Ο Σωκράτης έζησε στην Αθήνα το (470 π.Χ. ή 469 π.Χ. - 399 π.Χ.)[1] ήταν Έλληνας Αθηναίος φιλόσοφος και μία από τις σημαντικότερες φυσιογνωμίες του ελληνικού και παγκόσμιου πνεύματος και πολιτισμού και ένας από τους ιδρυτές της Δυτικής φιλοσοφίας [2].
Ενδεικτικό της σημασίας του για την Αρχαία ελληνική φιλοσοφία είναι ότι
όλοι οι Έλληνες φιλόσοφοι πριν από αυτόν ονομάστηκαν Προσωκρατικοί.
Αναρίθμητοι είναι οι μελετητές που έχουν ασχοληθεί με τον Σωκράτη, στους
αιώνες που ακολούθησαν το θάνατό του, πολλοί από τους οποίους είναι
ιδιαίτερα φημισμένοι, έτσι ώστε ο W.K.C. Gutrie
να γράψει πως «στο τέλος ο καθένας έχει το δικό του, ως ένα βαθμό
Σωκράτη, που δεν είναι ίδιος ακριβώς με τον Σωκράτη κανενός άλλου.» [3]
Είχε έναν πολυάριθμο κύκλο πιστών φίλων, κυρίως νέων από αριστοκρατικές
οικογένειες, απ' όλη την Ελλάδα. Ορισμένοι από αυτούς έγιναν γνωστοί ως
ιδρυτές φιλοσοφικών σχολών διαφόρων κατευθύνσεων. Οι γνωστότεροι ήταν ο
Πλάτωνας και ο Αντισθένης στην Αθήνα, ο Ευκλείδης στα Μέγαρα, ο Φαίδωνας στην Ηλεία και ο Αρίστιππος στην Κυρήνη. [4] Οι κυριότερες πηγές για τη ζωή του είναι κατ' αρχάς ο μαθητής του Πλάτων, ο ιστορικός Ξενοφών, ο φιλόσοφος Αριστοτέλης και ο συγγραφέας κωμωδιών Αριστοφάνης.
Στα 17 του χρόνια γνώρισε το φιλόσοφο Αρχέλαο, που του μετέδωσε το πάθος για τη φιλοσοφία και τον έπεισε να αφιερωθεί σ' αυτήν. Μία πιο βαθιά ψυχολογική πλευρά του φανερώνει ο Πλάτωνας, που στην Απολογία του παρουσιάζει τον Σωκράτη να θεωρεί τη φιλοσοφική ενασχόληση ως θεία εντολή. Εδώ ο Σωκράτης μπορεί να χαρακτηριστεί ως Θεόπνευστος, καθώς αναφέρει το ισχυρό του ένστικτο, ως μία εσωτερική παρόρμηση, να του υπαγορεύει ποιές πράξεις και ενασχολήσεις πρέπει να ακολουθήσει. Συχνά μάλιστα δήλωνε ότι άκουγε μέσα του μία φωνή που τον εμπόδιζε να πράττει ότι δεν ήταν σωστό, την οποία φωνή ονόμαζε «δαιμόνιο».
Στις φιλοσοφικές του έρευνες τον παρακολουθούσαν πολλοί, ιδιαίτερα νέοι, που ένιωθαν ευχαρίστηση ακούγοντας τον να μιλάει και να συζητάει για θέματα κοινωνικά, πολιτικά, ηθικά και θρησκευτικά. Έτσι σχηματίστηκε γύρω του ένας όμιλος, που δεν αποτελούσε όμως σχολή, γιατί ο Σωκράτης δεν δίδαξε συστηματικά, αλλά διαλεγόταν σε κάθε σημείο της πόλης, με ανθρώπους κάθε κοινωνικής τάξης και σε αντίθεση με τους σοφιστές δεν έπαιρνε χρήματα από τους μαθητές του.
