Η Ναυμαχία της Σαλαμίνας (αρχαία ελληνικά Ναυμαχία τῆς Σαλαμῖνος) διεξήχθη στις 22 Σεπτεμβρίου[2][3] του 480 π.Χ, στα Στενά της Σαλαμίνας (στον Σαρωνικό Κόλπο, κοντά στην Αθήνα) μεταξύ της συμμαχίας των ελληνικών πόλεων-κρατών και της Περσικής Αυτοκρατορίας. Η ναυμαχία της Σαλαμίνας αποτέλεσε την σημαντικότερη σύγκρουση και την αρχή του τέλους της δεύτερης περσικής εισβολής στην Ελλάδα, η οποία ξεκίνησε το 480 π.Χ.
Αρχικά, οι Έλληνες σχεδίαζαν να σταματήσουν τους Πέρσες στις Θερμοπύλες και στο Αρτεμίσιο (ξηρά και θάλασσα αντίστοιχα). Στη μάχη των Θερμοπυλών, οι Πέρσες εξολόθρευσαν τους Έλληνες, χάρη στην προδοσία του Εφιάλτη. Στο Αρτεμίσιο, ο συμμαχικός στόλος έχασε περίπου τα μισά πλοία του, ενώ ο περσικός στόλος έχασε το 1/4 των πλοίων του. Μόλις οι Σύμμαχοι πληροφορήθηκαν για την καταστροφή στις Θερμοπύλες αποφάσισαν να υποχωρήσουν. Αυτό επέτρεψε στους Πέρσες να καταλάβουν τη Βοιωτία και την Αττική.
Οι Πελοποννήσιοι ήθελαν να σταματήσουν τον περσικό στόλο στον Ισθμό της Κορίνθου[4]. Παρ' όλ' αυτά, ο Αθηναίος στρατηγός και πολιτικός Θεμιστοκλής έπεισε τους Έλληνες να αντιμετωπίσουν τους Πέρσες στη Σαλαμίνα, ελπίζοντας ότι μια νίκη θα εμπόδιζε τους Πέρσες να εισβάλουν στην Πελοπόννησο. Ο Θεμιστοκλής ανάγκασε τον Ξέρξη να επιτεθεί στα Στενά της Σαλαμίνας, όπου η αριθμητική υπεροχή των Περσών ήταν άχρηστη και προβληματική. Στη ναυμαχία, ο ελληνικός στόλος πέτυχε μια σημαντική νίκη, αφού κατέστρεψε 300 περσικά πλοία.
Μετά τη ναυμαχία, ο Ξέρξης, μαζί με ένα μεγάλο μέρος του στρατού, επέστρεψε στην Ασία, ενώ για την υποταγή της Ελλάδος παρέμεινε ο Μαρδόνιος με τον υπόλοιπο περσικό στρατό. Αλλά το 479 π.Χ. οι Πέρσες υπέστησαν σοβαρή ήττα στιςΠλαταιές και στη Μυκάλη και σταμάτησαν τις επιθέσεις τους στην ηπειρωτική Ελλάδα. Λίγο αργότερα, οι Έλληνες πέρασαν στην αντεπίθεση. Σύμφωνα με τους ιστορικούς, αν οι Πέρσες νικούσαν στη Σαλαμίνα, θα είχε σταματήσει η ανάπτυξη της Ελλάδος, και κατά συνέπεια ο δυτικός πολιτισμός δεν θα ήταν αυτό που είναι σήμερα. Γι' αυτό, η ναυμαχία της Σαλαμίνας θεωρείται από τις πιο σημαντικές μάχες στην ανθρώπινη ιστορία
