντας επαφές με την Αυλή, επιδίωκαν την ανατροπή του Ιωάννη Μεταξά. Ο Γεώργιος Καφαντάρης σε ανακοίνωση διαμαρτυρίας γράφει «Αι αυθαίρετοι συλλήψεις είναι συνήθη φαινόμενα. Πάμπολλοι είναι οι υποβληθέντες εις μεσαιωνικά μαρτύρια».[4] Τα κόμματα απαγορεύτηκαν, οι πολιτικοί εξορίστηκαν ή τέθηκαν σε κατ' οίκον περιορισμό, τα συνδικάτα διαλύθηκαν ενώ οι βασανισμοί ήταν καθημερινό φαινόμενο στα αστυνομικά τμήματα. Οι συνθήκες διαβίωσης των εξόριστων ήταν τόσο άσχημες που μερικοί πέθαιναν από αρρώστιες. Ανάμεσα σε αυτούς συγκαταλέγεται και ο πατρινός πρωθυπουργός Ανδρέας Μιχαλακόπουλος. Χαρακτηριστικό της τρομοκρατίας είναι ότι η ΓΣΕΕ διαλύθηκε και αναπληρώθηκε από την Εθνική Συνομοσπονδία με πρόεδρο τον ίδιο τον υπουργό εργασίας. Επιπλέον με βασιλικά διατάγματα πέτυχε η εκλογή του Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος να γίνεται από τον Βασιλιά.
Ο Ιωάννης Μεταξάς προσπάθησε και πέτυχε να επιβάλει έναν συστηματικό διωγμό του κομμουνιστικού στοιχείου. Την "επιχείρηση" αυτή ανέλαβε ο Υπουργός Ασφαλείας Κωνσταντίνος Μανιαδάκης, ο οποίος με βασανιστήρια, διώξεις και με πιστοποιητικά φρονημάτων επιχείρησε να περιορίσει την επέκτασή του. Ο αιφνιδιασμός του Κ.Κ.Ε. και η μη οργανωμένη αντίδραση είχε ως αποτέλεσμα την εύκολη εξουδετέρωση του πρώτου από τη δικτατορία Μεταξά, όχι όμως και τη διάλυσή του. Το 1939 κατ' εντολήν του φυλακισμένου Ζαχαριάδη, ο Γιάννης Μιχαηλίδης συγκρότησε την προσωρινή διοίκηση του Κ.Κ.Ε., το οποίο ελεγχόταν από τον Μανιαδάκη λόγω στελεχών του Κ.Κ.Ε. που συνεργάζονταν με το καθεστώς. Παράλληλα υπήρχε και η παλιά ηγεσία του Κ.Κ.Ε., η οποία εξέδιδε δικιά της εφημερίδα. Στις 31 Οκτωβρίου 1940 ο Ζαχαριάδης συνέταξε ένα γράμμα που δημοσιεύθηκε στις εφημερίδες και το οποίο καλούσε τον ελληνικό λαό να αντισταθεί ενωμένος τη φασιστική Ιταλία. Το γράμμα αυτό θεωρήθηκε από την ηγεσία του Κ.Κ.Ε. ως πλαστό.
Το καθεστώς της 4ης Αυγούστου, προσπαθώντας να κερδίσει κοινωνική υποστήριξη, προώθησε κάποια φιλολαϊκά μέτρα, όπως το οκτάωρο και κάποιες υποχρεωτικές βελτιώσεις στο εργασιακό περιβάλλον, ενώ επένδυσε στην άμυνα. Τα αγροτικά προϊόντα άρχισαν να πωλούνται ακριβότερα και ελευθερώθηκαν τα χρέη πάνω στη γη. Από πλευράς επενδύσεων η περίοδος της 4ης Αυγούστου μπορεί να θεωρηθεί ευνοϊκή, αφού την περίοδο 1936-1938 ιδρύθηκαν 567 εργοστάσια. Ο προϋπολογισμός επίσης έδινε βάση στην στρατιωτική οργάνωση γι' αυτό ήταν και ιδιαίτερα αυξημένος.