Απέφευγε την εμπλοκή στην πολιτική και προτιμούσε να πορεύεται τη δική του ανεξάρτητη πορεία. Μόνη εξαίρεση, όταν η πατρίδα τον καλούσε. Έτσι έλαβε μέρος σε τρεις εκστρατείες στη διάρκεια του Πελοποννησιακού πολέμου, στην πολιορκία της Ποτίδαιας, στο Δήλιο της Βοιωτίας το 424π.Χ. («ήμουν μαζί του στην υποχώρηση», λέει ο Λάχης στον ομώνυμο πλατωνικό διάλογο,«και αν όλοι ήταν σαν τον Σωκράτη, η πόλη μας ποτέ δε θα πάθαινε εκείνη τη συμφορά.»)[7] Το 422 π. Χ. στη μάχη της Αμφίπολης έσωσε τη ζωή του Αλκιβιάδη και έδειξε απίστευτη αντοχή στις κακουχίες, όπως περιγράφει ο ίδιος ο Αλκιβιάδης στο πλατωνικό Συμπόσιο.[8] Το 406 π.Χ., στη δίκη των 10 Αθηναίων στρατηγών όταν συνέπεσε η «φυλή» στην οποία ανήκε να έχει την πρυτανεία, αρνήθηκε να υποκύψει στην απαίτηση να φέρει σε ψηφοφορία στην Εκκλησία του Δήμου μία παράνομη πρόταση - να δικαστούν ομαδικά και όχι ο καθένας ξεχωριστά, όπως όριζε ο νόμος οι στρατηγοί που είχαν κατηγορηθεί ότι δεν περισυνέλεξαν τους ναυαγούς κατά τη ναυμαχία στις Αργινούσες, κάτι απαράδεκτο νομικά στην αθηναϊκή δημοκρατία. [9] Το 404 π.Χ. με την ίδια τόλμη εναντιώθηκε στους Τριάκοντα τυράννους, όταν αρνήθηκε να συλλάβει έναν δημοκρατικό πολίτη, τον Λέοντα τον Σαλαμίνιο.[9]
Το 399 π.Χ. διατυπώθηκε εναντίον του κατηγορία για ασέβεια προς τους θεούς και για διαφθορά των νέων[10].
Ο φιλόσοφος καταδικάστηκε, με βάση την κατηγορία, σε θάνατο. Ως
σκοπιμότητα της κατηγορίας θεωρήθηκε η διδασκαλία του, η οποία επιδρούσε
στους νέους, και με τον φιλελευθερισμό που τον διέκρινε, θεωρήθηκε
ανατρεπτικός. Ουσιαστικό κίνητρο, όμως, υπήρξε η αντιζηλία του με
σημαντικούς άνδρες της εποχής.
Στη διάρκεια της δίκης ο Σωκράτης έδειξε θάρρος, ενώ η αναγγελία της ποινής δεν κατάφερε να τον βγάλει από τη θεϊκή του αταραξία. Μετά την καταδίκη του παρέμεινε στο δεσμωτήριο 30 μέρες, γιατί ο νόμος απαγόρευε την εκτέλεση της θανατικής ποινής πριν από την επιστροφή του ιερού πλοίου από τις γιορτές της Δήλου. Από τον διάλογο του Πλάτωνα Κρίτων μαθαίνουμε ότι ο Σωκράτης θα μπορούσε να σωθεί, αν ήθελε, αφού οι μαθητές του είχαν τη δυνατότητα να τον βοηθήσουν να αποδράσει. Ο Σωκράτης αρνήθηκε και, ως νομοταγής πολίτης και αληθινός φιλόσοφος, περίμενε τον θάνατο ειρηνικά και γαλήνια, και ήπιε το κώνειο, όπως πρόσταζε ο νόμος.
Ο Σωκράτης, όπως και ο Πυθαγόρας, δεν άφησε κανένα σύγγραμμα. Γι' αυτό είναι πολύ δύσκολο να καθοριστεί ακριβώς το περιεχόμενο της φιλοσοφίας του και, πρακτικώς, ότι γνωρίζουμε για τον Σωκράτη προήλθε κυρίως από όσα έγραψαν οι μαθητές του σχετικά με αυτόν, καθώς και ορισμένους συγγραφείς που επικεντρώθηκαν στη μελέτη της προσωπικότητάς του. Κατά τον Σωκράτη ο Θεός δεν φιλοσοφεί, γιατί κατέχει τη σοφία, φιλοσοφεί όμως ο άνθρωπος, που η ύπαρξή του είναι πεπερασμένη.