Κύρια πηγή για τους Ελληνοπερσικούς πολέμους αποτελεί ο Έλληνας ιστορικός Ηρόδοτος. Ο Ηρόδοτος, γνωστός ως «Πατέρας της Ιστορίας»,[8] γεννήθηκε το 484 π.Χ. στην Αλικαρνασσό της Μικράς Ασίας, η οποία εκείνη την περίοδο βρισκόταν υπό περσική κατοχή. Έγραψε το έργο «Ιστορίαι» γύρω στα 440-430 π.Χ, προσπαθώντας να ανακαλύψει τις πραγματικές αιτίες των Ελληνοπερσικών πολέμων[9], οι οποίοι ολοκληρώθηκαν το 450 π.Χ.[10] Η μέθοδος του Ηρόδοτου αποτελούσε καινοτομία και σύμφωνα με μερικούς ιστορικούς, ο Ηρόδοτος έχει εφεύρει την ιστορία που ξέρουμε.[10] Κατά τον Παπαρρηγόπουλο: «Ο Ηρόδοτος είναι ο δημιουργός της αληθούς ιστορικής τέχνης...πρώτος ενόησεν ότι η ιστορία δεν είναι απλούς πραγμάτων κατάλογος, αλλά και η τεχνική των πραγμάτων τούτων συναρμολογία και η εξήγησις του χαρακτήρος αυτών».[11] Κατά τον Τομ Χόλλαντ: «Για πρώτη φορά, ένας ιστορικός αποφάσισε να αποκαλύψει τα αίτια ενός πολέμου, ο οποίος έληξε πρόσφατα, χωρίς να καταγράφει μύθους, αλλά αιτίες, τις οποίες θα μπορούσαμε να ελέγξουμε προσωπικά»[10]
Ο Θουκυδίδης είχε αμφισβητήσει το έργο του Ηροδότου, καθώς η προσωπική άποψη του τελευταίου εμφανιζόταν συχνά στο έργο του.[12][13]Παρ' όλ' αυτά, ο Θουκυδίδης αποφάσισε να ξεκινήσει το έργο του εκεί όπου ο Ηρόδοτος σταμάτησε (στην πολιορκία της Σηστού) αλλά σταμάτησε την προσπάθεια, επειδή πίστευε ότι το έργο του Ηροδότου δεν χρειαζόταν επαναγραφή ή διορθώσεις, γιατί ήταν ακριβές.[13] Η αξιοπιστία του Ηροδότου έχει αμφισβητηθεί και από άλλους ιστορικούς. Ο Παυσανίας, στα Φωκικά, αναφέρεται στην περιγραφή του Ηροδότου για τη μάχη των Θερμοπυλών, όπου ο δεύτερος καταγράφει ότι οι Θηβαίοι παραδόθηκαν, όπως και 80 Μυκηναίοι[14]. ΟΠλούταρχος, στο έργο Περί της Ηροδότου κακοήθειας (αν όντως το έγραψε αυτός), κατηγορεί τον Ηρόδοτο επειδή ο τελευταίος ζήτησε χρήματα από τους Θηβαίους, και επειδή δεν τα έλαβε, έγραψε ότι οι Θηβαίοι δείλιασαν και παραδόθηκαν[15]. Οπωσδήποτε οι κατηγορίες που εκτοξεύει το σύγγραμμα αυτό κατά του Ηρόδοτου κάθε άλλο παρά σοβαρές είναι.[16]Την περίοδο της Αναγέννησης, παρά το γεγονός ότι οι άνθρωποι συνέχιζαν να διαβάζουν το έργο του Ηροδότου, ο ιστορικός είχε κακή φήμη.[17] Παρ' όλ' αυτά, τα αρχαιολογικά ευρήματα επιβεβαίωσαν τα γραφόμενα του Ηροδότου και αποκατέστησαν τη φήμη και την αξιοπιστία του, ειδικά ως προς τα γεγονότα που εξέτασε αυτοπροσώπως.[18][19] Οι σύγχρονοι ιστορικοί θεωρούν το έργο του αξιόπιστο, αλλά έχουν αμφιβολίες για τους αριθμούς των νεκρών και τις ημερομηνίες των μαχών.[19][20]
