Η Μάχη του Μαραθώνα (αρχαία ελληνικά Μάχη τοῦ Μαραθῶνος), που διεξήχθη τον Αύγουστο ή τον Σεπτέμβριο του 490 π.Χ, αποτελεί σύγκρουση μεταξύ των Ελλήνων (Αθηναίοι και Πλαταιείς) και των Περσών κατά την πρώτη εισβολή των Περσών στην Ελλάδα.
Μετά την αποτυχία της Ιωνικής Επανάστασης, ο Δαρείος συγκέντρωσε μεγάλη δύναμη για να εκδικηθεί την Αθήνα και την Ερέτρια, οι οποίες είχαν βοηθήσει τους Ίωνες. Το 492 π.Χ, έστειλε δύναμη, υπό την ηγεσία του Μαρδόνιου αλλά ο περσικός στόλος καταστράφηκε από τρικυμία παραπλέοντας τον Άθω. Τελικά το 490 π.Χ., υπό τη διοίκηση του Δάτη και του Αρταφέρνη, ο περσικός στρατός κατέλαβε τις Κυκλάδες, κατέστρεψε την Ερέτρια και στρατοπέδευσε στον Μαραθώνα, όπου τους αντιμετώπισε μια δύναμη Αθηναίων και Πλαταιέων. Η μάχη έληξε με αποφασιστική νίκη των Ελλήνων - που οφειλόταν στην στρατιωτική ιδιουϊα του Μιλτιάδη - και οι Πέρσες αναγκάστηκαν να φύγουν στην Ασία. Ο Δαρείος άρχισε να συγκεντρώνει και πάλι στρατό, αλλά πέθανε σε λίγο. Ο γιος του Ξέρξης επιχείρησε την εισέβαλε στην Ελλάδα (το 480 π.Χ), αλλά η εισβολή του έληξε με αποτυχία.
Η μάχη του Μαραθώνα έδειξε στους Έλληνες ότι μπορούσαν να νικήσουν τους Πέρσες. Κατά τους σύγχρονους ιστορικούς και μελετητές, η μάχη στον Μαραθώνα αποτελεί μια από τις σημαντικότερες στιγμές στην ιστορία της ανθρωπότητας - ο Edward Shepherd Creasy συμπεριλαμβάνει τη μάχη του Μαραθώνα στο έργο The Fifteen Decisive Battles of the World: from Marathon to Waterloo (Οι Δεκαπέντε πιο Αποφασιστικές Μάχες του Κόσμου: από τον Μαραθώνα στο Βατερλώ)[1], ενώ ο Τζών Στιούαρτ Μιλ είχε δηλώσει ότι «η μάχη του Μαραθώνα αποτελεί σημαντικότερο γεγονός για τη βρετανική ιστορία από τη μάχη του Χάστινγκς».[2]
Πηγές
Κύρια πηγή για τους Ελληνοπερσικούς πολέμους αποτελεί ο Έλληνας ιστορικός Ηρόδοτος. Ο Ηρόδοτος, γνωστός ως «Πατέρας της Ιστορίας»,[3] γεννήθηκε το 484 π.Χ. στην Αλικαρνασσό της Μικράς Ασίας, η οποία εκείνη την περίοδο βρισκόταν υπό περσική κατοχή. Έγραψε το έργο «Ιστορίαι» γύρω στα 440-430 π.Χ, προσπαθώντας να ανακαλύψει τις πραγματικές αιτίες των Ελληνοπερσικών πολέμων[4], οι οποίοι ολοκληρώθηκαν το 450 π.Χ.[5] Η μέθοδος του Ηρόδοτου αποτελούσε καινοτομία και σύμφωνα με μερικούς ιστορικούς, ο Ηρόδοτος έχει εφεύρει την ιστορία που ξέρουμε.[5] Κατά τον Παπαρρηγόπουλο: «Ο Ηρόδοτος είναι ο δημιουργός της αληθούς ιστορικής τέχνης...πρώτος ενόησεν ότι η ιστορία δεν είναι απλούς πραγμάτων κατάλογος, αλλά και η τεχνική των πραγμάτων τούτων συναρμολογία και η εξήγησις του χαρακτήρος αυτών».[6] Κατά τον Τομ Χόλλαντ: «Για πρώτη φορά, ένας ιστορικός αποφάσισε να αποκαλύψει τα αίτια ενός πολέμου, ο οποίος έληξε πρόσφατα, χωρίς να καταγράφει μύθους, αλλά αιτίες, τις οποίες θα μπορούσαμε να ελέγξουμε προσωπικά»[5]
Ο Θουκυδίδης είχε αμφισβητήσει το έργο του Ηροδότου, καθώς η προσωπική άποψη του τελευταίου εμφανιζόταν συχνά στο έργο του.[7][8]Παρ' όλ' αυτά, ο Θουκυδίδης αποφάσισε να ξεκινήσει το έργο του εκεί όπου ο Ηρόδοτος σταμάτησε (στην πολιορκία της Σηστού) αλλά σταμάτησε την προσπάθεια, επειδή πίστευε ότι το έργο του Ηροδότου δεν χρειαζόταν επαναγραφή ή διορθώσεις, γιατί ήταν ακριβές.[8] Η αξιοπιστία του Ηροδότου έχει αμφισβητηθεί και από άλλους ιστορικούς. Ο Παυσανίας, στα Φωκικά, αναφέρεται στην περιγραφή του Ηροδότου για τη μάχη των Θερμοπυλών, όπου ο δεύτερος καταγράφει ότι οι Θηβαίοι παραδόθηκαν, όπως και 80 Μυκηναίοι[9]. ΟΠλούταρχος, στο έργο Περί της Ηροδότου κακοήθειας (αν όντως το έγραψε αυτός), κατηγορεί τον Ηρόδοτο επειδή ο τελευταίος ζήτησε χρήματα από τους Θηβαίους, και επειδή δεν τα έλαβε, έγραψε ότι οι Θηβαίοι δείλιασαν και παραδόθηκαν[10]. Οπωσδήποτε οι κατηγορίες που εκτοξεύει το σύγγραμμα αυτό κατά του Ηρόδοτου κάθε άλλο παρά σοβαρές είναι.