Ας υποθέσουμε ότι ξεκινούμε να λύσουμε ένα γιγάντιο σταυρόλεξο με τη βοήθεια λίγων συμπληρωμένων λέξεων. Με το πέρασμα του χρόνου το συμπληρώνουμε όλο και περισσότερο και μεγάλος αριθμός λέξεων που διασταυρώνονται συμπίπτουν και δεν μας αναγκάζουν να ακυρώσουμε όσες προηγουμένως συμπληρώσαμε, εκτός από ελάχιστες περιπτώσεις. Πόσο τυχαίο μπορεί να είναι ότι σχεδόν έχουμε ολοκληρώσει τη συμπλήρωση των λέξεων με λάθος λέξεις; Στον ανεξάντλητο κόσμο που ζούμε, υπάρχουν και οι απίθανες συμπτώσεις και δεν αποκλείεται να εξαπατηθούμε.
Όταν όμως λίγο πριν από την ολοκλήρωση του γιγάντιου σταυρόλεξου
αποκαλύπτουμε ένα κατανοητό μήνυμα από τη σειρά των λέξεων που συμπληρώσαμε και
όταν επιπλέον το μήνυμα αυτό μας βοηθάει για να συμπληρώσουμε σωστά τα λίγα
κενά που είχαν απομείνει, τότε πόσο τυχαίο μπορεί να είναι αυτό το
συνταίριασμα; Όταν ένα πλήθος φαινομένων συνδέονται μεταξύ τους και
ερμηνεύονται ενιαία, όταν όλα τα κομμάτια ταιριάζουν, έτσι που φανερώνονται
άγνωστες όψεις και νέες σχέσεις που μας έλλειπαν για να καταλάβουμε καλά, τότε
εύκολα μπορούμε να ελέγξουμε αν το πακέτο είναι τυχαία
"συναρμολογημένο" ή αν έτσι επιβάλλεται να είναι για να μην
οδηγηθούμε σε αδιέξοδα και σε αδύνατες εμπειρίες.
Με αυτόν τον
αφηρημένο τρόπο γίνεται η αναγνώρισή της από τους περισσότερους ανθρώπους και
από τον καθένα, όταν για διάφορους λόγους δεν είναι εύκολο να γίνει με αρκετή
προσοχή, με ειδικούς κανόνες και τρόπους απόδειξης. Έτσι πιστεύουμε ότι στη
σελήνη και στους γειτονικούς πλανήτες δεν υπάρχει εξελιγμένη μορφή ζωής, ότι οι
πέτρες δε διανοούνται, ότι έξω από εμάς υπάρχουν υλικά πράγματα, ότι μας
περιγράφουν τα πραγματικά γεγονότα και τελικά στις περισσότερες
απόψεις. Οι πολλές συμπτώσεις, οι ενδείξεις και οι συνέπειες οδηγούν στο
συμπέρασμα, ότι μάλλον είναι απίθανο να συνδέονται όλα αυτά τυχαία.
Συνήθως,
όταν οι συμπτώσεις είναι υπερβολικά πολλές και μάλιστα σε δύσκολες περιπτώσεις
και όταν όλα τα κομμάτια ταιριάζουν, τότε υποψιαζόμαστε την ύπαρξη κάποιας αιτίας. Η
εξήγηση για τη σύμπτωση και το μη τυχαίο συνταίριασμα είναι αυτό που
ονομάζουμε «αλήθεια». Δεν μπορούμε να συμφωνούμε με την κάθε φαντασιοκοπία
και ανοησία και για να μην εξαπατούμαστε δεν είναι πάντοτε αναγκαία τα
μαθηματικά. Καθημερινά κάνουμε κινήσεις που κατευθύνονται σωστά από τις σκέψεις
μας, ακόμα και κάτω από συνθήκες πίεσης του χρόνου. Καθημερινά κάνουμε σκέψεις
που προδιαγράφουν τις επόμενες κινήσεις και πράξεις μας, με επίγνωση για τη
βεβαιότητα ή την αβεβαιότητα του αποτελέσματος και σκέψεις επί των
πληροφοριακών δεδομένων που πλημμυρίζουν τα αισθητήρια όργανα και το μυαλό
μας. Δεν ζούμε με τη διστακτικότητα που θα επέβαλλε η τεράστια άγνοιά μας
και αντί να βρισκόμαστε κρυμμένοι και φοβισμένοι, φθάνουμε στο άλλο άκρο να
ξεπερνάμε τα όρια της βέβαιης γνώσης και εμείς να επιμένουμε και να
παραμένουμε 100% βέβαιοι. Δεν χρειάζονται πάντοτε τα μαθηματικά για να είναι
κάτι 100% βέβαιο και αυτό αποδεικνύεται ξανά χωρίς τα μαθηματικά στην
καθημερινή ζωή.