Ο ιστορικός Διόδωρος Σικελιώτης έγραψε τον 1ο αιώνα π.Χ. τη Βιβλιοθήκη Ιστορική. Θεωρείται ότι ο Ηρόδοτος και ο Εφόρος ο Κυμαίος αποτελούν τις πηγές του Διόδωρου.[21] Η μάχη περιγράφεται με λιγότερες λεπτομέρειες από σειρά αρχαίων ιστορικών, όπως ο Πλούταρχος και ο Κτησίας, ενώ αποτελεί το θέμα των Περσών του Αισχύλου. Αρχαιολογικά ευρήματα, όπως η δελφική Στήλη των Όφεων, υποστηρίζουν τα αναφερόμενα από τον Ηροδότο
Η Αθήνα και η Ερέτρια υποστήριξαν τους Ίωνες στον αγώνα τους κατά των Περσών (499-494 π.Χ).[23] Σύμφωνα με τους ιστορικούς, ο Δαρείος ήταν σφετεριστής, και πέρασε τα περισσότερα χρόνια της ζωής του στους πολέμους εναντίον των εξεγερμένων υποτελών του.[24] Η εξέγερση αυτή απείλησε τη σταθερότητα της αυτοκρατορίας του Δαρείου, γι' αυτό και ορκίστηκε να εκδικηθεί όσες πόλεις συμμετείχαν[25][26] - έβλεπε επίσης την ευκαιρία να επεκταθεί στη Δύση.[26] Το 492 π.Χ, οι Πέρσες, με αρχηγό τον Μαρδόνιο, ανακατέλαβαν τη Θράκη και ανάγκασαν τους Μακεδόνες να συμμαχήσουν μαζί τους.[27]
Το 491 π.Χ, ο Δαρείος απαίτησε την παράδοση όλων των ελληνικών πόλεων.[28] Πολλές από αυτές παραδόθηκαν - ο Ηρόδοτος αναφέρεται στην παράδοση των Αιγινητών, που μετέπειτα κατηγορήθηκαν από τους Σπαρτιάτες για προδοσία[29]. Οι Αθηναίοι και οι Σπαρτιάτες αρνήθηκαν να παραδοθούν στους Πέρσες.[30] Τότε, το 490 π.Χ, ο Δαρείος ξεκίνησε νέα εκστρατεία, με αρχηγούς τον Δάτη και τον Αρταφέρνη, οι οποίοι κατάφεραν να καταλάβουν τη Νάξο, τις Κυκλάδες και την Ερέτρια.[31] Αλλά, η επέκτασή τους σταμάτησε και αναγκάστηκαν να επιστρέψουν στην Ασία χάρη στη νίκη των Αθηναίων και των Πλαταιέων στον Μαραθώνα.[32]
Ο Δαρείος άρχισε να συγκεντρώνει μεγάλο στρατό για να επιτεθεί ξανά στην Ελλάδα, αλλά τα σχέδια του αναβλήθηκαν λόγω της εξέγερσης στην Αίγυπτο. Ένα χρόνο μετά ο Δαρείος πέθανε και στον θρόνο ανέβηκε ο γιος του Ξέρξης Α'.[33] Ο Ξέρξης ανακατέλαβε την Αίγυπτο[34] και άρχισε ξανά τις προετοιμασίες για εισβολή στην Ελλάδα.[35] Καθώς η εισβολή θα ήταν μεγάλης κλίμακας, ο Ξέρξης χρειαζόταν πολύ χρόνο για συγκεντρώσει στρατό και υλικά αγαθά.[36] Αποφάσισε ότι οΕλλήσποντος έπρεπε να γεφυρωθεί για να επιτρέψει στον στρατό του να περάσει στην Ευρώπη, και ότι ένα κανάλι πρέπει να ανοιχθεί στον ισθμό του Όρους Άθως.[37]Η πραγματοποίηση αυτών των στόχων ήταν πάρα πολύ δύσκολη, όπως είναι και για τα σύγχρονα κράτη.[37] Στις αρχές του 480 π.Χ, οι ετοιμασίες τελείωσαν, και ο στρατός που συγκέντρωσε ο Ξέρξης στις Σάρδεις βάδισε στην Ευρώπη, περνώντας από τον Ελλήσποντο δια μέσου δύο τεχνητών γεφυρών.[38]