[11] Την περίοδο της Αναγέννησης, παρά το γεγονός ότι οι άνθρωποι συνέχιζαν να διαβάζουν το έργο του Ηροδότου, ο ιστορικός είχε κακή φήμη.[12] Παρ' όλ' αυτά, τα αρχαιολογικά ευρήματα επιβεβαίωσαν τα γραφόμενα του Ηροδότου και αποκατέστησαν τη φήμη και την αξιοπιστία του, ειδικά ως προς τα γεγονότα που εξέτασε αυτοπροσώπως.[13][14] Οι σύγχρονοι ιστορικοί θεωρούν το έργο του αξιόπιστο, αλλά έχουν αμφιβολίες για τους αριθμούς των νεκρών και τις ημερομηνίες των μαχών.[14][15]. Αρχαιολογικά ευρήματα, όπως η δελφική Στήλη των Όφεων, υποστηρίζουν τα αναφερόμενα από τον Ηροδότο.[16]
Υπόβαθρο
Οι ρίζες της εχθρότητας Ελλήνων και Περσών βρίσκονται στην Ιωνική Επανάσταση. Οι Πέρσες, αν και η αυτοκρατορία τους ήταν σχετικά νέα, κατέπνιγαν βίαια τις επαναστάσεις των υποτελών τους - σύμφωνα με τους ιστορικούς, ο Δαρείος ήταν σφετεριστής, ο οποίος πέρασε τα περισσότερα χρόνια της ζωής του στους πολέμους εναντίον των εξεγερμένων υποτελών του.[17] Πριν την Ιωνική Επανάσταση, ο Δαρείος κατέλαβε τη Θράκη και ανάγκασε τη Μακεδονία να συμμαχήσει μαζί του. Η Ιωνική Επανάσταση απείλησε τη σταθερότητα της Περσικής Αυτοκρατορίας, γι' αυτό και ο Δαρείος ορκίστηκε να τιμωρήσει τις ελληνικές πόλεις που συμμετείχαν σ' αυτή, όπως η Αθήνα και η Ερέτρια.[18]
Η επανάσταση ξεκίνησε μετά την αποτυχημένη πολιορκία της Νάξου από τον Μιλήσιο τύραννο Αρισταγόρα και τον Αρταφέρνη (πατέρα του Αρταφέρνη που συμμετείχε στη μάχη του Μαραθώνα).[19] Ο Αρισταγόρας, προβλέποντας ότι θα πέσει στην δυσμένεια του Δαρείου κήρυξε τη Μίλητο δημοκρατία και το παράδειγμα του ακολούθησαν και άλλες ιωνικές πόλεις.[20] Τότε, ο Αρισταγόρας πήγε στην Ελλάδα για να ζητήσει βοήθεια την οποία έδωσαν τελικά η Αθήνα και η Ερέτρια.
Από την Αθήνα στάλθηκαν είκοσι τριήρεις, ενώ άλλες πέντε στάλθηκαν από την Ερέτρια.[21] Οι Έλληνες κατάφεραν να καταστρέψουν τις Σάρδεις[22] αλλά παρ' ολ' αυτά, ο ελληνικός στρατός καταστράφηκε. Η Ιωνική Επανάσταση έληξε με νίκη του περσικού στόλου το 493 π.Χ και αργότερα ο Δαρείος επέκτεινε την αυτοκρατορία του στο Ανατολικό Αιγαίο[23] και στην Προποντίδα.[24] Το 492 π.Χ, καθώς η Ιωνική Επανάσταση είχε λήξει, ο Δαρείος έστειλε στρατό, υπό την ηγεσία τουΜαρδόνιου, ο οποίος ανάκτησε τη Θράκη και ανάγκασε τους Μακεδόνες να συμμαχήσουν με την Περσία - τελικά, όμως, ο περσικός στόλος καταστράφηκε λόγω θύελλας στο Όρος Άθως.[25]
Μετά από δύο έτη, ο Δαρείος - που είχε συμβούλους στην αυλή του τους εξόριστους από την Αθήνα Πεισιστρατίδες και τον επίσης εξόριστο βασιλιά της Σπάρτης Δημάρατο - έστειλε στρατό στην Ελλάδα, υπό την ηγεσία του Αρταφέρνη (γιο του σατράπη των Σαρδέων) και του Δάτη (Μήδου ναύαρχου), με διαταγές να καταλάβουν τις Κυκλάδες, να τιμωρήσουν τη Νάξο για την αντίσταση κατά των Περσών (πριν την Ιωνική Επανάσταση) και να τιμωρήσουν τις πόλεις της Αθήνας και της Ερέτριας.[26] Αφού κατέλαβαν το Αιγαίο, οι Πέρσες επιτέθηκαν στην Ερέτρια. Παρά την αντίσταση της, ο Εύφορβος ο Αλκιμάχου και ο Φίλαγρος ο Κυνέου άνοιξαν τις πύλες της πόλης στους Πέρσες, οι οποίοι την κατέστρεψαν και έστειλαν πολλούς αιχμάλωτους στην Περσία.[27] Τότε, οι Πέρσες κινήθηκαν προς την Αθήνα.
