Αρχαία Ελλάδα είναι ο όρος που χρησιμοποιείται για να
περιγράψει τον ελληνικό κόσμο κατά την περίοδο της Αρχαιότητας.
Αναφέρεται όχι μόνο στο έδαφος του σύγχρονου ελληνικού κράτους, αλλά και σε εκείνες τις περιοχές που εγκαταστάθηκαν στους αρχαίους χρόνους ελληνικοί πληθυσμοί, όπως η Κύπρος, η Ιωνία (σημερινά δυτικά παράλια της Τουρκίας), η Σικελία και η νότια Ιταλία (γνωστή ως Μεγάλη Ελλάδα), και των διεσπαρμένων ελληνικών εγκαταστάσεων στις ακτές όλης της Μεσογείου.
Είναι γενικά παραδεκτό ότι η αρχαία Ελλάδα, στη ρωμαϊκή εκδοχή της[1], αποτελεί το θεμέλιο λίθο του δυτικού πολιτισμού.Ο αρχαίος ελληνικός πολιτισμός επηρέασε βαθιά τη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία, που διέδωσε τον ελληνορωμαϊκό πολιτισμό σε πολλές περιοχές της επικράτειάς της. Ο πολιτισμός των αρχαίων Ελλήνων άσκησε σημαντική επίδραση στη γλώσσα, την πολιτική, τη φιλοσοφία, την επιστήμη και τις τέχνες, ιδίως κατά την περίοδο της Αναγέννησης στη Δυτική Ευρώπη και κατά τις κλασικιστικές περιόδους το 18ο και 19ο αιώνα στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ.
Κατά το τέλος της Πρωτο-Ελλαδικής ΙΙΙ περιόδου (περί το 2000 π.Χ.) τα αρχαιολογικά ευρήματα δείχνουν πιθανή εισβολή νεοφερμένων. Μια δεύτερη παλαιότερη εισβολή πιστοποιείται αρχαιολογικά κατά το τέλος της Πρωτο-Ελλαδικής ΙΙ περιόδου, εκατόν πενήντα χρόνια νωρίτερα. Το ποια από τις δύο εισβολές είναι η κάθοδος των ελληνόφωνων (Πρωτοελλήνων) στον ελλαδικό χώρο δεν μπορεί να ειπωθεί με βεβαιότητα. Υπάρχει μάλιστα η άποψη (στηριγμένη σε φιλολογικά δεδομένα) οτι η πρώτη εισβολή προήλθε από πρωτο-λουβιακά στοιχεία της Μ. Ασίας, τα οποία άφησαν στην ελληνική γλώσσα τα θεωρούμενα ως προελληνικά φθογγικά στοιχεία -σσ-, -νθ και -νδ- (βλ. λέξεις Παρνασσός, Κόρινθος, Λίνδος).[2] Αυτή η άποψη για την πρωτοκαθεδρία των Λουβίων στον ελλαδικό χώρο δεν είναι δεκτή από όλους τους ερευνητές, ωστόσο δεν αμφισβητείται ο ινδοευρωπαϊκός χαρακτήρας του προελληνικού γλωσσικού υποστρώματος.[3]
Τα αρχαιολογικά ευρήματα στη δυτική (Νυδρί Λευκάδας) και την ανατολική Ελλάδα (Εύτρηση, Ορχομενός Βοιωτίας) κάνουν ελκυστική την υπόθεση της διαδρομής των ελληνόφωνων από Βορρά προς Νότο δυτικά της Πίνδου, με πιθανή ταυτόχρονη κίνηση από τα ανατολικά προς τα δυτικά, μέσω των νησιών του Αιγαίου. Η μετακίνηση δεν φαίνεται να συνοδεύτηκε παντού από καταστροφές, παρ' όλο που τα αρχαιολογικά δεδομένα υποδεικνύουν κάποια βίαια επεισόδια κατά τη διάρκεια των προαναφερθέντων εισβολών. Σίγουρα όμως παρατηρούνται αλλαγές στον πολιτισμικό εξοπλισμό ακόμα και εκεί που δεν παρατηρούνται καταστροφές. Τίποτα πάντως δεν μπορεί να είναι απολύτως βέβαιο για τη σκοτεινή αυτή εποχή, όπως π.