Οι Έλληνες μπήκαν στην πόλη και σκότωναν τον πληθυσμό της καθώς κοιμόταν στα σπίτια του. Η σφαγή συνεχίστηκε και την επόμενη μέρα. Όσοι Τρώες πρόλαβαν, πολέμησαν απεγνωσμένοι με ιδιαίτερο πείσμα, παρόλο που βρέθηκαν αιφνιδιασμένοι, ανοργάνωτοι και χωρίς κάποιον ηγέτη να τους καθοδηγήσει. Κάποιοι υπερασπιστές πετούσαν κομμάτια των οροφών των σπιτιών στους κατεστραμμένους δρόμους της πόλεις για να εμποδίσουν τους εισβολείς. Τελικά, οι τελευταίοι αμυνόμενοι χάθηκαν μέσα στην λαίλαπα της καταστροφής και των σφαγών.
Ο Νεοπτόλεμος σκότωσε τον Πρίαμο που είχε καταφύγει ικέτης στο ναό του Δία. Ο Μενέλαος σκότωσε τον Δηίφοβο, τον σύζυγο της Ελένης και κινήθηκε να σκοτώσει και την Ελένη αλλά μόλις αντίκρισε την ομορφιά της χαμήλωσε το ξίφος του και τις συγχώρεσε την απιστία.
Ο Αίας ο Λοκρός, βίασε την Κασσάνδρα στον ναό της Αθηνάς. Εξαιτίας αυτής της ύβρις αποφασίστηκε από τους Αχαιούς, με προτροπή του Οδυσσέα, να τον λιθοβολήσουν μέχρι θανάτου, αλλά κατέφυγε στο ιερό της Αθηνάς και σώθηκε.
Ο Αντήνορας, που είχε φιλοξενήσει τον Μενέλαο και τον Οδυσσέα, όταν είχαν σταλεί πρεσβεία για να ζητήσουν την Ελένη, δεν πειράχτηκε ούτε ο ίδιος ούτε η οικογένειά του. Ο Τρώας Αινείας μαζί πήρε τον ανήμπορο πατέρα του στην πλάτη και διέφυγε. Σύμφωνα με τον Απολλόδωρο, του επετράπη να φύγει λόγω του ηθικού χαρακτήρα του.
Οι Έλληνες ισοπέδωσαν την πόλη και διαμοίρασαν την λεία. Η Κασσάνδρα δόθηκε στον Αγαμέμνονα, η Ανδρομάχη στον Νεοπτόλεμο και ηΕκάβη στον Οδυσσέα.
Οι Έλληνες πέταξαν τον Αστυάνακτα, το βρέφος παιδί του Έκτορα από τα τείχη της πόλης, με σκοπό να αποτρέψουν πιθανή εκδίκηση του όταν θα ενηλικιωνόταν. Επίσης θυσίασαν την Πολυξένη στον τάφο του Αχιλλέα, όπως απαίτησαν οι χρησμοί.