Από την άλλη πλευρά, το εκπαιδευτικό σύστημα υπέστη σημαντική οπισθοδρόμηση, καθώς κύριος προσανατολισμός της Μεταξικής εκπαιδευτικής πολιτικής ήταν η τόνωση της Εθνικής Οργάνωσης Νεολαίας (ΕΟΝ) και ο εκτοπισμός των προοδευτικών εκπαιδευτικών. Ακόμη, η υποχρεωτική εκπαίδευση ουσιαστικά συρρικνώθηκε, καθώς η δευτεροβάθμια απέκτησε οκτάχρονη διάρκεια, ενώ η πρωτοβάθμια κατατμήθηκε. Το καθεστώς διέθεσε σημαντικά ποσά για την υποστήριξη της Εθνικής Οργάνωσης Νεολαίας (ΕΟΝ). Ο Ιωάννης Μεταξάς θεωρούσε ιδιαίτερα σημαντικό όπλο την ΕΟΝ για τη διαμόρφωση των νέων σε υποστηρικτές του καθεστώτος και για τον λόγο αυτό την υποστήριξε ιδιαίτερα μέσα από συστηματικές ενέργειες και ισχυρή χρηματοδότηση.[5] Μέσα από την ΕΟΝ γινόταν συστηματική προσπάθεια διαπαιδαγώγησης και προπαγάνδας υπέρ του καθεστώτος. Η κυβέρνηση έδινε ιδιαίτερη σημασία στην ορθόδοξη πίστη, καθώς και στο θεσμό της οικογένειας, τον οποίο πίστευε ότι προωθούσε μέσα από τη συγκεκριμένη οργάνωση.
Κατά τη δικτατορία Μεταξά, σημαντική αντίσταση προέβαλαν οι αρχηγοί των δημοκρατικών κομμάτων Παπαναστασίου, Παπανδρέου, Σοφούλης, Καφαντάρης κ.α. με επίσημα διαβήματα στον Γεώργιο Β΄. Στις 30 Ιουνίου του 1938 αποκαλύφθηκε στρατιωτική ομάδα υπαξιωματικών που σχεδίαζαν την ανατροπή του Μεταξά, ενώ λίγες μέρες αργότερα, και συγκεκριμένα στις 17 Ιουλίου του 1938, μια επαναστατική κίνηση συνέβη στην Κρήτη από μια μερίδα κατοίκων και ορισμένους πολιτικούς αρχηγούς της Ελλάδας. Τελικά, δώδεκα ημέρες αργότερα, το κίνημα κατέρρευσε με αποτέλεσμα να συλληφθούν οι αρχηγοί του και να επιβληθεί κλίμα τρομοκρατίας στο νησί. Οι σημαντικότερες αντιδικτατορικές οργανώσεις που έδρασαν ήταν οι: Φιλική Εταιρεία, Ομοσπονδία Δημοσίων Υπαλλήλων, Λαϊκή Πρόνοια, Ενιαίο Μέτωπο Εργατών και Ένωση των Νέων της Ελλάδος καθώς και οι ομάδες του Κ.Κ.Ε.
Στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής, ο Μεταξάς προσπάθησε να ισορροπήσει μεταξύ της Αγγλίας, η οποία ήταν η κυρίαρχη ναυτική δύναμη της Μεσογείου και προς την οποία άλλωστε στρέφονταν οι συμπάθειες του βασιλιά και της Γερμανίας, με το ολοκληρωτικό καθεστώς της οποίας υπήρχε ιδεολογική συνάφεια, αλλά και στενότατοι οικονομικοί δεσμοί, αφού εκτός των άλλων η γερμανική κυβέρνηση είχε αγοράσει το 40% των ελληνικών καπνών. Για τη διαφορετική νοοτροπία Αγγλίας και Ελλάδας γράφει ο Βρετανός στρατηγός σερ Χ.Μ. Ουίλσον «κάτω από τη δικτατορία του Μεταξά είχαν υιοθετηθεί ορισμένες ναζιστικές ιδέες. Η νεολαία χαιρετούσε χιτλερικά έως ότου οι Αυστραλοί την εδίδαξαν να χαιρετά με το σύνθημα της νίκης. Η θέσις μας στην Ελλάδα ήταν πραγματικά παράδοξη: Αγωνιζόμαστε εναντίον του ολοκληρωτισμού ενισχύοντας μια φασιστική κυβέρνηση εναντίον μιας άλλης».[6] Όμως, όπως αποδεικνύει η «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους» της Εκδοτικής Αθηνών, ήδη από το 1939 η Ελλάδα είχε ευθυγραμμιστεί απόλυτα με τους Βρετανούς, οι οποίοι αποδέχονταν την ουδέτερη στάση της Ελλάδας εξαιτίας της αδυναμίας τους να της παράσχουν ουσιαστική στρατιωτική υποστήριξη.[7] Χαρακτηριστικό παράδειγμα των στενών σχέσεων που υπήρχαν μεταξύ των δύο κυβερνήσεων είναι το γεγονός ότι ο Μεταξάς πρότεινε το 1938 στην αγγλική κυβέρνηση τη σύναψη αμυντικής συμμαχίας, την οποία η αγγλική κυβέρνηση αρνήθηκε διπλωματικά αφού δεν είχε λόγο να αμφιβάλλει σχετικά με την στάση της Ελλάδας σε επικείμενο πόλεμο. Αντίθετα, με τη γερμανική κυβέρνηση οι σχέσεις ήταν τυπικές, αφού η Ελλάδα είχε πολλά οφέλη από τις οικονομικές επενδύσεις των Γερμανών. Σημαντικό ρόλο στις διπλωματικές σχέσεις των δύο χωρών διαδραμάτισε και η στάση της Ιταλίας, λόγω των συνεχών προκλήσεων. Το γεγονός της βύθισης της Έλλης σηματοδότησε το τέλος των φιλικών σχέσεων με τις δυνάμεις του Άξονα. Παρόλα αυτά η πολιτική της ουδετερότητας απέτρεψε τον Μεταξά από τη λήψη περαιτέρω μέτρων.
Ελληνοϊταλικός πόλεμος
Ο Μεταξάς αρχικά επέδειξε καρτερικότητα απέναντι στις ιταλικές προκλήσεις, προετοιμαζόμενος όμως ταυτοχρόνως για μια στρατιωτική αναμέτρηση στο πλευρό των Συμμάχων. Το μυστικό όπλο του Μεταξά ήταν η επιστράτευση με τα φύλλα πορείας. Ήταν μια πρωτοποριακή μέθοδος για την εποχή, όπου μπορούσε μέσα σε 2-3 εβδομάδες να συγκεντρώσει γρήγορα τον στρατό και να τον στείλει στο μέτωπο. Αυτό σε συνδυασμό με το ότι δεν έκανε νωρίτερα επιστρατεύσεις ήταν το στοιχείο του αιφνιδιασμού για τους Ιταλούς, οι οποίοι πίστευαν ότι ο πόλεμος με την Ελλάδα θα ήταν εύκολος. Στις 28 Οκτωβρίου του 1940, στις 3 π.μ., ο Ιταλός πρέσβης επισκέφθηκε τον Μεταξά και του έδωσε τελεσίγραφο, με το οποίο ζητούσε να επιτραπεί η είσοδος των ιταλικών δυνάμεων στην Ελλάδα. Ο Μεταξάς αρνήθηκε να υπακούσει στο ιταλικό τελεσίγραφο για ελεύθερη είσοδο των ιταλικών στρατευμάτων στην Ελλάδα.