Ο Πάνας (αρχ. Παν) είναι αρχαία ελληνική, ιδεατή, ανθρωπόμορφη και δευτερεύουσα θεότητα, που ήταν συνυφασμένη με την «πανίδα» της Φύσης, (άνθρωποι και ζώα) σε μια αμφίδρομη σχέση προστασίας, αλλά και προσωποποίηση της γενετικής δύναμης της ζωής.
Συνδυάζοντας τον ανθρώπινο και ζωικό παράγοντα, ο Πάνας απεικονιζόταν έχοντας κάτω άκρα ζώου, «Θεός τραγοπόδαρος», πλέον ως προστάτης των κτηνοτρόφων, κυνηγών αλλά και των αλιέων με μόνιμη διαμονή του σε χώρους της φύσης (όρη, δάση, σπήλαια, κοιλάδες, ρεματιές κλπ). Η λατρεία του έλαβε μέγιστη ανάπτυξη παράλληλα με εκείνη του Δία και των άλλων Ολύμπιων Θεών σε όλο τον ελλαδικό χώρο και πέραν αυτού.
Κατά τις κυριότερες μυθολογικές παραδόσεις των αρχαίων Ελλήνων ο Πάνας ήταν γιος:
- (Αρκαδία): Του Ερμή και της νύμφης Πηνελόπης, που μετέστη αργότερα στον ουρανό ως υφάντρα του ουράνιου πέπλου και την οποία μεταγενέστεροι μυθογράφοι την ταύτισαν με τη Σπαρτιάτισσα σύζυγο του Οδυσσέα. Και είχε γεννηθεί στο όρος Κυλλήνη της αρχαίας Αρκαδίας.
- (Αρκαδία): Του Ερμή και της νύμφης Καλλιστούς, συνοδού της θεάς Άρτεμης στην Αρκαδία, που αργότερα μετέστη επίσης στον ουρανό σχηματίζουσα τη Μεγάλη Άρκτο.
- Του Διός και της νύμφης Καλλιστούς ή του Διός και της νύμφης Θύμβριδος, ή
- Του Ουρανού και της Γης, ή
- Του Αιθέρος και κάποιας νύμφης, ή τέλος
- Του Απόλλωνα και της Οινόης.
Ετυμολογία
Πιθανότερη ετυμολογία του ονόματος φέρεται εκ της ρίζας Πα = περιποιούμαι, φυλάσσω και εξ αυτού πάομαι και λατινικό pasco = βόσκω. Ο Μαξ Μύλλερ δίνει ερμηνεία εκ του σανσκριτικού «Παβάνα» (= άνεμος) για αυτό ο Πάνας φέρεται να συμβολίζει το ελαφρύ άνεμο κατά τις πρωινές και απογευματινές ώρες.
Μύθοι
Η εμφάνιση του Πάνα στην Ελληνική Μυθολογία φαίνεται ν΄ ανάγεται στον 7ο αιώνα π.Χ.. Σύμφωνα με τις επικρατέστερες παραδόσεις γεννήθηκε στο όρος Λύκαιον της Αρκαδίας. Μόλις όμως τον αντίκρισε η μητέρα του τον εγκατέλειψε τρομαγμένη από τη μορφή που είχε, με δύο κέρατα κατσικιού στο κεφάλι, μυτερά αυτιά, γενειοφόρος και τραγοπόδαρος. Ο Ερμής που αντελήφθηκε τη σκηνή έσπευσε και προστάτευσε τον έκθετο Πάνα τον οποίο και μετέφερε στον Όλυμπο όπου και τον παρουσίασε στον Δία και τους άλλους θεούς οι οποίοι και τον καλοδέχθηκαν. Στη συνέχεια επέστρεψε και ανατράφηκε από τις αρκαδικές Νύμφες, οπότε και έγινε φίλος του Διονύσου και εμφανίσθηκε πλέον ως προστάτης των γεωργών και κτηνοτρόφων και των προϊόντων τους, φίλος του κρασιού και του γλεντιού.