Όταν λέμε
ότι γνωρίζουμε εννοούμε ότι έχουμε σωστές απαντήσεις σε ερωτήματα, επιλύνουμε
θεωρητικά προβλήματα και δίνουμε σωστές εξηγήσεις. Όταν κάνουμε κρίσεις και
αποδίδουμε ιδιότητες και σχέσεις στα πράγματα με τη διαβεβαίωση ότι είναι όπως
τα είπαμε τότε υπονοούμε ότι γνωρίζουμε. Με άλλα λόγια, όταν λέμε ότι
γνωρίζουμε εννοούμε ότι έχουμε ξεχωρίσει το σωστό από το λάθος και ότι
διαθέτουμε τα στοιχεία εκείνα που πιστοποιούν την ορθότητα της άποψης και την
αναλήθεια μίας άλλης. Πώς αναγνωρίζουμε το σωστό και το λάθος; Το σωστό και το
λάθος πρέπει να διακρίνονται (εύκολα ή δύσκολα), διότι έτσι αναγνωρίζουμε τον
τρελό από τον λογικό, την αλήθεια από το ψέμα, το εύστοχο από το άστοχο και
τελικά έτσι ρυθμίζουμε τη συμπεριφορά μας με την αναμενόμενη αποτελεσματικότητα.
Ο μορφωμένος άνθρωπος ή ένας καθηγητής θα μπορούσε να αναπτύξει αυτό το θέμα σε
ένα ογκώδες βιβλίο, για να παρουσιάσει τους κανόνες με τους οποίους
σχηματίζονται οι συλλογισμοί και πως γίνονται οι λογικές κρίσεις μέχρι τους
γραμματικούς και τους συντακτικούς κανόνες της γλώσσας. Όμως, στην καθημερινή
ζωή μας σχηματίζουμε απόψεις και καταλαβαίνουμε σωστά πολλά πράγματα και σε
πλήθος περιπτώσεων, χωρίς να χρονοτριβούμε με σκέψεις που κάνουν την
επαλήθευση, χωρίς διαδικασίες απόδειξης και χωρίς ιδιαίτερη προσοχή στα νοήματα
των λέξεων. Κατά κάποιο τρόπο, μπορούμε και αναγνωρίζουμε αμέσως την
αναξιοπιστία και την αλήθεια, όπως όταν κινούμαστε, αναγνωρίζουμε ποιες
κινήσεις πρέπει να κάνουμε για να φθάσουμε στον προορισμό μας και να επιτύχουμε
την εργασία μας, χωρίς να κάνουμε διαρκώς μαθηματικούς υπολογισμούς και
μετρήσεις ταχύτητας, απόστασης και δύναμης. Φυσικά, γι' αυτό κάνουμε και πολλά
λάθη και συχνά αποτυγχάνουμε.