χ. οποιαδήποτε υπόθεση για την εθνολογική διαφοροποίηση ή μη αυτών των ομάδων εισβολέων.[4] Επιπλέον, οι προσπάθειες στο παρελθόν να αποδοθούν συγκεκριμένα πολιτιστικά χαρακτηριστικά - όπως τα γκρίζα "μινυακά" αγγεία και ο τύπος οικοδομήματος που είναι γνωστός ως "μέγαρον" - στους ελληνόφωνους εισβολείς δεν είναι πια αποδεκτές σήμερα.[5] Επίσης, δεν ευσταθεί η παλιά αντίληψη οτι ο οι ελληνόφωνοι έφεραν τον κεραμικό τροχό, το άρμα και τις οχυρωμένες ακροπόλεις. Αντιθέτως, τα αρχαιολογικά ευρήματα δείχνουν πως υπήρξε σαφής πολιτισμική οπισθοδρόμηση κατά τη Μεσοελλαδική περίοδο και οτι οι νεοφερμένοι απέκτησαν ανώτερο πολιτισμό μόνο όταν ήρθαν σε επαφή με άλλους πολιτισμούς, όπως αυτόν των γειτόνων τους στο Αιγαίο.[6]
Η πληθυσμιακή και πολιτισμική ανάμειξη μεταξύ των νεοφερμένων πρωτοελλήνων και των προελλήνων οδήγησε στην γένεση του ελληνικού πολιτισμού. Οι περιοχές νοτίως της Θεσσαλίας δέχτηκαν την ισχυρή επίδραση του ανεπτυγμένου Μινωικού πολιτισμού, γεγονός που οδήγησε στην άνθηση του Μυκηναϊκού πολιτισμού. Αντίθετα, τα βορειοδυτικά ελληνικά φύλα, τα οποία έμειναν άμοιρα της Μινωικής επίδρασης, παρέμειναν σε χαμηλότερο πολιτιστικό επίπεδο. Ο Μυκηναϊκός πολιτισμός έδωσε τα μεγάλα μυκηναϊκά κέντρα της Νότιας Ελλάδας (Μυκήνες, Τίρυνθα, Πύλος, Ορχομενός κ.α.) και της Κρήτης καθώς και την πρώτη ελληνική γραφή, τη Γραμμική Β'. Στις πινακίδες της Γραμμικής Β' ανιχνεύουμε και τα πρώτα στοιχεία της μετέπειτα αρχαίας ελληνικής θρησκείας. Η παρακμή του Μυκηναϊκού κόσμου στο τέλος της Υστερο-Ελλαδικής περιόδου (στα τέλη του 13ου αι. π.Χ.) οδήγησε στη σταδιακή εξαφάνιση των μυκηναϊκών κέντρων κατά την Υπομυκηναϊκή περίοδο, η οποία τελειώνει το 1.100 π.Χ. περίπου, την ολοκληρωτική εξαφάνιση της γραφής και τους λεγόμενους Σκοτεινούς Αιώνες.
Κάποτε οι μελετητές συνέδεαν τις καταστροφές του τέλους της μυκηναϊκής εποχής με την Επιστροφή των Ηρακλειδών και την Κάθοδο των Δωριέων οι οποίες πέρασαν στη μνήμη της αρχαίας ηρωικής παράδοσης. Σήμερα όμως, λίγοι θα δέχονταν την υπόθεση μιας τέτοιας εισβολής, όπως τη δέχονταν οι αρχαίοι Έλληνες. Είναι πιο αποδεκτή η θεωρία της προσωρινής αναστάτωσης λόγω επιδρομών, ενώ η εισβολή νέων φύλων μετατίθεται στα γεγονότα της Πρώιμης Εποχής του Σιδήρου (Σκοτεινοί Αιώνες).[7]
Με το τέλος της Πρώιμης Εποχής του Σιδήρου, οι Έλληνες διακρίνονται ήδη στις φυλές που γνωρίζουμε από την Κλασική εποχή. Η παλαιότερη θεωρία κατά την οποία οι ομιλητές των αχαϊκών και ιωνικών διαλέκτων ήρθαν κατά κύματα στην εποχή της καθόδου των ελληνόφωνων στον ελλαδικό χώρο δεν είναι πια αποδεκτή. Επομένως, πριν το τέλος της μυκηναϊκής περιόδου, δεν μπορούμε να μιλάμε για σαφή διαχωρισμό των μετέπειτα ελληνικών διαλέκτων αλλά για τρεις το πολύ γλωσσικές ομάδες. Τη βόρειο-ελληνική και τους δύο φορείς της Μυκηναϊκής, την Αρκαδική (ή Αρκαδοκυπριακή) και την Αιολική, οι οποίες ήταν συνδεδεμένες μεταξύ τους.[8]. Κατ' άλλους μελετητές, οι δυο σπουδαιότερες διάλεκτοι στο Μυκηναϊκό χώρο ήταν η Αρκαδοκυπριακή και η Ιωνική.[9]