Στην εποχή του Σωκράτη έχουμε με τους Σοφιστές τη στροφή της φιλοσοφίας προς τον άνθρωπο και τη χρήσιμη αρετή, ενώ προηγουμένως το κύριο θέμα της φιλοσοφίας των προσωκρατικών ήταν η φύση. Βέβαια, οι Σοφιστές, ως μη φιλόσοφοι, δεν διείσδυσαν εις βάθος στη μελέτη της πραγματικής ουσίας του ανθρώπου, κάτι που ξεκίνησε με τον Σωκράτη, ο οποίος πρώτος θεώρησε την ψυχή ως την πραγματική ουσία του ανθρώπου και την αρετή ως αυτό που επιτρέπει την πλήρωση της ανθρώπινης φύσης μέσα από την αναζήτηση και βελτίωση της ψυχής. Ο Αριστοτέλης αναγνωρίζει αυτή τη στροφή του πνεύματος με τη φράση «επί Σωκράτους το δε ζητείν τα περί φύσεως έληξε, προς τη χρήσιμη αρετή και την πολιτική δε απόκλεινον οι φιλοσοφούντες».
Ουσιαστικά ο Σωκράτης επωμιζόταν το ρόλο της συνείδησης και μέσα από αυτή τη διαδικασία ερωταπαντήσεων δημιουργούσε ένα πνεύμα διαλόγου στη συζήτηση. Ο συνομιλητής λοιπόν απαντώντας σ' αυτές τις ερωτήσεις έφτανε σε ένα συμπέρασμα -στην αλήθεια για τον Σωκράτη- από μόνος του. Η μέθοδος ονομάστηκε μαιευτική διότι όπως η μαία (επάγγελμα που έκανε και η Φαιναρέτη, μητέρα του Σωκράτη) φέρνει στον κόσμο το νεογνό έτσι και ο Σωκράτης ή ο εκάστοτε συνομιλητής που παίρνει το ρόλο της συνείδησης εξάγει από τον συνομιλητή του την αλήθεια.
Η ζωή του
Ήταν γιος του Σωφρονίσκου και της Φαιναρέτης από το δήμο της Αλωπεκής.[5] Παντρεύτηκε σε μεγάλη ηλικία την Ξανθίππη. Οι πληροφορίες για τη ζωή του Σωκράτη είναι ποικίλες και ο μελετητής του Αρχαιοελληνικού κόσμου μπορεί να βγάλει ενδιαφέροντα συμπεράσματα. Διάφοροι αξιόλογοι συγγραφείς ασχολήθηκαν μαζί του, ήδη από την αρχαιότητα, και ο καθένας πρόσθεσε νέες πτυχές από τη ζωή του. Έτσι, ο Πορφύριος μας πληροφορεί ότι ο Σωκράτης, όπως συνηθιζόταν στην αρχαία Αθήνα, ασχολήθηκε αρχικά με τη γλυπτική τέχνη, το επάγγελμα του πατέρα του, ο οποίος ήταν λιθοξόος, πριν το εγκαταλείψει «χάριν της παιδείας», όπως έγραψε αργότερα, ο Λουκιανός. [6]
Στα 17 του χρόνια γνώρισε το φιλόσοφο Αρχέλαο, που του μετέδωσε το πάθος για τη φιλοσοφία και τον έπεισε να αφιερωθεί σ' αυτήν. Μία πιο βαθιά ψυχολογική πλευρά του φανερώνει ο Πλάτωνας, που στην Απολογία του παρουσιάζει τον Σωκράτη να θεωρεί τη φιλοσοφική ενασχόληση ως θεία εντολή. Εδώ ο Σωκράτης μπορεί να χαρακτηριστεί ως Θεόπνευστος, καθώς αναφέρει το ισχυρό του ένστικτο, ως μία εσωτερική παρόρμηση, να του υπαγορεύει ποιές πράξεις και ενασχολήσεις πρέπει να ακολουθήσει. Συχνά μάλιστα δήλωνε ότι άκουγε μέσα του μία φωνή που τον εμπόδιζε να πράττει ότι δεν ήταν σωστό, την οποία φωνή ονόμαζε «δαιμόνιο».
