Αν οι Αθηναίοι με τον Παρθενώνα τίμησαν την Αθηνά, τη
μια από τους δύο διεκδικητές της ονοματοδοσίας της πόλης, στο Σούνιο
αφιέρωσαν το ναό στο δεύτερο διεκδικητή, στον Ποσειδώνα. Δεν υπήρχε ίσως και
καλύτερη θέση απ' αυτήν. Ένας βράχος ύψους 60 μέτρων πάνω από τη θάλασσα,
στο νοτιότερο σημείο της πόλης, εκεί απ' όπου περνούν για τελευταία φορά
όσοι φεύγουν με πλοίο απ' την Αθήνα, ή το σημείο που συναντά κανείς πρώτο
όταν πλησιάζει στην Αθήνα.
Είναι ο ίδιος βράχος, που σε μια παραλλαγή του μύθου,
στεκόταν ο Αιγέας, περιμένοντας το γιο του Θησέα να επιστρέψει από την
Κρήτη, και, όταν αντίκρισε στο βάθος του ορίζοντα το πλοίο με μαύρα πανιά,
πήδηξε στο πέλαγο, που από τότε πήρε το όνομά του, Αιγαίο.
Ως τόπος λατρείας το Σούνιο είναι γνωστό από τον Όμηρο.
Στο στίχο 278 της γ' ραψωδίας της Οδύσσειας αφηγείται ο Νέστορας στον
Τηλέμαχο:
ἡμεῖς μὲν γὰρ ἅμα πλέομεν Τροίηθεν ἰόντες,
Ἀτρεΐδης καὶ ἐγώ, φίλα εἰδότες ἀλλήλοισιν· ἀλλ᾽ ὅτε Σούνιον ἱρὸν ἀφικόμεθ᾽, ἄκρον Ἀθηνέων |
Μαζί αρμενίζαμε λοιπόν, γυρνώντας απ’ την Τροία,
αγαπημένα και πιστά, εγώ κι ο γιος τ’ Ατρέα. Κι όταν στο Σούνιο φτάσαμε, στων Αθηνών τον κάβο
Μετάφραση Ζήσιμου Σίδερη
|
Από τις ανασκαφές προέκυψαν στοιχεία που αποδεικνύουν
κατοίκηση της ευρύτερης περιοχής ήδη από το 2800 π.Χ. Στον ίδιο το βράχο
βρέθηκε ένας σφραγιδόλιθος μινωικής τεχνοτροπίας, ένα χάλκινο ειδώλιο με
σπείρες της πρωτογεωμετρικής περιόδου που παραπέμπουν σε λατρευτικές τελετές
στα μυκηναϊκά και γεωμετρικά χρόνια. Από το πλήθος των ευρημάτων, όπως ξίφη,
βέλη, δόρατα, ανδρικές προτομές, ομοιώματα οπλιτών, αλόγων και ασπίδων
προκύπτει το συμπέρασμα ότι υπήρχε λατρεία ανδρικής πολεμικής μορφής που
είχε σχέση με τις χθόνιες θεϊκές δυνάμεις. Η λατρεία της θεότητας
συνεχίστηκε κι όταν ακόμα είχαν ιδρυθεί τα ιερά της Αθηνάς και του
Ποσειδώνα.
Περίπου στα τέλη του 7ου αι, τοποθετήθηκαν στην κορυφή
του βράχου τέσσερις γιγαντιαίοι κούροι, που ήταν ορατοί από τους
παραπλέοντες ναυτικούς.
Στην ανασκαφή του 1906 βρέθηκαν τέσσερις μαρμάρινοι
κούροι
του 590-580 π.Χ., οι οποίοι καταστράφηκαν, μάλλον κατά την Περσική
εισβολή το 480 π.Χ.
Στις αρχές του 5ου τοποθετείται και η ανέγερση του ναού
του Ποσειδώνα, ο οποίος καταστράφηκε κι αυτός από τους Πέρσες, όπως άλλωστε
και ο μικρότερος ναός της Αθηνάς που είχε ιδρυθεί τον 6ο αι.
Κατά τη διάρκεια του πελοποννησιακού πολέμου οι
Αθηναίοι έκτισαν στο βράχο ισχυρό φρούριο, για να εξασφαλίσουν τη
διέλευση των σιτοφόρων πλοίων.
