Η Γεωμετρική εποχή
Κατά τον 8ο αιώνα π.Χ. προβάλλοντας από τη Γεωμετρική Περίοδο η Ελλάδα μεταβάλλει τον πολιτισμό της από προφορικό σε γραπτό. Η χρήση ενός προσαρμοσμένου από τη φοινικική γραφή αλφάβητου μας παρέχει τις πρώτες γραπτές μαρτυρίες μιας ουσιαστικής μεταβολής για τον ελληνικό πολιτισμό, ενώ η ανάπτυξη της μνημειακής γλυπτικής και της κεραμικής τον θεμελιώνει σε μια τεχνολογική και καλλιτεχνική βάση. Βέβαια, η ενοποιημένη άποψη που έχουμε σήμερα για τον ελληνικό πολιτισμό δε συνεπάγεται και την ανάλογη ενότητα σε κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο εκείνα τα χρόνια. Εξαιτίας της γεωγραφικής της ιδιαιτερότητας η Ελλάδα της αρχαϊκής και της κλασικής περιόδου ακολουθεί λίγο-πολύ τον τοπικισμό της μυκηναϊκής εποχής, διαιρεμένη σε μικρές ανεξάρτητες κοινότητες που χαρακτηρίζονται με τον γενικό όρο πόλις-κράτος.
Η Αρχαϊκή εποχή
Η οικονομική και δημογραφική ανάπτυξη του ελλαδικού χώρου αλλά και οι ενδοκοινοτικές πολιτικές συγκρούσεις οδήγησαν ένα τμήμα του ηπειρωτικού και του νησιωτικού πληθυσμού σε ένα ρεύμα αποικισμών, που είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία ενός μεταναστευτικού κύματος προς όλες τις περιοχές της Μεσογείου. Από το 750 π.Χ. έως το 550 π.Χ. οι Έλληνες δημιούργησαν αποικίες προς όλες τις κατευθύνσεις. Προς την ανατολή αποίκισαν αρχικά τις ακτές του Αιγαίου στη Μικρά Ασία, κατόπιν την Κύπρο και τις ακτές της Θράκης, τον Βόσπορο και τις νότιες ακτές της Μαύρης Θάλασσας, ως τη σημερινή Ουκρανία. Προς τη δύση οι Έλληνες αποίκισαν την Ιλλυρία (σημερινή Αλβανία), τη Σικελία και τη Νότια Ιταλία, την Κορσική και τις βόρειες μεσογειακές ακτές που καλύπτει η σύγχρονη Γαλλία και η Ισπανία, ως τις Ηράκλειες Στήλες. Ελληνικές αποικίες απαντώνται, επίσης, στην Αίγυπτο και τη Λιβύη. Πόλεις όπως οι Συρακούσες, η Νάπολη, η Μασσαλία ή η Κωνσταντινούπολη προέκυψαν στην πραγματικότητα από τις ελληνικές αποικίες των Συρακουσών, Νεάπολης, ή του Βυζάντιου, αποικίας των Μεγαρέων.
Έως τα μέσα του 6ου π.Χ. αιώνα, η Ελλάδα έγινε το πολιτισμικό και γλωσσικό κέντρο μιας γεωγραφικής περιοχής πολύ μεγαλύτερης των φυσικών ορίων της. Αν και οι αποικίες δεν ελέγχονταν πολιτικά από τις μητροπόλεις τους, λόγω της απόστασης από αυτές, η διατήρηση των εμπορικών, θρησκευτικών και πολιτισμικών δεσμών βοήθησε στη δημιουργία ενός ζωντανού ιστού αλληλεπίδρασης.
Η κλασική εποχή
Η κλασική περίοδος χαρακτηρίζεται έντονα από την ανάπτυξη της πόλης-κράτους, που είχε ήδη γίνει η βασική μονάδα κοινωνικής και πολιτικής συγκρότησης του ελληνικού κόσμου.
Περσικοί πόλεμοι
Καθώς στην Ιωνία οι ελληνικές πόλεις, στις οποίες συμπεριλαμβάνονταν μεγάλα κέντρα, όπως η Μίλητος και η Αλικαρνασσός, δε μπόρεσαν να διατηρήσουν την ανεξαρτησία τους περιήλθαν υπό την κυριαρχία της περσικής αυτοκρατορίας προς τα μέσα του 6ου π.Χ. αιώνα. Το 499 π.Χ. οι Έλληνες των ιωνικών πόλεων ξεκίνησαν την Ιωνική Επανάσταση και η Αθήνα μαζί με την Ερέτρια κινήθηκαν προς βοήθειά τους.