Στις φιλοσοφικές του έρευνες τον παρακολουθούσαν πολλοί, ιδιαίτερα νέοι, που ένιωθαν ευχαρίστηση ακούγοντας τον να μιλάει και να συζητάει για θέματα κοινωνικά, πολιτικά, ηθικά και θρησκευτικά. Έτσι σχηματίστηκε γύρω του ένας όμιλος, που δεν αποτελούσε όμως σχολή, γιατί ο Σωκράτης δεν δίδαξε συστηματικά, αλλά διαλεγόταν σε κάθε σημείο της πόλης, με ανθρώπους κάθε κοινωνικής τάξης και σε αντίθεση με τους σοφιστές δεν έπαιρνε χρήματα από τους μαθητές του.
Απέφευγε την εμπλοκή στην πολιτική και προτιμούσε να πορεύεται τη δική του ανεξάρτητη πορεία. Μόνη εξαίρεση, όταν η πατρίδα τον καλούσε. Έτσι έλαβε μέρος σε τρεις εκστρατείες στη διάρκεια του Πελοποννησιακού πολέμου, στην πολιορκία της Ποτίδαιας, στο Δήλιο της Βοιωτίας το 424π.Χ. («ήμουν μαζί του στην υποχώρηση», λέει ο Λάχης στον ομώνυμο πλατωνικό διάλογο,«και αν όλοι ήταν σαν τον Σωκράτη, η πόλη μας ποτέ δε θα πάθαινε εκείνη τη συμφορά.»)[7] Το 422 π. Χ. στη μάχη της Αμφίπολης έσωσε τη ζωή του Αλκιβιάδη και έδειξε απίστευτη αντοχή στις κακουχίες, όπως περιγράφει ο ίδιος ο Αλκιβιάδης στο πλατωνικό Συμπόσιο.[8] Το 406 π.Χ., στη δίκη των 10 Αθηναίων στρατηγών όταν συνέπεσε η «φυλή» στην οποία ανήκε να έχει την πρυτανεία, αρνήθηκε να υποκύψει στην απαίτηση να φέρει σε ψηφοφορία στην Εκκλησία του Δήμου μία παράνομη πρόταση - να δικαστούν ομαδικά και όχι ο καθένας ξεχωριστά, όπως όριζε ο νόμος οι στρατηγοί που είχαν κατηγορηθεί ότι δεν περισυνέλεξαν τους ναυαγούς κατά τη ναυμαχία στις Αργινούσες, κάτι απαράδεκτο νομικά στην αθηναϊκή δημοκρατία. [9] Το 404 π.Χ. με την ίδια τόλμη εναντιώθηκε στους Τριάκοντα τυράννους, όταν αρνήθηκε να συλλάβει έναν δημοκρατικό πολίτη, τον Λέοντα τον Σαλαμίνιο.[9]
ὁ δὲ ἀνεξέταστος βίος οὐ βιωτὸς ἀνθρώπῳ Η ζωή που δεν εξετάζεται δεν αρμόζει σε άνθρωπο —Απολογία Σωκράτους |
Στη διάρκεια της δίκης ο Σωκράτης έδειξε θάρρος, ενώ η αναγγελία της ποινής δεν κατάφερε να τον βγάλει από τη θεϊκή του αταραξία. Μετά την καταδίκη του παρέμεινε στο δεσμωτήριο 30 μέρες, γιατί ο νόμος απαγόρευε την εκτέλεση της θανατικής ποινής πριν από την επιστροφή του ιερού πλοίου από τις γιορτές της Δήλου. Από τον διάλογο του Πλάτωνα Κρίτων μαθαίνουμε ότι ο Σωκράτης θα μπορούσε να σωθεί, αν ήθελε, αφού οι μαθητές του είχαν τη δυνατότητα να τον βοηθήσουν να αποδράσει. Ο Σωκράτης αρνήθηκε και, ως νομοταγής πολίτης και αληθινός φιλόσοφος, περίμενε τον θάνατο ειρηνικά και γαλήνια, και ήπιε το κώνειο, όπως πρόσταζε ο νόμος.
