Πελοποννησιακός Πόλεμος
Οι αιτίες του Πελοποννησιακού Πολέμου είναι μέχρι σήμερα αντικείμενο συζήτησης των ιστορικών, καθώς δεν υπάρχει ταύτιση ως προς τα συγκεκριμένα αιτία που οδήγησαν στον καταστροφικό για όλους τους Έλληνες πόλεμο. Πολλοί αρχαίοι ιστορικοί αποδίδουν κύρια ευθύνη στον Περικλή και στην Αθήνα. Ο Πλούταρχος, πιστεύει ότι κύριος λόγος του μεγάλου πολέμου ήταν η υπεροψία της Αθήνας και της μεγάλης ναυτικής ηγεμονίας που είχε δημιουργήσειστ[›]. Ο Θουκυδίδης, αποδίδει τον πόλεμο στη σπαρτιατική πλευρά και στο φόβο των Σπαρτιατών μπροστά στη δημιουργία μίας ισχυρής Αθήνας και της ολοένα αυξανόμενης δύναμής της. Ο Θουκυδίδης έχει κατηγορηθεί για αντισπαρτιατικές απόψεις τουζ[›].
Ο Περικλής ήταν πεπεισμένος ότι ο πόλεμος με την Πελοποννησιακή Συμμαχία ήταν πραγματικά αναπόφευκτος, αν όχι καλοδεχούμενος[56]. Γι' αυτόν ακριβώς το λόγο, δε δίστασε να στείλει τον αθηναϊκό στόλο στην Κέρκυρα, ώστε να βοηθήσει τον κερκυραϊκό στόλο που πολεμούσε εναντίον του κορινθιακού στόλου, παραδοσιακού συμμάχου της Σπάρτης. Το 433 π.Χ., ο ενωμένος αθηναϊκός και κερκυραϊκός στόλος αντιμετώπισε τον κορινθιακό στα νερά της Κέρκυρας, σε μία μάχη χωρίς τελικό νικητή. Το 432 π.Χ., οι Αθηναίοι κέρδισαν τους Κορίνθιους αποίκους στη μάχη της Ποτίδαιας, στις ακτές της Μακεδονίας, ενισχύοντας το αντι-αθηναϊκό αίσθημα των Κορινθίων. Την ίδια περίοδο, ο Περικλής επέβαλε οικονομικό αποκλεισμό στη γειτονική πόλη των Αθηνών, τα Μέγαρα, διαλύοντας την οικονομία της πόλης και τραυματίζοντας την τριακονταετή συμφωνία ειρήνης με τη Σπάρτη, η οποία ήταν σύμμαχος των Μεγαρέων. Οι Αθηναίοι, με τη σειρά τους, θεωρούσαν πως οι Μεγαρείς είχαν καλλιεργήσει ιερή γη που ήταν αφιερωμένη στη θεά Δήμητρακαι επιπλέον παραχωρούσαν άσυλο σε δούλους που ξέφευγαν από την Αθήνα, γεγονός ανίερο για τους ίδιους[57].
Μετά από συνομιλίες με τους συμμάχους της, η Σπάρτη απαίτησε από την Αθήνα την εκδίωξη των μελών της αριστοκρατικής οικογενείας των Αλκμεωνιδών από την Αθήνα, συμπεριλαμβανομένου του ίδιου του Περικλή, και να άρει αμέσως το εμπάργκο που επέβαλε εναντίον της πόλης των Μεγάρων, απειλώντας με πόλεμο εάν οι απαιτήσεις της δεν πραγματοποιούνταν. Σκοπός της απαίτησης των Σπαρτιατών ήταν η δημιουργία χάσματος μεταξύ του Περικλή και του Δήμου, γεγονός που συνέβη λίγα χρόνια αργότερα[58]. Οι Αθηναίοι ακολούθησαν τις οδηγίες του Περικλή, που παρότρυναν να μη δεχθούν τις παράλογες απαιτήσεις των αντιπάλων τους, αφού η Αθήνα ήταν στρατιωτικά ισχυρότερη. Ο Περικλής δεν ήθελε να υποχωρήσει στις απαιτήσεις της Σπάρτης, επειδή πίστευε ότι σε αυτή την περίπτωση θα επανερχόταν με περισσότερες απαιτήσεις[59]. Υποστήριξε πως η Αθήνα θα προέβαινε σε άρση του εμπάργκο στα Μέγαρα, μόνο εάν η Σπάρτη εγκατέλειπε την τακτική της ξενηλασίας και αναγνώριζε την αυτονομία των συμμαχικών της πόλεων, άποψη που μαρτυρά ότι και η Σπαρτιατική Ηγεμονία ήταν σκληρή[60]. Οι όροι του Περικλή δεν έγιναν αποδεκτοί από τη Σπάρτη, και με δεδομένο πως καμία πλευρά δεν υποχωρούσε, ο πόλεμος ήταν πλέον αναπόφευκτος. Υπάρχουν πολλοί λόγοι που υποχρέωσαν τον Περικλή σε αυτή την άκαμπτη στάση. Ο πρώτος, όπως υποστηρίζουν ο Αθανάσιος Γ. Πλατιάς και ο Κωνσταντίνος Κολιόπουλος, είναι πως ο Περικλής επέλεξε τον πόλεμο από την υποχώρηση μπροστά στις απαιτήσεις της Σπάρτης, επειδή δεν ήθελε να δείξει ότι η Αθήνα και η Δηλιακή Συμμαχία (Αθηναϊκή Ηγεμονία) ήταν αδύναμες, κάτι που ενδεχομένως ήταν σε θέση να διαταράξει τη συμμαχία.