Στα μέσα της δεκαετίας του 480 π.Χ, οι Αθηναίοι ξεκίνησαν τις προετοιμασίες για πιθανό πόλεμο κατά των Περσών. Το 482 π.Χ, ο Θεμιστοκλής έπεισε τους Αθηναίους να δημιουργήσουν ένα στόλο από τριήρεις, λέγοντας τους ότι πρόκειται να επιτεθεί στην Αίγινα[39][40]. Ωστόσο, οι Αθηναίοι δεν κατείχαν τον απαραίτητο αριθμό στρατιωτών για να μπορέσουν να αντιμετωπίσουν τους Πέρσες - συνεπώς, χρειάζονταν μια συμμαχία από ελληνικές πόλεις-κράτη. Το 481 π.Χ, ο Ξέρξης έστειλε πρεσβευτές σε όλες τις ελληνικές πόλεις-κράτη, με εξαίρεση την Αθήνα και τη Σπάρτη, ζητώντας γη και ύδωρ.[41] Η Σπάρτη και Αθήνα έλαβαν την υποστήριξη μερικών ελληνικών πόλεων, και το ίδιο έτος, στην Κόρινθο, συγκλήθηκε συνέδριο,[42] όπου και δημιουργήθηκε η ελληνική συμμαχία. Το κάθε μέλος της συμμαχίας είχε την δυνατότητα να στέλνει αγγελιαφόρους στις υπόλοιπες πόλεις-μέλη, ζητώντας στρατό για αμυντικούς σκοπούς. Σύμφωνα με τους σύγχρονους ιστορικούς, αυτό αποτελεί αξιοσημείωτο, καθώς οι εμφύλιες συρράξεις μεταξύ των Ελλήνων, εκείνη την περίοδο, συνεχίζονταν.[43][44]
Το 480 π.Χ, συγκλήθηκε νέο συνέδριο. Μια αντιπροσωπεία από τη Θεσσαλίαπρότεινε στους Έλληνες να σταματήσουν τον Ξέρξη στα Στενά των Τεμπών.[45]Ωστόσο, οι Πέρσες έμαθαν από τον Αλέξανδρο Α' της Μακεδονίας ότι η κοιλάδα θα μπορούσε να παρακαμφθεί μέσω του Περάσματος του Σαρανταπόρου, και λόγω του μεγαλύτερου μεγέθους του περσικού στρατού, οι Έλληνες οπισθοχώρησαν.[46] Λίγο αργότερα, έμαθαν ότι ο Ξέρξης διέσχισε τον Ελλήσποντο. Οι Έλληνες αποφάσισαν να κλείσουν το στενό πέρασμα των Θερμοπυλών, από όπου ο Ξέρξης θα αναγκαζόταν να περάσει για να φτάσει στη Νότια Ελλάδα και όπου οι Πέρσες δεν θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν την αριθμητική υπεροχή τους. Παράλληλα, οι Αθηναίοι θα αντιμετώπιζαν τον περσικό στόλο στο Αρτεμίσιο.[47] Ωστόσο, οι πόλεις της Πελοποννήσου, σε περίπτωση αποτυχίας του σχεδίου, σχεδίαζαν να υπερασπιστούν τον Ισθμό της Κορίνθου, ενώ οι γυναίκες και τα παιδιά των Αθηναίων θα έφευγαν μαζικά στην Τροιζήνα.[48]
Στις Θερμοπύλες, οι Έλληνες αντιστάθηκαν κατά των Περσών για τρείς ημέρες, πριν περικυκλωθούν από τους τελευταίους, λόγω της προδοσίας του Εφιάλτη. Οι Σπαρτιάτες και οι Θεσπιείς παρέμειναν στο πεδίο της μάχης, ενώ οι υπόλοιποι σύμμαχοι αποχώρησαν.[49] Η ναυμαχία του Αρτεμισίου, σε αυτό το σημείο, βρισκόταν σε αδιέξοδο[50] - ωστόσο, όταν έγινε γνωστό το αποτέλεσμα της μάχης των Θερμοπυλών, οι Αθηναίοι υποχώρησαν