Κατά τους σκοτεινούς αιώνες που ακολούθησαν, έλαβε χώρα η τελευταία μεγάλη αναστάτωση στον ελλαδικό χώρο, δηλαδή η Κάθοδος των Δωριέων. Είναι γεγονός πως η αρχαία παράδοση γύρω από την έλευση των Δωριέων έχει διασώσει κάποιο ιστορικό πυρήνα, όπως την κατά προσέγγιση διαδρομή τους από βορρά προς νότο. Στην παράδοση αυτή, όμως, έχουν παρεισφρύσει πολλές φανταστικές λεπτομέρειες και στοιχεία της πολιτικής προπαγάνδας των μετέπειτα ελληνικών πόλεων-κρατών. Αρχαιολογικά, τα πιθανά αποδεικτικά στοιχεία της καθόδου των Δωριέων είναι πολύ δύσκολο να αποτιμηθούν. Επίσης, δεν είναι αποδεκτό οτι οι Δωριείς ήταν αυτοί που έφεραν από τη βόρεια Βαλκανική τη χρήση του σιδήρου, καθώς θεωρείται εισαγωγή από την Ανατολή[10] Γίνεται πάντως ελκυστική η υπόθεση ότι οι Δωριείς ήταν πολιτιστικά καθυστερημένοι νομάδες κτηνοτρόφοι στο περιθώριο του μυκηναϊκού κόσμου, οι οποίοι κάποια στιγμή ανέλαβαν έντονη επιθετική δραστηριότητα, πιεζόμενοι κι αυτοί από τα βόρεια.[11]
Με το τέλος της δωρικής επέκτασης, από τις μη βορειοελληνικές διαλέκτους στην Πελοπόννησο απέμεινε μόνο η αρκαδική, στα ορεινά της Αρκαδίας. Εκείνη την εποχή είχε ήδη αρχίσει ο Α' Αποικισμός και οι Αιολείς αποίκησαν τα νησιά του Βόρειου Αιγαίου και την Αιολία της Μικράς Ασίας ενώ οι Ίωνες το κύριο μέρος των νησιών του Αιγαίου και την κλασική Ιωνία.
Με τον Β' Αποικισμό, αποικήθηκε η Χαλκιδική, η Μεθώνη και η Πύδνα από τους Χαλκιδείς και την Ερέτρια, ενώ η Μίλητος ίδρυσε πολυάριθμες αποικίες στη Θράκη, τον Ελλήσποντο και τον Εύξεινο πόντο. Η Κόρινθος εδραίωσε την ισχύ της στο Ιόνιο ιδρύοντας τις εκεί αποικίες της (Κέρκυρα, Επίδαμνος, Απολλωνία κλπ.). Αν σε αυτά προστεθεί και ο αποικισμός της Μεγάλης Ελλάδας (νότιος Ιταλία) και της Σικελίας, μπορούμε να πούμε ότι, κατά το 600 π.Χ., η κατανομή του ελληνισμού στη Μεσόγειο έχει ολοκληρωθεί.
Είναι γενικά παραδεκτό ότι η αρχαία Ελλάδα, στη ρωμαϊκή εκδοχή της[1], αποτελεί το θεμέλιο λίθο του δυτικού πολιτισμού.Ο αρχαίος ελληνικός πολιτισμός επηρέασε βαθιά τη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία, που διέδωσε τον ελληνορωμαϊκό πολιτισμό σε πολλές περιοχές της επικράτειάς της. Ο πολιτισμός των αρχαίων Ελλήνων άσκησε σημαντική επίδραση στη γλώσσα, την πολιτική, τη φιλοσοφία, την επιστήμη και τις τέχνες, ιδίως κατά την περίοδο της Αναγέννησης στη Δυτική Ευρώπη και κατά τις κλασικιστικές περιόδους το 18ο και 19ο αιώνα στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ.