Το 490 π.Χ. ο Πέρσης βασιλιάς, Δαρείος Α', έχοντας καταστείλει την εξέγερση των ιωνικών πόλεων από το 494 π.Χ., έστειλε το στόλο του να τιμωρήσει τις δύο πόλεις. Ο περσικός στρατός κατέστρεψε την Ερέτρια και αποβιβάστηκε στην Αττική, αλλά στη μάχη του Μαραθώνα ηττήθηκε από τους Αθηναίους και άλλους υπό το στρατηγό Μιλτιάδη.
Δέκα χρόνια αργότερα, ο διάδοχος του Δαρείου, Ξέρξης Α', ηγήθηκε μίας πολύ ισχυρότερης ναυτικής και στρατιωτικής δύναμης εναντίον των Ελλήνων. Αφού καθυστερήθηκε από το βασιλιά της Σπάρτης Λεωνίδα στις Θερμοπύλες, ο Ξέρξης προέλασε στην Αττική και πυρπόλησε την Αθήνα. Οι Αθηναίοι, όμως, είχαν εγκαταλείψει την πόλη τους και μαζί με τους υπόλοιπους Έλληνες νίκησαν τους Πέρσες στη ναυμαχία της Σαλαμίνας χάρη στην ιδιοφυΐα του Θεμιστοκλή. Την επόμενη χρονιά, οι Έλληνες υπό την ηγεσία του Σπαρτιάτη στρατηγού Παυσανία, νίκησαν τον περσικό στρατό στις Πλαταιές. Η δεύτερη ήττα των Περσών και ο θάνατος του στρατηγού τους Μαρδόνιου οδήγησαν στην οπισθοχώρησή του στην Ασία.
Η κατάληψη της Σηστού από τους Έλληνες την ίδια χρονιά θεωρείται το τέλος των περσικών πολέμων.
Η σημασία που είχε για τους Έλληνες η νίκη τους εναντίον των Περσών ήταν ζωτική. Απομάκρυνε τον κίνδυνο υποταγής και προκάλεσε και μια σειρά κοινωνικών αλλαγών στο εσωτερικό των πόλεων. Ακόμη, άνοιξε ο δρόμος ώστε οι Αθηναίοι να αναδειχθούν ως ηγετική πολιτική, στρατιωτική και οικονομική δύναμη στον ελλαδικό χώρο, ιδρύοντας τη Δηλιακή ή Α' Αθηναϊκή Συμμαχία.
Η αθηναϊκή ηγεμονία
Μετά τους Περσικούς πολέμους η πόλη της Αθήνας έγινε ο αδιαφιλονίκητος ηγέτης στη θάλασσα και το εμπόριο, αν και σοβαρός ανταγωνιστής της παρέμεινε η Κόρινθος με τη γεωργική παραγωγή και τα φημισμένα κεραμικά της εργαστήρια. Ηγετική φυσιογνωμία του χρυσού αιώνα όπως αποκαλείται για την αθηναϊκή ανάπτυξη και την κυριαρχία της στις άλλες πόλεις υπήρξε ο Περικλής, για τον οποίο πληροφορίες συλλέγουμε από τον Θουκυδίδη και τον Πλούταρχο. Είναι εκείνος που χρησιμοποιεί τα χρήματα των συμμάχων του, προκειμένου να χτίσει τον Παρθενώνα και άλλα λαμπρά μνημεία της κλασικής Αθήνας. Ως τα μέσα, καθοδηγούμενη από την απληστία της Αθήνας η συμμαχία της Δήλου μετατράπηκε ουσιαστικά σε αθηναϊκή αυτοκρατορία, γεγονός που επικυρώθηκε από τη μεταφορά του συμμαχικού θησαυρού από τη Δήλο στον Παρθενώνα το 454 π.Χ.
Όπως ήταν φυσικό ο πλούτος της Αθήνας προσέλκυσε χαρισματικούς ανθρώπους από όλη την Ελλάδα, παρ´όλη την αυστηρότητα του καθεστώτος των μετοίκων. Η ίδια η αθηναϊκή πολιτεία προώθησε τη γνώση και τις τέχνες. Έγινε το κέντρο της αρχαιοελληνικής λογοτεχνίας, της φιλοσοφίας και των τεχνών (βλ. θέατρο και γλυπτική). Ορισμένα από τα μεγαλύτερα ονόματα των τεχνών και των γραμμάτων έζησαν στην Αθήνα αυτής της περιόδου: ανάμεσά τους δραματικοί ποιητές όπως ο Αισχύλος, o Σοφοκλής, o Ευριπίδης και ο κωμωδιογράφος Αριστοφάνης, φιλόσοφοι όπως ο Αριστοτέλης, ο Πλάτων και ο Σωκράτης, ιστοριογράφοι όπως ο Ηρόδοτος, ο Θουκυδίδης και ο Ξενοφών, ποιητές όπως ο Σιμωνίδης και γλύπτες όπως ο Φειδίας. Η πόλη έγινε -σύμφωνα με τα λόγια του ίδιου του Περικλή- "το σχολείο της Ελλάδας", (βλ. επίσης Εκπαίδευση στην αρχαία Ελλάδα).