Πρώτο έτος του πολέμου
Το 431 π.Χ., και ενώ η ειρήνη ήταν εύθραυστη, ο βασιλιάς της ΣπάρτηςΑρχίδαμος Β΄ απέστειλε μία νέα αντιπροσωπεία, με την οποία ζήτησε από την Αθήνα να δεχτεί τους όρους της Σπάρτης. Στη σπαρτιατική αντιπροσωπεία δεν επετράπη η είσοδος στην Αθήνα, καθώς ο Περικλής είχε απαγορεύσει κάτι τέτοιο, εφόσον διαπιστωνόταν ότι η Σπάρτη είχε λάβει στρατιωτικά μέτρα εναντίον της Αθήνας. Εκείνη την περίοδο, ο σπαρτιατικός στρατός συγκεντρωνόταν στην Κόρινθο και οι Αθηναίοι αρνήθηκαν για αυτό το λόγο την είσοδο στους αντιπροσώπους της Σπάρτης[61]. Όταν και οι τελευταίες του προσπάθειες για διαπραγματεύσεις με τους Αθηναίους απέτυχαν, ο Αρχίδαμος εισέβαλε στην Αττική αλλά την βρήκε έρημη, καθώς ο Περικλής είχε πείσει τους Αθηναίους να οχυρωθούν πίσω από τα τείχη της Αθήνας[62]. Δεν υπάρχουν πληροφορίες για τον τρόπο με τον οποίο ο Περικλής κατόρθωσε να πείσει τον αγροτικό πληθυσμό της Αττικής να εγκαταλείψει τα χωράφια και τις περιουσίες του. Για πολλούς, η μετακίνηση αυτή συνιστούσε βίαιη αλλαγή του τρόπου ζωής τους[63]. Έτσι, πολλοί αγρότες δεν ήταν καθόλου ικανοποιημένοι από την απόφαση του Περικλή. Εκείνος τους καθησύχασε με το επιχείρημα πως εάν ο εχθρός δεν κατέστρεφε την ακίνητη περιουσία του, που βρισκόταν έξω από τα τείχη, τότε θα την παραχωρούσε στο κράτος. Κατά τον Θουκυδίδη, ο Περικλής έδωσε αυτή την υπόσχεση θεωρώντας πως ο Αρχίδαμος, ο οποίος ήταν φίλος του, πιθανώς δεν θα κατέστρεφε την περιουσία του, είτε σε ένδειξη φιλίας, είτε στα πλαίσια πολιτικής σκοπιμότητας, προκειμένου να απομονώσει πολιτικά τον Περικλή από το Δήμο[64]. Σε κάθε περίπτωση, βλέποντας οι Αθηναίοι μέσα από τα τείχη την καταστροφή της περιουσίας τους στην ύπαιθρο, άρχισαν να δείχνουν την έντονη δυσαρέσκειά τους προς τον Περικλή, ενώ πολλοί από αυτούς θεωρούσαν πως τους εξώθησε στον πόλεμο. Παρά τη μεγάλη πίεση, ο Περικλής αρνήθηκε να αλλάξει την αρχική του στρατηγική απέναντι στον πόλεμο. Επίσης αρνήθηκε να ζητήσει τη γνώμη της Εκκλησίας του Δήμου, φοβούμενος μήπως οι Αθηναίοι αποφασίσουν να πολεμήσουν μόνοι τους τον ισχυρό Σπαρτιατικό Στρατό στην ύπαιθρο.[65]. Τις συνελεύσεις των Πρυτάνεων, ο Περικλής δεν τις είχε υπό τον έλεγχό του, αλλά ο σεβασμός που είχε από τους Πρυτάνεις ήταν αρκετός ώστε να δεχτούν τις απόψεις του.[66]. Ενώ ο σπαρτιατικός στρατός παρέμενε στην Αττική, ο Περικλής έστειλε ένα στόλο 100 πλοίων να λεηλατήσει τα παράλια της Πελοποννήσου και τοποθέτησε το ιππικό να φυλά τα κτήματα κοντά στα τείχη της πόλεως.