Ο Θεμιστοκλής, μετά την ήττα στις Θερμοπύλες, προσπάθησε να πείσει τους Αθηναίους να εγκαταλείψουν την πόλη τους, καθώς προέβλεψε την καταστροφή της. Οι Αθηναίοι έφυγαν από την πόλη και πήγαν στη Σαλαμίνα, στην Αίγινα και στην Τροιζήνα. Ο Θεμιστοκλής κατάφερε να πείσει τους Αθηναίους, επικαλούμενος τον χρησμό της Πυθίας, ο οποίος έλεγε ότι οι Αθηναίοι θα σωθούν σε ξύλινα τείχη, δηλαδή στις τριήρεις, όπως το ερμήνευσε ο Θεμιστοκλής[52]. Όσοι άνδρες ήταν σε θέση να πολεμήσουν μπήκαν στις τριήρεις, ενώ στην Αθήνα έμειναν λίγοι γέροι και άρρωστοι.
Ο στόλος των Ελλήνων κατευθύνθηκε στη Σαλαμίνα, με σκοπό να βοηθήσει την εκκένωση της Αττικής. Ο Θεμιστοκλής, παράλληλα, έστειλε επιγραφές στους Ίωνες να μην πολεμήσουν κατά των Ελλήνων:
« | ἄνδρες Ἴωνες, οὐ ποιέετε δίκαια ἐπὶ τοὺς πατέρας στρατευόμενοι καὶ τὴν Ἑλλάδα καταδουλούμενοι. ἀλλὰ μάλιστα μὲν πρὸς ἡμέων γίνεσθε· εἰ δὲ ὑμῖν ἐστι τοῦτο μὴ δυνατὸν ποιῆσαι, ὑμεῖς δὲ ἔτι καὶ νῦν ἐκ τοῦ μέσου ἡμῖν ἕζεσθε καὶ αὐτοὶ καὶ τῶν Καρῶν δέεσθε τὰ αὐτὰ ὑμῖν ποιέειν. εἰ δὲ μηδέτερον τούτων οἷόν τε γίνεσθαι, ἀλλ᾽ ὑπ᾽ ἀναγκαίης μέζονος κατέζευχθε ἢ ὥστε ἀπίστασθαι, ὑμεῖς δὲ ἐν τῷ ἔργῳ, ἐπεὰν συμμίσγωμεν, ἐθελοκακέετε μεμνημένοι ὅτι ἀπ᾽ ἡμέων γεγόνατε καὶ ὅτι ἀρχῆθεν ἡ ἔχθρη πρὸς τὸν βάρβαρον ἀπ᾽ ὑμέων ἡμῖν γέγονε μετάφραση: Άνδρες της Ιωνίας, δεν είναι δίκαιο να πολεμάτε εναντίον των πατέρων σας και να υποδουλώνετε την Ελλάδα. Θα ήταν καλύτερο για εσάς να πολεμάτε στο πλευρό μας. Αλλά αν αυτό δεν είναι δυνατό, τουλάχιστον κατά τη διάρκεια της μάχης να μείνετε στην άκρη και να πείσετε τους Κάρες να κάνουν το ίδιο. Αλλά αν δεν μπορείτε να κάνετε ούτε το ένα ούτε το άλλο, αν αποφασίσετε να μείνετε με το πλευρό της μεγαλύτερης δύναμης, όταν θα έρθουμε στα χέρια, να ενεργήσετε ως δειλοί και να θυμάστε ότι είμαστε το ίδιο αίμα και ότι η αιτία της εχθρότητας με τους βάρβαρους προήλθε από εσάς.[53] | » |
Μετά τη νίκη τους στις Θερμοπύλες, οι Πέρσες κατέστρεψαν τη Βοιωτία, τις Πλαταιές και τις Θεσπιές, ενώ αργότερα κινήθηκαν για να καταλάβουν την άδεια Αθήνα[54]. Στη Σαλαμίνα, ο Σπαρτιάτης ναύαρχος Ευρυβιάδης και οι υπόλοιποι Πελοποννήσιοι επέμεναν να προστατεύσουν τον Ισθμό της Κορίνθου, καταστρέφοντας τον μοναδικό δρόμο που οδηγούσε εκεί και χτίζοντας τείχος γύρω από αυτό[55].