Ο Πάνας ήταν ο σύντροφος των Νυμφών και ακούραστος εραστής κάθε νέας ή νέου που πλησίαζε το χώρο του δηλαδή την Φύση. Προστάτης του πολλαπλασιασμού των αιγοπροβάτων δεν άργησε να θεωρείται και ο ίδιος επιβήτορας ακόμη και αυτών. Αγαπούσε τη φυσική υπαίθρια ζωή όπου περνούσε ώρες ατέλειωτες παίζοντας με το ποιμενικό του αυλό, τη σύριγγα. Λέγεται μάλιστα ότι η Σύρριγγα (αρχαία: Σύριγξ) ήταν και αυτή Νύμφη η οποία προκειμένου να τον αποφύγει μεταμορφώθηκε σε καλαμιά. Τότε ο πάνας έκοψε απ΄ αυτή ανόμια τεμάχια καλαμιού τα οποία και ένωσε σε σειρά και δημιούργησε τον αυλό του.
Οι ερωτικές του περιπέτειες που είχε με τις διάφορες Νύμφες είναι πολλές σημαντικότερη των οποίων φέρεται εκείνη της αποπλάνησης της Σελήνης, (ιδεατή ερμηνεία της Νέας Σελήνης)
Χαρακτηριστικός επίσης, σχετικά με το πρόσωπό του, είναι και ο θρύλος ότι στη Μάχη του Μαραθώνα βοήθησε τους Έλληνες εναντίον των Περσών με δυνατές και τρομακτικές φωνές επαναλαμβάνοντας ρυθμικά το όνομά του "παν - παν - παν.... με συνέπεια οι Πέρσες, ακούγοντάς τον, καταλήφθηκαν από πανικό (λέξη που προέρχεται από το όνομα Παν) όπου και υποχώρησαν.Λατρεία και ιερά
Όπως είναι φυσικό στην αρχή ο Πάνας λατρευόταν στην Αρκαδία στο όρος που γεννήθηκε ως ποιμενικός και νόμιος δευτερεύων θεός, εξ ού και παλαιότερα η Αρκαδία λεγόταν Πανία. Στο Λύκαιο υπήρχε ο αρχαιότερος ναός αφιερωμένος στον Πάνα και τη Σελήνη. Αργότερα στη Λυκόσουρα δημιουργήθηκε σημαντικός ναός του Πανός στον οποίο ασκούσαν, όπως σημειώνει ο Παυσανίας, και μαντική. Επίσης στη θέση Μέλπεια εκτός από τον ναό του Πανός βρέθηκαν πολυάριθμα πήλινα και χάλκινα εδώλια του 6ου και 5ου αιώνα π.Χ., μάλλον υπό μορφή ταμάτων. Σταδιακά ο Παν λατρευόμενος και από τους αλιείς, εξ ου και η προσωνυμία "Παν ο Ακτιος" ή "Πάν Άκτιος", δημιουργήθηκαν παράλια ίερά κυρίως σε αλιευτικά καταφύγια τηςαρχαιότητας.
Όταν επίσης οι Αθηναίοι τον θεώρησαν σημαντικό συντελεστή στη νίκη τους κατά των Περσών ο Πάνας απέκτησε και τον χαρακτήρα πολεμικής θεότητας. Έτσι στην Αττική πολλά σπήλαια (άντρα) και λόφοι πήραν το όνομά του. Μεταξύ αυτών είναι το σπήλαιο της βορειοδυτικής πλευράς του βράχου της Ακρόπολης της Αθήνας, ένα άλλο στη Πάρνηθα, ένα τρίτο στοΜαραθώνα και ένα τέταρτο στη Βάρη το λεγόμενο "Σπήλαιο του Νυμφολήπτου ή Αρχεδήμου". Σε όλα αυτά βρέθηκαν ανάγλυφα που παρουσιάζουν τον Πάνα τον Ερμή και τις Νύμφες καθώς και πολλά αναθήματα ένα εκ των οποίων είναι και το αναθηματικό ανάγλυφο που εκτίθεται στη Στοά του Αττάλου, (της εικόνας). Επίσης το Πάνειο ή Πανείο όρος, βορειοανατολικά της Βάρης καθώς και ο λόφος ο λεγόμενος σήμερα "Πανί" στη περιοχή Αλίμου ήταν αφιερωμένοι στον Πάνα. Επίσης ο Πάνας λατρευόταν στην Αίγινα, στο Άργος, στη Ψυττάλεια, στηΣικυώνα, στη Τροιζήνα, στον Ωρωπό, στη Μεγαλόπολη, στο Κωρύκειο άντρο και