Οι άλλες ελληνικές πόλεις-κράτη αποδέχθηκαν αρχικά την αθηναϊκή ηγεμονία στον διαρκή πόλεμο κατά των Περσών, αλλά σταδιακά η Αθήνα εξελίχθηκε σε ιμπεριαλιστική δύναμη. Μετά την ολοκληρωτική νίκη των Ελλήνων επί των Περσών, όμως, ορισμένες πολιτείες δυσανασχέτησαν και επεχείρησαν να αποσχισθούν από τη συμμαχία, με αποτέλεσμα την πλήρη και ωμή επίδειξη πολεμικής ισχύος από μέρους της Αθήνας, όπως τουλάχιστον την καταθέτει ο Θουκυδίδης στον περίφημο διάλογο των Μηλίων, μεσούντος του Πελοποννησιακού πολέμου. Ο διάλογος, έτσι όπως κατατίθεται από τον ιστορικό, είναι επίδειξη πολιτικού ρεαλισμού, σε ό,τι αφορά στην πολεμική ισχύ. Επιβάλλεται το δίκαιο του ισχυροτέρου και η άποψη των Μηλίων πως η παράδοση είναι πράξη δειλίας, αντιμετωπίζεται περιφρονητικά από τους Αθηναίους (Θουκυδίδης 5.100). Αν οι Μήλιοι επιδείξουν σωφροσύνη -κλασική αρετή στην κοινωνία του 5ου π.Χ. αιώνα- τότε θα αναγνωρίσουν ότι δεν είναι αγών από του ίσου περί ανδραγαθίας και ότι η τιμωρία δεν είναι η αισχύνη (Θουκυδίδης 5.101). Το θέμα είναι η επιβίωση και εδώ οι ηθικοί φραγμοί δεν έχουν κανένα νόημα. Σύμφωνα με τη γλώσσα του αθηναίου ιστορικού, είναι δύσκολο να ανταγωνιστεί κανείς την φυσική πραγματικότητα –στην προκειμένη περίπτωση την πολεμική ισχύ των Αθηνών. Αυτό είναι το κομβικό σημείο με το οποίο ανοίγουν και κλείνουν οι Αθηναίοι το διάλογό τους με τους Μηλίους. Αντίθετα με τους Αθηναίους του Ηρόδοτου, που ποτέ δεν παραδίδονται στον Ξέρξη και αρνούνται να προδώσουν τους Έλληνες, οι Αθηναίοι του Θουκυδίδη αποτιμούν ψυχρά την πολεμική ισχύ τους και φυσικά ακολουθούν τη λογική αυτής της αποτίμησης με τα ανάλογα αποτελέσματα ενός εμφύλιου σπαραγμού.
Πελοποννησιακός πόλεμος
Αυτό που είναι σήμερα γνωστό ως Πελοποννησιακός πόλεμος ήταν στην πραγματικότητα ο δεύτερος πόλεμος μεταξύ των συνασπισμών της Αθήνας και της Σπάρτης.[εκκρεμεί παραπομπή] Η σύγκρουση μεταξύ της Αθήνας και της Σπάρτης έχει τις ρίζες της στους περσικούς πολέμους του 5ου π.Χ. αιώνα. Μετά από την περσική εκστρατεία του Ξέρξη ενάντια στην Ελλάδα και την επακόλουθη απώθησή του το 479, οι Αθηναίοι ανέλαβαν την ηγεσία του πολέμου ενάντια στην Περσία στις ελληνικές ακτές της Μικράς Ασίας. Η συμμαχία της Δήλου, που σχηματίστηκε το 478, πήρε τη μορφή μιας αυτοκρατορίας, καθώς οι Αθηναίοι άρχισαν να χρησιμοποιούν την ωμή δύναμη, για να αποτρέψουν οποιονδήποτε από τους «συμμάχους» τους να αποσυρθεί από τη συμμαχία. Τούτο είχε ως αποτέλεσμα την εγρήγορση της Σπάρτης και εν τέλει τη στρατιωτική επέμβασή της ενάντια στις φιλοδοξίες των Αθηναίων για πανελλήνια κυριαρχία.
Ο Πελοποννησιακός πόλεμος διαιρείται παραδοσιακά σε τρεις φάσεις: τον Αρχιδάμειο πόλεμο (431-421 π.Χ.), την Ειρήνη του Νικία και τη Σικελική εκστρατεία (420-413 π.Χ.) και τον Ιωνικό πόλεμο (412-404). Τα πρώτα δέκα χρόνια του πολέμου πήραν το όνομα του σπαρτιάτη βασιλέα Αρχίδαμου Β΄, που ξεκίνησε τον πόλεμο ενάντια στην Αθήνα και του οποίου η προσεκτική πολιτική κυριάρχησε στην σπαρτιατική στρατηγική των πρώτων πολεμικών επιχειρήσεων.
