Η αλήθεια είναι για τη γνώση, εκείνο που στην πραγματικότητα είναι η δυνατότητα της συνύπαρξης. Το να ρωτάμε τι είναι η αλήθεια, είναι το ίδιο δύσκολο να απαντήσουμε σε αυτήν την ερώτηση, όσο και σε αυτήν: τι είναι η ύπαρξη; Δεν υπάρχει αλήθεια, υπάρχει γνώση με τη δυνατότητα να είναι αξιόπιστη, δηλ. αληθινή.
Είναι σαν τη
δυνατότητα ενός εξαρτήματος να αποτελέσει μέρος στα υπόλοιπα ενός μηχανήματος.
Η κοινή δυνατότητα των εννοιών προέρχεται από εκείνη των αντιληπτών, ενώ των
αντιληπτών προέρχεται από την αντίστοιχη δυνατότητα των εξωτερικών υλικών
πραγμάτων (δηλ. από τη δυνατότητα της συνύπαρξής τους και από την αλληλεξάρτησή
τους σαν μέρη ενός συνόλου).
Μπορούμε ν’
αναγνωρίζουμε την ύπαρξη ενός πράγματος ανάμεσα στα άλλα, ωστόσο δεν μπορούμε
να την περιγράψουμε και να την αποδείξουμε εύκολα στα λόγια. Παρόμοια, μπορούμε
ν’ αναγνωρίζουμε την αλήθεια στο συνδυασμό των γνωστικών δεδομένων, ωστόσο δεν
μπορούμε να την αποδείξουμε και να τη συμπεράνουμε πάντοτε εύκολα, χωρίς να
καταφύγουμε σε πλήθος άλλων γνώσεων.
Η αναγνώριση της αξιοπιστίας είναι πιο δύσκολη και πιο αμφίβολη από εκείνη της ύπαρξης ενός αντιληπτού πράγματος. Γιατί εκεί εκ των προτέρων συνυπάρχουν πολλά διαφορετικά πράγματα με προσδιορισμένους τρόπους αλληλοσύνδεσης και εμείς εκ των υστέρων σαν μέρη της ίδιας ευρύτερης πραγματικότητας αναγνωρίζουμε τι είναι η ύπαρξη ανάμεσα στις πολύπλοκες σχέσεις τους. Τα αντιληπτά πράγματα εξαρτώνται από πολλά προηγούμενα και ομόχρονά τους, χωρίς τα οποία δε θα μπορούσαν να υπάρξουν και να σχετίζονται κατ’ αυτούς τους τρόπους. Ενώ η εύρεση και ο συσχετισμός μιας άποψης μπορεί να γίνεται από αναξιόπιστες και άσχετες γνώσεις.
Μπορούμε ν’
αμφισβητούμε και να διαφωνούμε με κάθε μεμονωμένη άποψη και να υποστηρίζουμε
ευφυώς με μεμονωμένες αλήθειες την κάθε παρανοϊκή άποψη. Διότι έτσι «ξεκάρφωτα»
και επιπόλαια δεν βρίσκουμε απορίες, από την απάντηση των οποίων αποκαλύπτεται
και επιβεβαιώνεται η δυνατότητα της ορθής γνώσης ή αντιθέτως αναδεικνύονται
ανεπίλυτα προβλήματα και αδιέξοδα. Για τον ίδιο λόγο αποδίδουμε λάθος
δυνατότητες και σχέσεις σε ένα πράγμα και δεν καταλαβαίνουμε τις συνέπειες από
μια αλλαγή, όταν δε γνωρίζουμε αρκετά ποιο είναι αυτό, πώς συνδέονται ή
αλληλενεργούν τα στοιχεία του και γενικά ποιος είναι ο τρόπος, με τον οποίο
γίνεται κάτι. Η αναγνώριση, η εύρεση της αληθινής άποψης, η διεύρυνσή της και η
απόδειξή της προϋποθέτουν ξανά ορθές και βέβαιες γνώσεις.
Η δυνατότητα
να συνταιριάξει μια άποψη δε δείχνει πάντοτε την αξιόπιστη ή την εμπειρική αλήθεια.
Δεν είναι αδύνατο να έχει μια σχετική αξιοπιστία σαν υποθετική αλήθεια υπό
κάποιους όρους, όταν αυτή δεν περιορίζει και δεν ανατρέπει την αξιοπιστία και
την εξέλιξη της πραγματικής γνώσης. Όταν, όμως, οι απόψεις είναι τόσες πολλές
και πάντοτε αρμονικά συσχετισμένες παρά την αντιπαραβολή τους με άλλες. Όταν
αναγκαία συνδέονται, γιατί αν όχι, τότε θα διαφωνήσουμε με μερικές σαφέστερες
αλήθειες. Όταν οι απορίες που γεννούν οι ελλείψεις τους βρίσκουν την απάντησή
τους και οι νεότερες απόψεις συνδέουν μερικές από τις προηγούμενες και δίνουν
μια προτεραιότητα για τη συνέχεια της εξέλιξής τους, τότε είναι πιο δύσκολο, αν
όχι αδύνατο, να αρνηθούμε ότι αυτές αληθεύουν.
Θα λέγαμε
ότι η αναγκαιότητα και οι όροι, με τους οποίους συνυπάρχουν τα πράγματα,
μοιάζει να μεταφέρεται και να αντανακλάται στις γνώσεις μας. Όταν προσφεύγουμε
στην πρακτική και εξακριβώνουμε την επιτυχή «συμβολή» της, σε τελική ανάλυση τη
συσχετίζουμε ξανά με κάποια γνώση και την επιβεβαιώνουμε με τα νέα δεδομένα.
Η ίδια η
αντίληψη είναι μια μορφή γνώσης δημιουργημένη έμμεσα από τα ίδια τα
πράγματα, τα οποία είναι εκ των προτέρων συσχετισμένα και «αποδεδειγμένα» για
τη συνύπαρξή τους. Είναι απ’ όλους αυτονόητη, αξιόπιστη και χρησιμεύει στην
πράξη σαν βέβαιη αλήθεια, τουλάχιστον πριν αμφισβητηθεί σκόπιμα ή κατά ένα
μέρος. Ο τρόπος, με τον οποίο δημιουργούνται οι απόψεις μας, η προτεραιότητα, ο
συσχετισμός και η ανάπτυξή τους, δεν εξαρτάται μόνο από από τη θέληση και το
σκοπό μας. Όπως η ύπαρξη των αντιληπτών πραγμάτων αναγνωρίζεται από τις λεπτομέρειες
των σχέσεών τους με τα υπόλοιπα, έτσι και η αλήθεια αναγνωρίζεται από τις
σχέσεις εξάρτησης, προσδιορισμού, αναλογίας, ομοιότητας, προτεραιότητας, γενικά
από τις σχέσεις των απόψεων με ορισμένες άλλες. Η αλήθεια είναι η κοινή αρχή
του συνταιριάσματος των απόψεων και τη διαπιστώνουμε όταν αυτές συνδέονται με
μια προτεραιότητα και αναγκαιότητα, χωρίς να αλληλοανατρέπονται και αντιθέτως
αποκαλύπτοντας τις σχέσεις των αποσπασματικών απόψεων .