Πρελούδιο
Οι Πέρσες, αφού πέρασαν την Αττική, στρατοπέδευσαν στον Μαραθώνα (40 χιλιόμετρα από την Αθήνα) μετά από συμβουλή του Ιππία.[28] Αρχηγός της αθηναϊκής δύναμης ήταν οΜιλτιάδης, ο οποίος ήξερε καλά τις περσικές τακτικές, γι' αυτό και οι Αθηναίοι αποφάσισαν να κλείσουν τις δύο εξόδους των στενών του Μαραθώνα.[29] Ταυτόχρονα, ο Φειδιππίδης, κήρυκας και δρομέας από την Αθήνα, στάλθηκε στη Σπάρτη για να ζητήσει βοήθεια[30], αλλά οι Σπαρτιάτες, επικαλούμενοι θρησκευτικούς λόγους, απάντησαν ότι θα στείλουν στρατό μετά την πανσέληνο. Μόνο χίλιοι οπλίτες από τις Πλαταιές έφθασαν στον Μαραθώνα για να βοηθήσουν τους Αθηναίους.[31]
Για πέντε ημέρες, οι δύο στρατοί δεν αποφάσιζαν να επιτεθούν ο ένας στον άλλο. Τα πλευρά των Αθηναίων, όπως δηλώνει ο Κορνήλιος Νέπως, ήταν καλά προστατευμένα από τους ψηλούς λόφους.[29] Κατά τον Τομ Χόλλαντ, αυτό εξυπηρετούσε τη στρατηγική των Αθηναίων, οι οποίοι περίμεναν την άφιξη των Σπαρτιατών.[32] Οι Αθηναίοι είχαν στη διοίκηση τους δέκα στρατηγούς, ένα από κάθε φυλή[33] - πολέμαρχος ήταν ο Καλλίμαχος ο Αφιδναίος.[34] Ο Ηρόδοτος γράφει ότι κάθε ημέρα διοικούσε ένας στρατηγός[35] - γι' αυτό, ο Μιλτιάδης αποφάσισε να επιτεθεί την ημέρα, κατά την οποία διοικητής του στρατού θα ήταν ο ίδιος.[35] Κατά τους σύγχρονους ιστορικούς, οι Αθηναίοι θα διακινδύνευαν πολλά αν επετίθεντο πριν από την άφιξη των Σπαρτιατών.[36][37]
Ούτε οι Πέρσες ούτε οι Έλληνες ήθελαν να διακινδυνεύσουν μια μάχη.[36][38] Παρ' ολ' αυτά, παραμένει άγνωστη η αιτία που οδήγησε τους Αθηναίους να επιτεθούν.[36] Σύμφωνα με μια εκδοχή, οι Αθηναίοι είχαν μάθει από τους Ίωνες ότι οι Πέρσες απομάκρυναν τον ιππικό τους - αυτό αναφέρεται στο λεξικό «Σούδα»:
Υπήρξαν πολλές παραλλαγές της θεωρίας αυτής, αλλά σύμφωνα με ιστορικούς, το περσικό ιππικό είχε μεταφερθεί στα πλοία, έτσι ώστε να επιτεθεί στην Αθήνα όσο το πεζικό θα αντιμετώπιζε τους Αθηναίους στον Μαραθώνα[32] - αυτή η παραλλαγή βασίζεται στην αναφορά του Ηροδότου, ότι το περσικό πεζικό έπλευσε γύρω από το Σούνιο για να επιτεθεί στην Αθήνα.[41] Κατά τον Λάνεζμπυ, οι Πέρσες βάδισαν για να επιτεθούν στους Αθηναίους, κάτι που οδήγησε στην αρχή της μάχης - αργότερα όμως, βλέποντας τους Πέρσες να προωθούνται, οι Αθηναίοι αποφάσισαν να τους επιτεθούν. Δεν είναι σαφές ποια από τις δύο θεωρίες είναι η ορθότερη, παρ´ ολ´ αυτά είναι αποδεκτή κάποια δραστηριότητα των Περσών κατά την πέμπτη μέρα