[vi] Η απάντηση στο ιταλικό τελεσίγραφο θεωρείται από αρκετούς ιστορικούς αποτέλεσμα πίεσης της κοινής γνώμης, κατ' άλλους προσωπική ενέργεια και απόφαση. Σύγχρονοι ιστορικοί πιστεύουν ότι η απόφαση του Μεταξά ήταν αποτέλεσμα της εξωτερικής πολιτικής της κυβέρνησης, αφού η Ελλάδα προετοιμαζόταν χρόνια για επικείμενη επίθεση εχθρικών δυνάμεων.[8] Θα πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι η Ελλάδα τον Νοέμβριο του 1940 υπήρξε αποδέκτης προτάσεων εκ μέρους της Γερμανίας για παρέμβασή της προς ειρήνευση με την Ιταλία, τις οποίες ο Μεταξάς απέρριψε συνεπής με τη στρατηγική της ευθυγράμμισης με τη Μεγάλη Βρετανία. Με την άρνησή του να υποκύψει στους Ιταλούς απέκτησε, έστω και προσωρινά, τη γενική αποδοχή, γεγονός που υποβοήθησε σημαντικά στην πανεθνική προσπάθεια για απόκρουση και απώθηση των Ιταλών.[9] Ο Γεώργιος Σεφέρης θα γράψει έναν χρόνο αργότερα: «Όταν ήρθε η 28η, δεν μπόρεσε να ιδεί ότι τότε μόνο, και όχι στις εορτές του Σταδίου, ολόκληρος ο λαός ήταν μαζί του, μαζί με την απάντηση που έδωσε στον Grazzi την αυγή. Δεν μπόρεσε να καταλάβει ότι η ημέρα εκείνη δεν επικύρωνε αλλά καταργούσε την 4η Αυγούστου».[10]
Ο Μεταξάς στο ημερολόγιο του ανέλυσε εκτενώς την απόφασή του σε ανακοίνωσή του προς τους ιδιοκτήτες και αρχισυντάκτες του Αθηναϊκού Τύπου στο Γενικό Στρατηγείο (ξενοδοχείο «Μεγάλη Βρετανία»), στις 30 Οκτωβρίου 1940.[11] Αν αποδεχόταν το τελεσίγραφο, θα επαναλαμβανόταν ο Εθνικός Διχασμός του 1916, με αποτέλεσμα η Ελλάδα να βρεθεί στον πόλεμο αποδυναμωμένη και με τις δυνάμεις της διασπασμένες. Φυσικά η Ιταλία, η Βουλγαρία, η Αγγλία και η Τουρκία θα εκμεταλλεύονταν το γεγονός και θα καταλάμβαναν αμφισβητούμενες περιοχές όπως τη Μακεδονία, το Αιγαίο, τη Θράκη κ.α. Ήταν λοιπόν κατά την άποψή του η ύστατη λύση για να διασφαλίσει τα συμφέροντα της Πατρίδας του. Επιπλέον πίστευε στην σίγουρη νίκη των αγγλοσαξονικών δυνάμεων και ότι η Ελλάδα θα αποκόμιζε τα Δωδεκάνησα.
Τον Ιανουάριο του 1941 οι Άγγλοι έκαναν πρόταση στον Μεταξά προκειμένου να φέρουν δυνάμεις στο μέτωπο της Ηπείρου. Ο Μεταξάς ζήτησε από τους Άγγλους 10 μεραρχίες μαζί με την ανάλογη αεροπορία. Οι Άγγλοι ανταπάντησαν ότι μπορούν να προσφέρουν 2 μεραρχίες με μικρή μόνο αεροπορική δύναμη. Τότε ο Μεταξάς απάντησε "Καλύτερα να μη μας στείλετε τίποτα". Το μόνο που θα καταφέρετε να κάνετε σε αυτή την περίπτωση είναι να προκαλέσετε επίθεση των Γερμανών. Ο Ιωάννης Μεταξάς απεβίωσε αιφνιδίως από βαριά φλεγμονή του φάρυγγος στις 29 Ιανουαρίου του 1941 και την πρωθυπουργία ανέλαβε ο Αλέξανδρος Κορυζής. Η κηδεία πραγματοποιήθηκε στις 31 Ιανουαρίου. Από πολλούς έχει υποστηριχθεί ότι ο θάνατός του ίσως και να οφείλεται σε επέμβαση των Άγγλων που δεν ήθελαν να επιτευχθεί συνθηκολόγηση της Ελλάδας με τη Γερμανία. Σύμφωνα με τον Υπουργό Κωνσταντίνο Μανιαδάκη, ο θάνατος του Μεταξά προήλθε από ιατρικά λάθη ("Εάν ο Μεταξάς είχε νοσηλευθεί και στην τρίτη θέση ενός δημοσίου νοσοκομείου, θα είχε σωθεί").