Ο Σωκράτης, όπως και ο Πυθαγόρας, δεν άφησε κανένα σύγγραμμα. Γι' αυτό είναι πολύ δύσκολο να καθοριστεί ακριβώς το περιεχόμενο της φιλοσοφίας του και, πρακτικώς, ότι γνωρίζουμε για τον Σωκράτη προήλθε κυρίως από όσα έγραψαν οι μαθητές του σχετικά με αυτόν, καθώς και ορισμένους συγγραφείς που επικεντρώθηκαν στη μελέτη της προσωπικότητάς του. Κατά τον Σωκράτη ο Θεός δεν φιλοσοφεί, γιατί κατέχει τη σοφία, φιλοσοφεί όμως ο άνθρωπος, που η ύπαρξή του είναι πεπερασμένη.
Στην εποχή του Σωκράτη έχουμε με τους Σοφιστές τη στροφή της φιλοσοφίας προς τον άνθρωπο και τη χρήσιμη αρετή, ενώ προηγουμένως το κύριο θέμα της φιλοσοφίας των προσωκρατικών ήταν η φύση. Βέβαια, οι Σοφιστές, ως μη φιλόσοφοι, δεν διείσδυσαν εις βάθος στη μελέτη της πραγματικής ουσίας του ανθρώπου, κάτι που ξεκίνησε με τον Σωκράτη, ο οποίος πρώτος θεώρησε την ψυχή ως την πραγματική ουσία του ανθρώπου και την αρετή ως αυτό που επιτρέπει την πλήρωση της ανθρώπινης φύσης μέσα από την αναζήτηση και βελτίωση της ψυχής. Ο Αριστοτέλης αναγνωρίζει αυτή τη στροφή του πνεύματος με τη φράση «επί Σωκράτους το δε ζητείν τα περί φύσεως έληξε, προς τη χρήσιμη αρετή και την πολιτική δε απόκλεινον οι φιλοσοφούντες».
Σωκρατική (μαιευτική) μέθοδος
Η μαιευτική ήταν η μέθοδος, η οποία, σε συνδυασμό με τη χρήση της ειρωνείας, αποτελούσε χαρακτηριστικό της σωκρατικής διδασκαλίας. Σύμφωνα με τη μέθοδο αυτή, ο Σωκράτης κατά τις συζητήσεις του, προσποιούμενος την πλήρη άγνοια για το θέμα που συζητούσε κάθε φορά, προσπαθούσε μέσα από ερωτήσεις να εκμαιεύσει την αλήθεια από τον συνομιλητή του.Ουσιαστικά ο Σωκράτης επωμιζόταν το ρόλο της συνείδησης και μέσα από αυτή τη διαδικασία ερωταπαντήσεων δημιουργούσε ένα πνεύμα διαλόγου στη συζήτηση. Ο συνομιλητής λοιπόν απαντώντας σ' αυτές τις ερωτήσεις έφτανε σε ένα συμπέρασμα -στην αλήθεια για τον Σωκράτη- από μόνος του. Η μέθοδος ονομάστηκε μαιευτική διότι όπως η μαία (επάγγελμα που έκανε και η Φαιναρέτη, μητέρα του Σωκράτη) φέρνει στον κόσμο το νεογνό έτσι και ο Σωκράτης ή ο εκάστοτε συνομιλητής που παίρνει το ρόλο της συνείδησης εξάγει από τον συνομιλητή του την αλήθεια.