Όταν ο
τρόπος ζωής και η επιτέλεση κάποιων σκοπών εξυπηρετούνται από την έλλειψη αναζήτησης
και από την άγνοια και όταν οι διαθέσεις μας κυριαρχούν στη γνωστική μας
δραστηριότητα, τότε η χρησιμότητα της γνώσης προέχει από τη θεωρητική
βεβαιότητά μας. Έτσι λ.χ. πολλά από όσα πράττουμε καθημερινά στη ζωή μας
βασίζονται σε γνώσεις, για τις οποίες εμείς δεν έχουμε εξακριβώσει την
αξιοπιστία τους και τα χρονικά όρια της ισχύος τους. Διαφορετικά θα
χρονοτριβούσαμε απεριόριστα και θα ήμασταν διαρκώς μέσα στην αμφιβολία. Αυτός
είναι και ο συνηθισμένος αντίλογος, που μας αντιπαραθέτουν κάποιοι, για να
δικαιολογήσουν την επανάπαυσή τους και την αποστροφή τους για την εσωτερική
αναζήτηση, το διάβασμα και τον κοπιαστικό στοχασμό.
Για έναν
άνθρωπο που λατρεύουμε, ρέπουμε να αγνοήσουμε και να αμφισβητήσουμε όσα
αρνητικά ακούσουμε γι’ αυτόν και να διατηρήσουμε τη διαμορφωμένη βεβαιότητά
μας. Όταν ο γιατρός μας πει τη διάγνωσή του και τη θεραπευτική αγωγή, εμείς
συνήθως θεωρούμε χρήσιμο να την ακολουθήσουμε και όχι να ζητήσουμε αποδείξεις
και αναλυτικές εξηγήσεις. Εάν χρειαστεί, αυτό που μπορούμε να κάνουμε είναι να
ζητήσουμε την άποψη και άλλων γιατρών.
Σε αυτές τις
περιπτώσεις, στις οποίες δεν αναζητάμε την αξιοπιστία της γνώσης -για τον ένα ή
για τον άλλο λόγο- και βασιζόμαστε χωρίς επαρκή γνώση, έχουμε την άμεση ή
αστόχαστη βεβαιότητα, την οποία ονομάζουμε πίστη ή εμπιστοσύνη. Όταν αυτή η άμεση βεβαιότητά
μας είναι για την ορθότητα της άποψης, τότε την πίστη τη λέμε καλή, ενώ
αντιθέτως τη λέμε κακοπιστία. Η πίστη μπορεί να αποδειχθεί εύστοχη ή το
αντίθετο και να κατευθύνει την επιστημονική γνώση. Ωστόσο δεν παύει να είναι
μια βεβαιότητα βιαστική και με ανεπαρκή γνώση.
Η πίστη
χωρίς όριο και θεωρητική αμφιβολία είναι αντίθετη προς την εξέλιξη της
επιστημονικής γνώσης και επιφέρει σύγχυση. Αντιθέτως, η εξέλιξη της γνώσης και
η αναζήτηση με σκοπό τη βεβαιότητα δημιουργεί τη βεβαιότητα μέσα από την
εξακριβωμένη γνώση. Περιορίζει ολοένα περισσότερο το χώρο της πίστης και αφήνει
εκτός πραγματικότητας όποιον δεν μπορεί να ακολουθήσει τα βήματά της και
επιμένει να διατηρεί μια πίστη, που η επιστήμη έχει δώσει τη θέση της σε μια
γνώση με λογική βεβαιότητα. Η αντίθεση της άκοπης, βεβιασμένης και
πρόχειρης βεβαιότητας με τη φιλοσοφική και επιστημονική αναζήτηση είναι
καθαρή. Υπό αυτήν την έννοια, η μεγάλη μας διαφορά με τη θρησκεία
επικεντρώνεται στην παραπάνω γενική αντίθεση. Αυτή μας επιβάλλει να
αμφισβητούμε, να απορρίπτουμε και να μην υπολογίζουμε τις απόψεις, τις
διαπιστώσεις και τις μυθοπλασίες, οι οποίες ξεφεύγουν από τα όρια της λογικής ή
προσδιορισμένης βεβαιότητας και πολύ περισσότερο όταν έρχονται σε σύγκρουση με
τη λογική και με την εμπειρία.