Εκτός από το ναό του Ποσειδώνα στο βράχο υπήρχε ο ναός
της Αθηνάς Σουνιάδας, κτισμένος περίπου στα μέσα του 5ου αι., Προπύλαια, δύο
Στοές, στη συνέχεια των προπυλαίων κι ένας μικρός οικισμός. Στα ελληνιστικά
χρόνια κατασκευάστηκαν νεώσοικοι στη βορειοδυτική άκρη του ακρωτηρίου.
Μετά το τέλος των Περσικών πολέμων, στα χρόνια πια του
Περικλή, αποφασίστηκε η ανέγερση του Παρθενώνα, του οποίου οι εργασίες
ξεκίνησαν το 447 και τέλειωσαν το 438. Ενώ λοιπόν ήδη κτιζόταν ο Παρθενώνας,
ξεκίνησε και η ανέγερση του ναού του Ποσειδώνα, το 444 π.Χ. Σε τέσσερα μόλις
χρόνια, το 440 π.Χ. ο ναός ήταν έτοιμος. Αν και δεν ξέρουμε τον αρχιτέκτονα
πρέπει να είναι ο ίδιος που έκτισε και το Ηφαιστείο (το γνωστό Θησείο) στην
Αθήνα.
Ο χώρος πρώτα καθαρίστηκε και ισοπεδώθηκε, και τα
παλαιότερα αντικείμενα λατρείας τοποθετήθηκαν σε αποθέτη. Ανακατασκευάστηκε
το πώρινο κρηπίδωμα, στο οποίο είχε στηριχτεί και ο παλιότερος ναός.
Ο νέος ναός ήταν δωρικός περίπτερος, με έξι κίονες στις
στενές πλευρές και δεκατρείς στις μακριές (6Χ13).
Ακολουθείται ο τυπική σχέση στον αριθμό των κιόνων, σύμφωνα με την οποία ο
αριθμός των κιόνων της μακριάς πλευράς είναι 2α+1 των κιόνων της στενής
(2Χ6+1=13). Το μήκος του ήταν 31,12 και το πλάτος 13,47.
Χωρίζεται σε τρία μέρη:
τον πρόναο, το σηκό,
με το λατρευτικό άγαλμα του θεού και τον οπισθόδομο,
όπου φυλάσσονταν τα αφιερώματα και το "ποσειδωνιακό χρήμα" από τα μεταλλεία
του Λαυρίου. Ο πρόναος και ο οπισθόδομος καταλήγουν σε δύο κίονες μεταξύ
παραστάδων. Επίσης ο πρόναος και ο οπισθόδομος χωρίζονται από το σηκό με
τοίχο. Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του ναού είναι η έλλειψη εσωτερικής
κιονοστοιχίας στο σηκό.
Το ύψος των κιόνων είναι 6,12 μ.. Ιδιαίτερο
χαρακτηριστικό αποτελούν οι ραβδώσεις που είναι μόνο 16, αντί για είκοσι που
ήταν το συνηθισμένο. Παρόμοια κατασκευασμένοι ήταν και οι κίονες του ναού
της
Αφαίας
στην Αίγινα. Η επιλογή αυτή καθορίστηκε από τη μαλακή υφή του μαρμάρου και
από τις ιδιαίτερα αντίξοες καιρικές συνθήκες της περιοχής. Ακόμη απουσιάζει
η
ένταση.
Πάνω στα κιονόκρανα των κιόνων στηριζόταν το επιστύλιο
και ακολούθως οι μετόπες και τα τρίγλυφα. Καμία από τις μετόπες δεν ήταν
διακοσμημένη. Ανάγλυφη παράσταση υπήρχε στο εσωτερικό χώρο που σχηματιζόταν
ανάμεσα στην είσοδο του προνάου και την εξωτερική κιονοστοιχία και
καταλάμβανε και τους τέσσερις τοίχους. Τα γλυπτά ήταν κατασκευασμένα από
παριανό μάρμαρο και είχαν ως θέμα τη Γιγαντομαχία, την Κενταυρομαχία και
τους άθλους του Θησέα. Λόγω των δυσμενών καιρικών συνθηκών τα περισσότερα
ανάγλυφα έχουν φθαρεί. Ό,τι έχει διασωθεί φυλάσσεται στο Μουσείο του
Λαυρίου.
Γλυπτή διακόσμηση είχαν και τα αετώματα, από τα οποία
σώζεται μια ακέφαλη γυναικεία καθιστή μορφή.