[67]. Όταν ο εχθρός έφυγε και η λεηλασία της αττικής υπαίθρου έλαβε τέλος, ο Περικλής πρότεινε ένα νόμο, σύμφωνα με τον οποίο η Αθήνα έπρεπε να δεσμεύσει ένα ποσό 1.000 ταλάντων και 100 πλοία, εάν η Αθήνα δεχόταν επίθεση από τη θάλασσα. Ακόμη, επέβαλε νόμο που καταδίκαζε σε θάνατο οποιονδήποτε πρότεινε διαφορετική χρήση των χρημάτων ή των πλοίων. Το φθινόπωρο του 431 π.Χ., ο Περικλής εισέβαλε στα Μέγαρα και λίγους μήνες αργότερα, και πιο συγκεκριμένα τον χειμώνα του 431 προς 430 π.Χ., απάγγειλε τον περίφημο Επιτάφιο Λόγο του, και με μνημειώδη συναισθηματισμό τίμησε τη δημοκρατία και τους πεσόντες πολεμιστές για την Αθήνα στη διάρκεια του πρώτου έτους του πολέμου
Τελευταίες στρατιωτικές επιχειρήσεις και ο θάνατός του
Το 430 π.Χ., ο Σπαρτιατικός Στρατός λεηλάτησε την Αττική για δεύτερη φορά αλλά ο Περικλής αρνήθηκε να αντιπαραταχθεί στους Σπαρτιάτες, και για δεύτερη φορά αρνήθηκε να αλλάξει την αρχική του στρατηγική[69]. Καθώς δεν επιθυμούσε να πολεμήσει τους Σπαρτιάτες σε ανοιχτή μάχη, ηγήθηκε ξανά μίας αθηναϊκής εκστρατείας ώστε να λεηλατήσει τα παράλια της Πελοποννήσου, παίρνοντας αυτή τη φορά 100 πλοία μαζί του. Σύμφωνα με τον Πλούταρχο, πριν την αρχή της εκστρατείας συνέβη μία έκλειψη Ηλίου που φόβισε τα πληρώματα των πλοίων, αλλά ο Περικλής τους καθησύχασε με τη βοήθεια των αστρονομικών γνώσεων που είχε αποκτήσει από τον Αναξαγόρα[70]. Το καλοκαίρι, στην Αθήνα ξέσπασε ο λοιμός που προκάλεσε το θάνατο μεγάλου μέρους του πληθυσμού[71]. Η προέλευση του λοιμού είναι μέχρι σήμερα αντικείμενο μελέτης των επιστημόνωνη[›]. Στην περίπτωση του λοιμού, ο δήμος ξεσηκώθηκε εναντίον του Περικλή, και εκείνος υποχρεώθηκε να υπερασπιστεί τον εαυτό του, με ένα συναισθηματικό τελευταίο λόγο, μέρος του οποίου παραδίδεται από τον Θουκυδίδη[72]. Θεωρείται μεγάλη πράξη του Περικλή που δείχνει τις αρετές του, αλλά και την απογοήτευσή του, μπροστά στην αχαριστία των συμπολιτών του. Προσωρινά κατάφερε να μειώσει το μένος του Δήμου εναντίον του, αλλά οι εσωτερικοί εχθροί του επανεμφανίστηκαν, και κατάφεραν να του στερήσουν το αξίωμα του Στρατηγού και να τον τιμωρήσουν με χρηματικό πρόστιμο μεταξύ 15 και 50 ταλάντων[70]. Οι αρχαίες πηγές αναφέρουν ότι ο Κλέων, ένας νέος και φιλόδοξος πολιτικός ανταγωνιστής, ήταν ο εισαγγελέας στην δίκη του Περικλή.