Η σπαρτιατική στρατηγική σύμφωνα με τον Αρχίδαμο ήταν η συγκέντρωση των στρατευμάτων της συμμαχίας στον Ισθμό και η εισβολή στην αττική γη.[εκκρεμεί παραπομπή] Η στρατηγική των Αθηναίων, αντίθετα, προϊόν της ευφυΐας του Περικλή ήταν η απόσυρση των κατοίκων της υπαίθρου εντός των τειχών και η εκτεταμένη επιθετική παρουσία του αθηναϊκού στόλου στις ακτές της Πελοποννήσου (Ναύπακτος). Παρόλο που αυτή η στρατηγική απέδωσε καρπούς ο λοιμός που ξέσπασε στην Αθήνα αφάνισε περίπου το 1/4 των πολιτών, περιλαμβανομένου του Περικλή και των γιων του.[εκκρεμεί παραπομπή]
Μετά τον θάνατο του Περικλή οι Αθηναίοι εγκατέλειψαν κατά προτροπή του δημαγωγού Κλέωνα, την πρότερη συντηρητική και αμυντική τακτική τους φέρνοντας τον πόλεμο κοντά στη Σπάρτη και τους συμμάχους της και χτίζοντας φρούρια σε σημαντικές για τον πόλεμο περιοχές. Ένα από τα σημαντικότερα βρισκόταν κοντά στην Πύλο, στο νησάκι της Σφακτηρίας. Εκεί οι Αθηναίοι όχι μόνο δέχονταν τους αποστάτες είλωτες της σπαρτιατικής συμμαχίας, αλλά εξωθούσαν τους είλωτες σε εξέγερση. Οι αποφασιστικές μάχες, τις οποίες κέρδισαν οι Αθηναίοι και ο άπειρος πολεμικά Κλέων, δόθηκαν στην Πύλο και τη Σφακτηρία. Οι Σπαρτιάτες υπό την καθοδήγηση του Βρασίδα στράφηκαν στην αθηναϊκή αποικία της Αμφίπολης, η οποία ήλεγχε τους πόρους του παρακείμενου ορυχείου αργύρου, πόρους με τους οποίους χρηματοδοτείτο οι αθηναϊκός στρατός. Στη μάχη της Αμφίπολης τόσο ο Κλέων όσο και ο Βρασίδας σκοτώθηκαν. Οι αντίπαλοι αντάλλαξαν αιχμαλώτους και υπέγραψαν ανακωχή.
Η ειρήνη του Νικία κράτησε έξι περίπου χρόνια, χωρίς ούτε μια στιγμή να πάψουν οι αψιμαχίες και οι τακτικοί ελιγμοί ανάμεσα στα δύο αντίπαλα στρατόπεδα, όπως και οι εσωτερικές εντάσεις στην αθηναϊκή και τη σπαρτιατική συμμαχία. Καθ' ον χρόνο οι Σπαρτιάτες απείχαν από τη στρατιωτική δράση, ορισμένοι από τους συμμάχους τους άρχισαν να μιλούν για εξέγερση. Υποστηρικτής τους ήταν το Άργος, ισχυρή πολιτεία στην Πελοπόννησο. Οι Αργείοι, σύμμαχοι των Αθηναίων, κατόρθωσαν να σχηματίσουν μια ισχυρή συμμαχία κατά των Σπαρτιατών. Στη μάχη της Μαντίνειας το 418 π.Χ., Οι Λακεδαιμόνιοι με τους γείτονές τους Τεγεάτες, αντιμετώπισαν τον ενωμένο στρατό του Άργους, των Αθηνών και της Μαντίνειας της Αρκαδίας.[εκκρεμεί παραπομπή] Η συμμαχία είχε γίνει και με τις διπλωματικές κινήσεις του Αλκιβιάδη, αλλά το αποτέλεσμα ήταν αντίθετο απ'ότι προσδοκούσε.Η Σπάρτη νίκησε, ισχυροποιήθηκε,σταθεροποίησε την κατάσταση στην Πελοπόννησο και κανένας στην Πελοποννησιακή Συμμαχία δεν αμφισβήτησε την πρωτοκαθεδρία της μέχρι το τέλος του πολέμου.
Η φιλοδοξία του Αλκιβιάδη δεν περιορίστηκε μετά την μάχη της Μαντίνειας.Αντίθετα μάλιστα μεγάλωσε, αν κρίνουμε από το μεγαλεπήβολο σχέδιό του για ανάμειξη της Αθήνας στη Δύση και συγκεκριμένα στη Σικελία όπου η πόλη της Εγέστας ζήτησε τη βοήθεια της Αθήνας κατά των Συρακουσών