Χωρισμός περιόδων της ελληνικής ιστορίας
Η περίοδος από το 1600 έως το 1100 π.Χ., η Ύστερη εποχή του Χαλκού, ονομάζεται Μυκηναϊκή Περίοδος. Η περίοδος από περίπου το 1100 π.Χ. έως περίπου το 800 π.Χ. ονομάζεται Σκοτεινοί αιώνες ή Γεωμετρική Εποχή, για την οποία διαθέτουμε πλέον τις ανάλογες αρχαιολογικές μαρτυρίες, αλλά και ενδιαφέρουσες θεωρίες σημαντικών ιστοριογράφων της εποχής μας, που ενίοτε αντικρούουν τις κλασικές γνώσεις μας για τη ροή της ελληνικής ανάπτυξης. Από τον 8ο έως και τον 6ο π.Χ. αιώνα έχουμε την Αρχαϊκή Εποχή. H Κλασική εποχή οριοθετείται με την έναρξη του 5ου π.Χ. αιώνα και το θάνατο του Αλεξάνδρου, (323 π.Χ.), οπότε ξεκινά και η Ελληνιστική εποχή.
Πηγές για την αρχαία ελληνική ιστορία
Η τεκμηρίωση των ιστορικών γεγονότων που συνοδεύουν την ανάπτυξη του ελληνικού πολιτισμού, πέραν των φιλολογικών μαρτυριών ιστορικών όπως ο Ηρόδοτος, ο Θουκυδίδης, ο Ξενοφών, ή ρητόρων όπως ο Δημοσθένης και ο Ισοκράτης ή φιλοσόφων όπως ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης είναι εφικτή και μέσω της ερμηνείας των αρχαιολογικών ευρημάτων. Επίσης,παρόλο που σε γενικές γραμμές η αρχαία ιστοριογραφία επικεντρώνεται κυρίως στην ανάπτυξη της Αθήνας, σύγχρονοι ερευνητές έχουν δημοσιεύσει σωρεία μελετών για τις άλλες πόλεις της ηπειρωτικής Ελλάδας, παρέχοντάς μας πλέον μια σφαιρική εικόνα του αρχαιοελληνικού πολιτισμού.
Η προέλευση του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού
Σύμφωνα με τις ενδείξεις από την έως τώρα έρευνα, ελληνόφωνοι πληθυσμοί μετανάστευσαν στην ελληνική χερσόνησο κατά το τέλος της 3ης π.Χ. χιλιετίας, για να αναμιχθούν με τους τοπικούς προελληνικούς πληθυσμούς και να διαμορφώσουν αυτό που γνωρίζουμε σήμερα ως αρχαίο ελληνικό πολιτισμό. Στον ελλαδικό χώρο είχαν λοιπόν προηγηθεί οι φορείς της γεωργικής επανάστασης της ύστερης μεσολιθικής και της νεολιθικής εποχής και, στη συνέχεια, του Πρωτοελλαδικού, Κυκλαδικού και του λαμπρού Μινωικού πολιτισμού.
Κατά το τέλος της Πρωτο-Ελλαδικής ΙΙΙ περιόδου (περί το 2000 π.Χ.) τα αρχαιολογικά ευρήματα δείχνουν πιθανή εισβολή νεοφερμένων. Μια δεύτερη παλαιότερη εισβολή πιστοποιείται αρχαιολογικά κατά το τέλος της Πρωτο-Ελλαδικής ΙΙ περιόδου, εκατόν πενήντα χρόνια νωρίτερα. Το ποια από τις δύο εισβολές είναι η κάθοδος των ελληνόφωνων (Πρωτοελλήνων) στον ελλαδικό χώρο δεν μπορεί να ειπωθεί με βεβαιότητα. Υπάρχει μάλιστα η άποψη (στηριγμένη σε φιλολογικά δεδομένα) οτι η πρώτη εισβολή προήλθε από πρωτο-λουβιακά στοιχεία της Μ. Ασίας, τα οποία άφησαν στην ελληνική γλώσσα τα θεωρούμενα ως προελληνικά φθογγικά στοιχεία -σσ-, -νθ και -νδ- (βλ. λέξεις Παρνασσός, Κόρινθος, Λίνδος).[2] Αυτή η άποψη για την πρωτοκαθεδρία των Λουβίων στον ελλαδικό χώρο δεν είναι δεκτή από όλους τους ερευνητές, ωστόσο δεν αμφισβητείται ο ινδοευρωπαϊκός χαρακτήρας του προελληνικού γλωσσικού υποστρώματος.[3]