Παρόλα αυτά, ο Περικλής επανέκτησε την εμπιστοσύνη του λαού και επανεξελέγη Στρατηγός, μόλις έναν χρόνο αργότερα, το 429 π.Χ.θ[›]. Ανέκτησε τον έλεγχο του αθηναϊκού στρατού και ηγήθηκε της Αθήνας σε όλες τις στρατιωτικές επιχειρήσεις το 429 π.Χ., έχοντας και πάλι την αθηναϊκή εξουσία στα χέρια του. Την ίδια χρονιά, ο Περικλής είδε τους δύο γιους του, τον Πάραλο και τον Ξάνθιππο να πεθαίνουν από το φοβερό λοιμό που χτύπησε την πόλη. Πέθανε και ο ίδιος από το λοιμό, τον Αύγουστο του 429 π.Χ.
Λίγο πριν το θάνατό του, οι φίλοι του Περικλή είχαν μαζευτεί γύρω από το κρεβάτι του, μιλώντας για τα κατορθώματά του κατά τη διάρκεια της ειρήνης, αλλά και για τα εννέα πολεμικά του τρόπαια. Ο Περικλής, παρόλο που ήταν άρρωστος, τους διέκοψε, λέγοντας πως είχαν ξεχάσει να αναφέρουν το σημαντικότερο κατόρθωμά του, που κατά τον ίδιο ήταν το γεγονός πως ποτέ κανένας εν ζωή Αθηναίος δεν έκλαψε γι' αυτόν[73]. Ο Περικλής, σύμφωνα με τον Θουκυδίδη, έζησε κατά τα πρώτα δυόμιση χρόνια του Πελοποννησιακού Πολέμου, και ο θάνατος του ήταν καταστροφικός για την Αθήνα, καθώς οι πολιτικοί διάδοχοί του ήταν υποδεέστεροι και προτιμούσαν να κατηγορούν τους άλλους για τα μειονεκτήματά τους, αντί να κάνουν κάτι καλό για την πόλη τους. Οι πολιτικοί του διάδοχοι ήταν απλώς δημαγωγοί που ως αποκλειστικό στόχο είχαν την κατάληψη της εξουσίας, ενώ η πολιτική τους ήταν καταστροφική για την Αθήνα[74]. Γράφοντας αυτά, ο Θουκυδίδης εκφράζει την πικρία του, όχι μόνο για το χαμό ενός άνδρα που θαύμαζε, αλλά και για τη δύναμη και τη δόξα της Αθήνας που είχε αρχίσει να φθίνει.
Προσωπική Ζωή
Ο Περικλής ακολουθώντας την αθηναϊκή παράδοση της εποχής, παντρεύτηκε πρώτα μία γυναίκα που ήταν κοντινή συγγενής του, με την οποία απέκτησε δύο παιδιά, τον Ξάνθιππο και τον Πάραλο. Ο γάμος τους όμως δεν ήταν ευτυχισμένος και γύρω στο 445 π.Χ., ο Περικλής χώρισε τη γυναίκα του και την προσέφερε σε έναν άλλο άνδρα για γάμο, με τη σύμφωνη γνώμη των αρσενικών μελών της οικογένειας της γυναίκας του[75]. Το όνομα της πρώτης του γυναίκας δεν είναι γνωστό, η μόνη πληροφορία που έχουμε σήμερα είναι ότι ήταν σύζυγος κάποιου Ιππόνικου, πριν παντρευτεί τον Περικλή, και μητέρα του Καλλία, από τον πρώτο της γάμο[76]. Η γυναίκα με την οποία συνδέθηκε ήταν η Μιλήσια Ασπασία, εταίρα από την Μίλητο και κατά πολλά χρόνια νεότερή του. Ο Σωκράτης την περιέγραψε ως την πιο έξυπνη και πνευματική γυναίκα της εποχής της. Η σχέση αυτή ήταν υπερβολικά τολμηρή, επειδή ο Περικλής της συμπεριφερόταν ως ίση προς ίσο, και σκεπτόμενοι με δεδομένη την κοινωνική θέση της γυναίκας στην Αρχαία Αθήνα, κάτι τέτοιο ήταν αδιανόητο για τους περισσότερους άνδρες εκείνης της εποχής.