Τελικά, όχι μόνο υπάρχει αλήθεια και βέβαιη γνώση, αλλά και είναι
αξιοθαύμαστη στιγμή της ζωής να πράττουμε σύμφωνα με την αλήθεια, ενώ
γνωρίζουμε ότι έτσι θα χάσουμε μια ευκαιρία ή θα πληγώσουμε τον εαυτό μας.
Αν έτσι με
την επιπόλαια αναγνώριση της αλήθειας είναι συνηθισμένο και πολύ εύκολο να
λαθεύουμε, είναι άλλο τόσο εύκολο να μη χρησιμοποιούμε και ν’ αμφιβάλλουμε για
ένα μεγάλο μέρος από γνώσεις, οι οποίες θεωρούνται επιστημονικές αλήθειες ή
αποδεδειγμένες. Γιατί πρέπει να μπορούμε εμείς οι ίδιοι να καταλαβαίνουμε την
αλήθεια ή τον τρόπο που προσδιορίζει την εύρεση και την απόδειξή της.
Διαφορετικά αν, για διάφορους λόγους, δεν έχουμε αυτή τη δυνατότητα, τότε η
βεβαιότητά μας γι’ αυτή την αλήθεια (όπως λ.χ. ότι στη σελήνη δεν υπάρχει ζωή)
δεν προέρχεται από έναν αλάνθαστο τρόπο της αναγνώρισής της και είναι μια τυφλή
πίστη. Ασχέτως αν είναι πραγματικά μια βέβαιη γνώση για εκείνους που την
απόδειξαν. (Βλέπε πιο κάτω για την Εμπειρία
& Γνώση).
Στο ερώτημα:
τι είναι η αλήθεια ή πώς πρέπει να τη διαπιστώνουμε δεν μπορούμε να δώσουμε μια
μικρή, εύκολη και επαρκή απάντηση, ωστόσο δεν είναι αναγκαίο να τη βρούμε, για
να συνεχίσουμε να φιλοσοφούμε και για να απαντήσουμε αξιόπιστα σε άλλες
απορίες. Όπως δεν είναι αναγκαίο να διανοηθούμε τι είναι η ουσία των πραγμάτων
ή ποιο είναι γενικά το Σύμπαν, για να μπορούμε να διαπιστώνουμε ποια από εκείνα
που αντιλαμβανόμαστε υπάρχουν πραγματικά, ανεξάρτητα από εμάς. Αλλά, χωρίς
αμφιβολία, η γνώση μας γενικά για τον ανθρώπινο λόγο είναι αρκετά σπουδαία και
αναγκαία για να αναπτύξουμε -αν όχι για να αρχίσουμε- μια φιλοσοφική θεωρία,
χρήσιμη για ν' αξιοποιήσουμε την εμπειρία μας και ειδικά για την αποφυγή της
αβασιμότητας και των παρεκτροπών του στοχασμού.
Για να
καταλάβουμε πώς νοείται το συνταίριασμα και ο αρμονικός συσχετισμός των απόψεων
και τη δυνατότητά τους να συνδέονται πρέπει να αναλύσουμε και να προσδιορίσουμε
λεπτομερέστερα την έννοια της γνώσης. Από τον εμπειρικό καθορισμό της θα
διαπιστώσουμε αυτό που εξηγείται κοσμολογικά. Δηλαδή, ότι η γνώση έχει άμεση
σχέση με την ύπαρξη κοινών και σταθερών στοιχείων στις διάφορες και ασταθείς
ποιότητες πραγμάτων και με τη δυνατότητα της “αφαίρεσης”, που ξεκινάει από
τις ίδιες τις αισθήσεις. Χωρίς αυτά τα στοιχεία, η ψυχή δε θα μπορούσε να
υπάρξει με κανένα τρόπο και δε θα είχε τη δυνατότητα να αισθάνεται τα εξωτερικά
της πράγματα και να διαμορφώνει απόψεις και εμπειρία. Αυτή είναι η βασική σχέση
της ψυχής με τον εαυτό της και την ονομάζουμε με πιο περιορισμένο νόημα με τη
λέξη «διάνοια» ή «νόηση», αν προτιμάτε.