κυρίως στην Πιάνα Αρκαδίας καθώς το χωριό πήρε την ονομασία του από το θεό. Θα πρέπει να σημειωθεί εδώ, πως στο τελευταίο αναφερόμενο χωριό υπάρχει και η σπηλιά του Πάνα, την οποία μπορεί κανείς να επισκεφτεί μόνο με τα πόδια ακολουθώντας το μονοπάτι, ή όπως χαρακτηριστικά μας ενημερώνουν και οι ταμπέλες, ένα "κατσικόδρομο" μέσω μιας διαδρομής απαράμιλλης ομορφιάς (η οποία ξεκινά από την πλατεία του χωριού) και να δει επάνω στο βράχο σχηματισμένη τη μορφή της θεότητας (κοιτάζοντας την είσοδο της σπηλιάς στο επάνω μέρος, διαγωνίως-δεξιά). Κατά το πρόσφατο παρελθόν η σπηλιά είχε χρησιμοποιηθεί από ντόπιους βοσκούς οι οποίοι έβρισκαν εκεί ένα καταφύγιο για να προστατευθούν οι ίδιοι και τα ζώα τους από την βροχή. Το μαύρο χρώμα, που ίσως κάνει εντύπωση στον επισκέπτη, στα τοιχώματα της σπηλιάς προέρχεται από τις φωτιές που άναβαν οι βοσκοί, για να ζεσταθούν το χειμώνα.Η λατρεία όμως του Πάνα υπήρξε και εκτός ελλαδικού χώρου. Συγκεκριμένα στην αιγυπτιακή πόλη Χέμμιν, την "Πανόπολη" των αρχαίων Ελλήνων ο Πάνας ταυτιζόταν με τον θεό Μιν. Στη δε Ρώμησυνδυάστηκε με τον Λούπερκο προς τιμή του οποίου γίνονταν τα Λουπερκάλια. Επίσης στη ελληνιστική περίοδο οι Στωικοί φιλόσοφοι αλλά και οι Ορφικοί φιλόσοφοι ανήγαγαν τον Πάνα ως θεό του "σύμπαντος κόσμου" (εκ του παν = όλος, σύμπαν) και ιδεατή προσωποποίηση της Φύσης και των δυνάμεών της. Στους δε ύστερους χρόνους ο Παν θεωρήθηκε θνητή δαιμονική μορφή. Έτσι με την έλευση τουΧριστιανισμού η μορφή του Πανός αντί της ιδεατής μορφής της υπαίθριας ζωής υιοθετήθηκε μεν αλλά διαστρεβλωμένη ως μορφή του διαβόλου της κόλασης.
Ο Πάνας στη τέχνη
Ο θεός Πάν κατέχει ιδιαίτερη σημαντική θέση στη τέχνη. Τα ιερά του δένδρα ήταν η δρυς και η πίτυς (πεύκο). Σύμβολά του η σύριγγα (ο αυλός του) και η σφενδόνη. Στις θυσίες που του πρόσφεραν περιλαμβάνονταν αγελάδες, κριάρια και πρόβατα καθώς γάλα και μέλι. Η αρχαία τέχνη τον απεικόνισε στις διάφορες ασχολίες του και σε ερωτικές σκηνές με τους Σάτυρους, τον Ερμή και τον Διόνυσο. Σε αττικά αγγεία των κλασικών χρόνων σε ανάγλυφα εδώλια, νομίσματα, τοιχογραφίες, ψηφιδωτά, και σε σαρκοφάγους των ρωμαϊκών χρόνων ο Παν κατέχει ιδιαίτερη θέση.
Σημαντικοί γλύπτες της αρχαιότητας έλαβαν τα θέματά τους από τον Πάνα, πως ο Πραξιτέλης και ο Ζεύξις μερικά των οποίων διασώζονται σε ρωμαϊκά αντίγραφα. Χαρακτηριστικό είναι το σύμπλεγμα του Πάνα (1η εικόνα) που εκτίθεται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο της Αθήνας όπου η Αφροδίτη απειλεί τον Πάνα με το σανδάλι της.
Στους νεότερους χρόνους ο Πάνας συνέχισε ν΄ αποτελεί έμπνευση καλλιτεχνών όπως οι γλύπτες Φραγκαβίλα, Ροντέν και οι ζωγράφοι Ρομάνο,Ρούμπενς, Πουσέν και ακόμη ο Πικάσο- Ο αστεροειδής 4450 Παν (4450 Pan), που ανακαλύφθηκε το 1987, πήρε το όνομά του από τη θεότητα αυτή.