Ακόμη και ο γιος του Περικλή Ξάνθιππος, ο οποίος είχε πολιτικές φιλοδοξίες, δε δίστασε να καταδικάσει αυτή τη σχέση του πατέρα του[77]. Αυτές οι κατηγορίες δεν έριξαν το ηθικό του, παρόλο που ξέσπασε σε κλάματα όταν τον κατηγόρησαν ότι διέφθειρε την ηθική της πόλης του, με αυτήν του την σχέση. Η μεγαλύτερη προσωπική του τραγωδία ήταν ο θάνατος των δύο παιδιών του, του Ξάνθιππου και του Πάραλου, από τον πρώτο του γάμο, καθώς και ο θάνατος της αδελφής του. Όλοι αυτοί πέθαναν από τον φοβερό λοιμό που χτύπησε την Αθήνα τα πρώτα χρόνια του Πελοποννησιακού Πολέμου. Ο θάνατος τόσων συγγενικών προσώπων ήταν κάτι το οποίο ποτέ δεν κατάφερε ψυχολογικά να ξεπεράσει. Λίγο πριν από τον θάνατό του, οι Αθηναίοι άλλαξαν τον νόμο του 451 π.Χ. για το δικαίωμα στην αθηναϊκή υπηκοότητα, που έκανε τον μισό-Αθηναίο γιο του που είχε αποκτήσει με την Ασπασία, Περικλή τον νεώτερο, Αθηναίο πολίτη και νόμιμο κληρονόμο του.[78] Από ειρωνεία της τύχης, ο ίδιος ο Περικλής είχε προτείνει να ψηφιστεί αυτός νόμος που έλεγε ότι μόνο όσοι έχουν και τους δύο γονείς Αθηναίους έχουν το δικαίωμα στην υπηκοότητα της πόλης
Αποτίμηση
Ο Περικλής σημάδεψε μία ολόκληρη εποχή και ενέπνευσε αντικρουόμενες απόψεις για τις αποφάσεις που έλαβε στη διάρκεια της πολιτικής σταδιοδρομίας του. Το γεγονός πως ήταν στρατηγός, ρήτορας και πολιτικός ηγέτης, την ίδια ακριβώς εποχή, δυσχεραίνει την αντικειμενική αποτίμηση των ενεργειών του.
Ηγετικές ικανότητες
Μερικοί σύγχρονοι μελετητές όπως η Σάρα Ρούντεν, αποκαλούν τον Περικλή λαϊκιστή και δημαγωγό[80], ενώ άλλοι εκφράζουν τον θαυμασμό τους για τις ηγετικές του ικανότητες. Σύμφωνα με τον Πλούταρχο, όταν ο Περικλής ανέλαβε την εξουσία των Αθηνών, δεν ήταν πια ο ίδιος άνδρας όπως πριν αλλά είχε πραγματικά αλλάξει[81]. Οι αρχαίοι ιστορικοί υποστηρίζουν ότι ο Περικλής ήταν πραγματικά αδιάφθορος πολιτικός αλλά δεν ήταν αντίθετος στον πλουτισμό. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο ιστορικός Θουκυδίδης δίνει ελάχιστη σημασία στις αρνητικές πλευρές του πολιτικού βίου του Περικλή, αλλά γράφει κυρίως για τις θετικές. Από την άλλη, ο Πλάτωνας, σε έναν από τους διαλόγους του αναφέρει ότι ο Περικλής έκανε την πόλη της Αθήνας μαλθακή και ματαιόδοξη, αφού αυτός επέβαλε το θεσμό των δημοσίων μισθών. Με αυτά τα λόγια, ο Πλάτωνας αποκηρύσσει πλήρως τη μυθοποίηση του Περικλή. Ο Πλούταρχος αναφέρει ότι έσπρωξε τον λαό της Αθήνας σε μία ματαιόδοξη και μαλθακή στάση, λόγω των πολλών φιλολαϊκών μέτρων που πρότεινε και με την υποστήριξη του Δήμου που επέβαλε[82].
Από την άλλη πλευρά, σύμφωνα με τον Θουκυδίδη, ο Περικλής δεν ακολουθούσε αλλά ηγούνταν του λαού της Αθήνας. Κάποιοι μελετητές του 20ού αιώνα, όπως ο Μάλκολμ Μαγκρέγκορ και ο Τζων Μόρρισον, υποστήριξαν ότι πιθανόν ο Περικλής να ήταν μία χαρισματική και δημοφιλής προσωπικότητα που περισσότερο από ηγέτης υπήρξε μέγας σύμβουλος του λαού του[83][84]. Σύμφωνα με τον Ντάνιελ Κινγκ, αυξάνοντας ο Περικλής τη δύναμη του Δήμου, έχασε τον έλεγχο της εξουσίας, αφήνοντας τους Αθηναίους χωρίς πραγματικό ηγέτη. Κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού πολέμου, η ανάγκη του Περικλή να βασιστεί στις ευρύτερες λαϊκές μάζες ήταν κάτι παραπάνω από εμφανής
Στρατιωτικές επιτυχίες
Για περισσότερα από είκοσι χρόνια, ο Περικλής ηγήθηκε ενός μεγάλου αριθμού εκστρατειών, πολλών εκ των οποίων ήταν ναυτικές εκστρατείες. Ποτέ δεν έπαιρνε μεγάλα ρίσκα και ήταν πάντοτε πολύ προσεκτικός στην επιλογή των εκστρατειών. Ακολουθώντας τη στρατηγική σκέψη του Θεμιστοκλή, πίστευε ότι η Αθήνα έπρεπε να βασιστεί στη ναυτική της δύναμη, και θεωρούσε τους Πελοποννήσιους σχεδόν ανίκητους στην ξηρά[85]. Ο Περικλής επίσης προσπάθησε να αμβλύνει το πλεονέκτημα που είχε η πολεμική μηχανή της Σπάρτης στην ξηρά, ξαναχτίζοντας τα τείχη της Αθήνας. Σύμφωνα με τον καθηγητή Κλασσικών Σπουδών στο Πρίνστον, Τζοσία Όμπερ, η στρατηγική της επανακατασκευής των τειχών της πόλης του άλλαξε δραστικά τη χρήση της στρατιωτικής δύναμης στις σχέσεις μεταξύ των ελληνικών πόλεων-κρατών[86].
Κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού Πολέμου, ο Περικλής βασίστηκε σε μία μεγαλειώδη αμυντική στρατηγική, που στόχο της είχε την εξασθένηση του αντιπάλου και τη διατήρηση του status quo[87]. Σύμφωνα με τον Πλατιά και τον Κολιόπουλο, η Αθήνα, ως η ισχυρότερη πόλη, δεν επέλεξε να νικήσει τη Σπάρτη με στρατιωτικά μέσα αλλά να καταστρέψει το στρατηγικό σχέδιο της Σπάρτης και των συμμάχων της. Τα δύο βασικά χαρακτηριστικά της στρατηγικής του Περικλή ήταν η αποφυγή αναβολής των οικονομικών κυρώσεων στα Μέγαρα και στην αποφυγή επέκτασης των συγκρούσεων, που δεν θα ήταν σε όφελος της Αθήναςια[›]. Σύμφωνα με τον Κάγκαν, η επιμονή του Περικλή στην απόρριψη μεγάλων εκστρατειών μάλλον οφείλεται στην πικρή ανάμνηση της αποτυχημένης εκστρατείας στην Αίγυπτο, την οποία είχε υποστηρίξει στην αρχή της πολιτικής του σταδιοδρομίας[88]. Για αυτό το λόγο, ο Χανς Ντέλμπρουκ τον αποκάλεσε ως έναν από τους μεγαλύτερους πολιτικούς και στρατιωτικούς ηγέτες της ιστορίας[89]. Παρόλο που οι συμπολίτες του ενεπλάκησαν σε πολλές στρατιωτικές επιχειρήσεις αμέσως μετά τον θάνατό του, δεν άλλαξαν τη στρατηγική του μέχρι και την τραγική εκστρατεία στη Σικελία[90]. Κατά τον Μπεν ντε Βετ, εάν ο Περικλής ζούσε περισσότερο, η στρατηγική του θα είχε επιτυχία[91].
Οι διαφωνούντες με τη στρατηγικής του Περικλή δεν είναι λιγότεροι από τους υποστηρικτές της. Μια ευρέως διαδεδομένη άποψη θέλει τον Περικλής καλύτερο ρήτορα από στρατηγό[92]. Ο Ντόναλντ Κάγκαν υποστηρίζει ότι η στρατηγική του Περικλή εμπεριείχε ευσεβείς πόθους που πρακτικά ήταν δύσκολο να πραγματοποιηθούν και απέτυχε. Ο Μπάρυ Στράους και ο Τζοσία Όμπερ, έχουν υποστηρίξει ότι ο Περικλής, ως στρατηγός, ήταν αποτυχημένος, συμβάλλοντας στην ήττα της Αθήνας στον πόλεμο. Ο Βίκτορ Ντέιβις Χάνσον προσθέτει ότι ο Περικλής δεν επεξεργάστηκε επαρκώς την επιθετική στρατηγική της πόλης του, ώστε να αντιμετωπίσει με επιτυχία μία πιθανή εισβολή[93][94][95]. Ο Κάγκαν ασκεί κριτική στη στρατηγική του Περικλή σε τέσσερα σημεία. Κατηγορεί τον Περικλή, καταρχήν, για την άρνησή του να προβεί σε μικρές παραχωρήσεις, οδηγώντας με αυτό τον τρόπο στον πόλεμο. Το δεύτερο σημείο της κριτικής του εστιάζει στην έλλειψη μυστικότητας γύρω από τη στρατηγική του, δίνοντας πλεονέκτημα στον αντίπαλο. Επιπλέον, κατά τον Κάγκαν, το σχέδιο ήταν αδύνατο να εκμεταλλευτεί πιθανές ευκαιρίες, ενώ παράλληλα βασιζόταν πολύ στον ίδιο τον Περικλή, με αποτέλεσμα να εγκαταλειφθεί μετά το θάνατό του[96]. Ο Κάγκαν υπολογίζει ότι ο Περικλής δαπανούσε περίπου 2.000 τάλαντα κάθε χρόνο για τις ανάγκες του Πελοποννησιακού πολέμου, και υποστηρίζει ότι ήταν σε θέση να ξοδέψει ένα τέτοιο ποσό μόνο για τρία χρόνια. Θεωρεί κατ' επέκταση πως για αυτό το λόγο, που λογικά ο Περικλής γνώριζε, ήταν προετοιμασμένος για έναν πιο σύντομο σε διάρκεια πόλεμο[97][98]. Άλλοι, όπως ο Ντόναλντ Νάιτ, υποστηρίζουν ότι η στρατηγική του ήταν υπερβολικά αμυντική χωρίς καμία πιθανότητα επιτυχίας.