Τα αρχαιολογικά ευρήματα στη δυτική (Νυδρί Λευκάδας) και την ανατολική Ελλάδα (Εύτρηση, Ορχομενός Βοιωτίας) κάνουν ελκυστική την υπόθεση της διαδρομής των ελληνόφωνων από Βορρά προς Νότο δυτικά της Πίνδου, με πιθανή ταυτόχρονη κίνηση από τα ανατολικά προς τα δυτικά, μέσω των νησιών του Αιγαίου. Η μετακίνηση δεν φαίνεται να συνοδεύτηκε παντού από καταστροφές, παρ' όλο που τα αρχαιολογικά δεδομένα υποδεικνύουν κάποια βίαια επεισόδια κατά τη διάρκεια των προαναφερθέντων εισβολών. Σίγουρα όμως παρατηρούνται αλλαγές στον πολιτισμικό εξοπλισμό ακόμα και εκεί που δεν παρατηρούνται καταστροφές. Τίποτα πάντως δεν μπορεί να είναι απολύτως βέβαιο για τη σκοτεινή αυτή εποχή, όπως π.χ. οποιαδήποτε υπόθεση για την εθνολογική διαφοροποίηση ή μη αυτών των ομάδων εισβολέων.[4] Επιπλέον, οι προσπάθειες στο παρελθόν να αποδοθούν συγκεκριμένα πολιτιστικά χαρακτηριστικά - όπως τα γκρίζα "μινυακά" αγγεία και ο τύπος οικοδομήματος που είναι γνωστός ως "μέγαρον" - στους ελληνόφωνους εισβολείς δεν είναι πια αποδεκτές σήμερα.[5] Επίσης, δεν ευσταθεί η παλιά αντίληψη οτι ο οι ελληνόφωνοι έφεραν τον κεραμικό τροχό, το άρμα και τις οχυρωμένες ακροπόλεις. Αντιθέτως, τα αρχαιολογικά ευρήματα δείχνουν πως υπήρξε σαφής πολιτισμική οπισθοδρόμηση κατά τη Μεσοελλαδική περίοδο και οτι οι νεοφερμένοι απέκτησαν ανώτερο πολιτισμό μόνο όταν ήρθαν σε επαφή με άλλους πολιτισμούς, όπως αυτόν των γειτόνων τους στο Αιγαίο.[6]
Η πληθυσμιακή και πολιτισμική ανάμειξη μεταξύ των νεοφερμένων πρωτοελλήνων και των προελλήνων οδήγησε στην γένεση του ελληνικού πολιτισμού. Οι περιοχές νοτίως της Θεσσαλίας δέχτηκαν την ισχυρή επίδραση του ανεπτυγμένου Μινωικού πολιτισμού, γεγονός που οδήγησε στην άνθηση του Μυκηναϊκού πολιτισμού. Αντίθετα, τα βορειοδυτικά ελληνικά φύλα, τα οποία έμειναν άμοιρα της Μινωικής επίδρασης, παρέμειναν σε χαμηλότερο πολιτιστικό επίπεδο. Ο Μυκηναϊκός πολιτισμός έδωσε τα μεγάλα μυκηναϊκά κέντρα της Νότιας Ελλάδας (Μυκήνες, Τίρυνθα, Πύλος, Ορχομενός κ.α.) και της Κρήτης καθώς και την πρώτη ελληνική γραφή, τη Γραμμική Β'. Στις πινακίδες της Γραμμικής Β' ανιχνεύουμε και τα πρώτα στοιχεία της μετέπειτα αρχαίας ελληνικής θρησκείας. Η παρακμή του Μυκηναϊκού κόσμου στο τέλος της Υστερο-Ελλαδικής περιόδου (στα τέλη του 13ου αι. π.Χ.) οδήγησε στη σταδιακή εξαφάνιση των μυκηναϊκών κέντρων κατά την Υπομυκηναϊκή περίοδο, η οποία τελειώνει το 1.100 π.Χ. περίπου, την ολοκληρωτική εξαφάνιση της γραφής και τους λεγόμενους Σκοτεινούς Αιώνες.