Ο Θεμιστοκλής, από την άλλη, επέμενε ότι ο ελληνικός στόλος έπρεπε να μείνει στη Σαλαμίνα για να πολεμήσει. Στο συμβούλιο που συγκλήθηκε πριν τη ναυμαχία, ο Θεμιστοκλής διέκοπτε συνέχεια τον ναύαρχο των Κορινθίων, Αδείμαντο. Ο Ευρυβιάδης, τότε, του είπε ότι αυτούς που ξεκινούν πριν το σύνθημα τους ραπίζουν, ενώ ο Θεμιστοκλής του απάντησε ότι αυτοί που ξεκινούν πολύ μετά το σύνθημα δεν παίρνουν ποτέ βραβείο. Ο Ευρυβιάδης προσπάθησε να χτυπήσει τον Θεμιστοκλή, ο οποίος απέφυγε το χτύπημα και είπε την γνωστή φράσηπάταξον μέν, ἄκουσον δέ. Τότε ο Ευρυβιάδης ηρέμησε[56].
Ο Αδείμαντος πίστευε ότι ο ελληνικός στόλος έπρεπε να σταματήσει τους Πέρσες στον Ισθμό της Κορίνθου[57]. Ο Θεμιστοκλής θύμισε στους συμμάχους τη ναυμαχία του Αρτεμισίου λέγοντας ότι η ναυμαχία σε κλειστό χώρο θα λειτουργούσε προς όφελος τους[57]. Ο Αδείμαντος όμως αποκάλεσε απάτριν τον Θεμιστοκλή, επειδή ο Ξέρξης είχε κάψει την Αθήνα[56]. Οργισμένος, ο Θεμιστοκλής δήλωσε ότι οι Αθηναίοι είχαν την πατρίδα τους στις 200 τριήρεις που έφεραν στη Σαλαμίνα[56], προειδοποιώντας τους Έλληνες ότι οι Αθηναίοι μπορούσαν να μεταβούν στηνΙταλία, όπου θα έβρισκαν καλύτερη πατρίδα και οι Έλληνες θα θυμηθούν τα λόγια του γιατί θα μείνουν χωρίς στόλο[58]. Ο Ευρυβιάδης υποχώρησε[59] αλλά οι άλλοι στρατηγοί, βλέποντας την Αθήνα να καίγεται και τον εχθρικό στόλο να βρίσκεται στο Φάληρο, ετοιμάζονταν να πλεύσουν στον Ισθμό της Κορίνθου.
Τη νύχτα, ο Θεμιστοκλής έστειλε στο περσικό στρατόπεδο τον Σίκιννο, για να πει στους Πέρσες ότι μερικοί Έλληνες σκόπευαν να φύγουν από τη Σαλαμίνα και ότι ήταν η καλύτερη ευκαιρία για να τους περικυκλώσουν και να τους καταστρέψουν[60]. Ο Θεμιστοκλής ζήτησε επίσης από τον Σίκιννο να πει στον Ξέρξη ότι οι Πέρσες θα επικρατούσαν στον πόλεμο, όχι οι Έλληνες