Από την άλλη πλευρά, ο Πλατιάς και ο Κολιόπουλος, θεωρούν ότι οι Αθηναίοι έχασαν τον πόλεμο μόνον όταν εγκατέλειψαν τη μεγαλοφυή στρατηγική του Περικλή[99]. Κατά τον Χάνσον, η στρατηγική του Περικλή δεν ήταν καινοτόμος, ωστόσο μπορούσε να αποδώσει καρπούς. Κάτι που είναι πολύ συνηθισμένο, είναι η πίστη ότι οι πολιτικοί διάδοχοι του Περικλή δεν είχαν ούτε τις ικανότητες, ούτε τον χαρακτήρα του.[97]. Κοινή πίστη είναι πως οι πολιτικοί διάδοχοι του Περικλή δε διέθεταν ούτε τις ικανότητες, ούτε το χαρακτήρα του
Ρητορικές ικανότητες
Οι σύγχρονοι μελετητές του Θουκυδίδη προσπαθούν ακόμη να επανασυνδέσουν τους λόγους του Περικλή, ώστε να αποκτήσουμε μία πιο ολοκληρωμένη εικόνα για τις ρητορικές ικανότητες του Περικλή, και να διαχωρίσουμε τους λόγους του Περικλή από τα γραπτά του Θουκυδίδηιβ[›]. Επειδή ο Περικλής δεν κατέγραψε ούτε διένειμε τους λόγους τουιγ[›], οι ιστορικοί δεν μπορούν να είναι απολύτως σίγουροι ποιοι λόγοι και ποιές απόψειςιδ[›] ανήκουν στον ίδιο τον Περικλή και ποιοι ανήκουν στον Θουκυδίδη. Ο Θουκυδίδης παραδίδει τρεις από τους λόγους του Περικλή, τους οποίους έγραψε από μνήμης, γεγονός που καθιστά μάλλον απίθανο να μην προσέθεσε προσωπικά στοιχεία στους λόγους του Περικλή για τους οποίους γράφει. Παρόλο που ο Περικλής θεωρείται εξαιρετικός ρήτορας, πολλοί σύγχρονοι μελετητές υποστηρίζουν ότι η ομορφιά των λόγων του Περικλή οφείλεται περισσότερο στις συγγραφικές ικανότητες του Θουκυδίδη παρά στις ρητορικές του Περικλήιε[›]. Πιθανόν ο Θουκυδίδης να ενσωμάτωσε τις συγγραφικές του ικανότητες στους λόγους του Περικλή, ώστε να δημιουργήσει αυτήν την εικόνα που έχουμε σήμερα.