Κάποτε οι μελετητές συνέδεαν τις καταστροφές του τέλους της μυκηναϊκής εποχής με την Επιστροφή των Ηρακλειδών και την Κάθοδο των Δωριέων οι οποίες πέρασαν στη μνήμη της αρχαίας ηρωικής παράδοσης. Σήμερα όμως, λίγοι θα δέχονταν την υπόθεση μιας τέτοιας εισβολής, όπως τη δέχονταν οι αρχαίοι Έλληνες. Είναι πιο αποδεκτή η θεωρία της προσωρινής αναστάτωσης λόγω επιδρομών, ενώ η εισβολή νέων φύλων μετατίθεται στα γεγονότα της Πρώιμης Εποχής του Σιδήρου (Σκοτεινοί Αιώνες).[7]
Με το τέλος της Πρώιμης Εποχής του Σιδήρου, οι Έλληνες διακρίνονται ήδη στις φυλές που γνωρίζουμε από την Κλασική εποχή. Η παλαιότερη θεωρία κατά την οποία οι ομιλητές των αχαϊκών και ιωνικών διαλέκτων ήρθαν κατά κύματα στην εποχή της καθόδου των ελληνόφωνων στον ελλαδικό χώρο δεν είναι πια αποδεκτή. Επομένως, πριν το τέλος της μυκηναϊκής περιόδου, δεν μπορούμε να μιλάμε για σαφή διαχωρισμό των μετέπειτα ελληνικών διαλέκτων αλλά για τρεις το πολύ γλωσσικές ομάδες. Τη βόρειο-ελληνική και τους δύο φορείς της Μυκηναϊκής, την Αρκαδική (ή Αρκαδοκυπριακή) και την Αιολική, οι οποίες ήταν συνδεδεμένες μεταξύ τους.[8]. Κατ' άλλους μελετητές, οι δυο σπουδαιότερες διάλεκτοι στο Μυκηναϊκό χώρο ήταν η Αρκαδοκυπριακή και η Ιωνική.[9]
Κατά τους σκοτεινούς αιώνες που ακολούθησαν, έλαβε χώρα η τελευταία μεγάλη αναστάτωση στον ελλαδικό χώρο, δηλαδή η Κάθοδος των Δωριέων. Είναι γεγονός πως η αρχαία παράδοση γύρω από την έλευση των Δωριέων έχει διασώσει κάποιο ιστορικό πυρήνα, όπως την κατά προσέγγιση διαδρομή τους από βορρά προς νότο. Στην παράδοση αυτή, όμως, έχουν παρεισφρύσει πολλές φανταστικές λεπτομέρειες και στοιχεία της πολιτικής προπαγάνδας των μετέπειτα ελληνικών πόλεων-κρατών. Αρχαιολογικά, τα πιθανά αποδεικτικά στοιχεία της καθόδου των Δωριέων είναι πολύ δύσκολο να αποτιμηθούν. Επίσης, δεν είναι αποδεκτό οτι οι Δωριείς ήταν αυτοί που έφεραν από τη βόρεια Βαλκανική τη χρήση του σιδήρου, καθώς θεωρείται εισαγωγή από την Ανατολή[10] Γίνεται πάντως ελκυστική η υπόθεση ότι οι Δωριείς ήταν πολιτιστικά καθυστερημένοι νομάδες κτηνοτρόφοι στο περιθώριο του μυκηναϊκού κόσμου, οι οποίοι κάποια στιγμή ανέλαβαν έντονη επιθετική δραστηριότητα, πιεζόμενοι κι αυτοί από τα βόρεια.[11]
Με το τέλος της δωρικής επέκτασης, από τις μη βορειοελληνικές διαλέκτους στην Πελοπόννησο απέμεινε μόνο η αρκαδική, στα ορεινά της Αρκαδίας. Εκείνη την εποχή είχε ήδη αρχίσει ο Α' Αποικισμός και οι Αιολείς αποίκησαν τα νησιά του Βόρειου Αιγαίου και την Αιολία της Μικράς Ασίας ενώ οι Ίωνες το κύριο μέρος των νησιών του Αιγαίου και την κλασική Ιωνία.
Με τον Β' Αποικισμό, αποικήθηκε η Χαλκιδική, η Μεθώνη και η Πύδνα από τους Χαλκιδείς και την Ερέτρια, ενώ η Μίλητος ίδρυσε πολυάριθμες αποικίες στη Θράκη, τον Ελλήσποντο και τον Εύξεινο πόντο. Η Κόρινθος εδραίωσε την ισχύ της στο Ιόνιο ιδρύοντας τις εκεί αποικίες της (Κέρκυρα, Επίδαμνος, Απολλωνία κλπ.). Αν σε αυτά προστεθεί και ο αποικισμός της Μεγάλης Ελλάδας (νότιος Ιταλία) και της Σικελίας, μπορούμε να πούμε ότι, κατά το 600 π.Χ., η κατανομή του ελληνισμού στη Μεσόγειο έχει ολοκληρωθεί.