Ο Ντόναλντ Κάγκαν υποστηρίζει ότι ο Περικλής είχε έναν εκλεπτυσμένο τύπο λόγου, που δεν ήταν καθόλου χυδαίος, σε αντίθεση με τους περισσότερους δημαγωγούς της εποχής του. Σύμφωνα με τον Διόδωρο τον Σικελιώτη, θάμπωνε τους συμπολίτες του με τις ικανότητες λόγου που κατείχε. Σύμφωνα με τον Πλούταρχο, ο Περικλής απέφευγε να ξεσηκώνει τα πλήθη όπως ο παθιασμένος ρήτορας Δημοσθένης, αλλά πάντα μιλούσε με έναν πράο και ήρεμο τρόπο. Βεβαίως, ο Πλούταρχος αναφέρει ακόμη ότι οι λόγοι του Περικλή είχαν κάποια δόση υπεροψίας που δεν άρεσε σε πολλούς. Ο Πλούταρχος βασίζει αυτή την πληροφορία σε μαρτυρία του φιλόσοφου Ίωνα από την Χίο, σύγχρονου του Περικλή. Ο Γοργίας, στον ομώνυμο διάλογο του Πλάτωνα, χρησιμοποιεί τη ρητορική ικανότητα του Περικλή ως παράδειγμα μίας πραγματικά ανώτερης ρητορικής ικανότητας. Παρόλα αυτά, στο διάλογο του Μενέξενου, ο Σωκράτης αναφέρει ότι ο Περικλής είχε εκπαιδευτεί στη ρητορική από την Ασπασία, που είχε εκπαιδεύσει πολλούς ρήτορες, και ήταν σαφώς ανώτερος από έναν ρήτορα που είχε διδαχθεί τη ρητορική από τον Αντίφωντα. Επίσης αποδίδει τον Επιτάφιο Λόγο στην Ασπασία και επιτίθεται στους σύγχρονούς του για τη μυθοποίηση του Περικλή.
Οι Αρχαίοι Έλληνες συγγραφείς αποκαλούσαν τον Περικλή «Ολύμπιο», εκθείασαν τις ικανότητές του, και έγραψαν ότι ο Περικλής κουβαλούσε τα όπλα του Δία όταν έβγαζε τους λόγους του. Σύμφωνα με τον Κουιντιλιάνο, ο Περικλής έκανε μία συγκεκριμένη προετοιμασία πριν βγάλει τους λόγους του, δηλαδή πήγαινε και προσευχόταν στους θεούς ώστε να μην εκστομίσει καμία λέξη κατά λάθος. Ο Σερ Ρίτσαρντ Γουέμπ αναφέρει ότι ο Περικλής ήταν ένας μοναδικός πολιτικός, στρατιωτικός και ρήτορας, επειδή κράτησε τη θέση του Στρατηγού για τόσα πολλά χρόνια, που κανείς πριν και μετά από αυτόν δεν κράτησε, και επειδή κέρδισε το σεβασμό των Αθηναίων, με τις σκέψεις και τις πράξεις του, όσο κανείς άλλος.
Κληρονομιά
Ως μεγαλύτερη κληρονομιά που άφησε ο Περικλής θεωρούνται τα έργα τέχνης του Χρυσού Αιώνα της Αθήνας αλλά και τα λογοτεχνικά έργα της εποχής του, που διασώθηκαν μέχρι σήμερα. Η Ακρόπολη των Αθηνών, παρόλο που σήμερα είναι ερειπωμένη, στέκεται μέχρι σήμερα ως σύμβολο της σύγχρονης Αθήνας. Ο ιστορικός Παπαρρηγόπουλος υποστήριξε ότι αυτά τα έργα τέχνης είναι αρκετά για να κάνουν την Ελλάδα αθάνατη σε όλη την υφήλιο. Σε σχέση με την πολιτική κληρονομιά του Περικλή, ο Βίκτωρ Έρενμπεργκ υποστηρίζει ότι το βασικό στοιχείο της πολιτικής κληρονομιάς του Περικλή ήταν ο Αθηναϊκός ιμπεριαλισμός, ο οποίος δεν δίνει πραγματική δημοκρατία και ελευθερία στους πολίτες του[101]. Υποστηρίζεται ότι η προώθηση ενός τέτοιου ιμπεριαλισμού στο τέλος κατέστρεψε την Αθήνα[102]. Ο Περικλής και οι επεκτατικές πολιτικές του ενάντια στις πιο αδύναμες πόλεις-κράτη, έχουν γίνει αντικείμενο συζητήσεων και διαφωνιών.
Άλλοι αναλυτές επισημαίνουν ότι ο Αθηναϊκός ουμανισμός ήταν το κύριο χαρακτηριστικό του Χρυσού Αιώνα[103]. Η ελευθερία του λόγου θεωρείται η μεγαλύτερη και μακροβιότερη κληρονομιά που μας άφησε ο "Αιώνας του Περικλή"[104]. Ο Περικλής θεωρείται ο ιδανικός τύπος ηγέτη στην Αρχαία Ελλάδα και ο Επιτάφιος Λόγος του, ακόμα και σήμερα θεωρείται συνώνυμο της πάλης για τη δημοκρατία και την ελευθερία.