Η Μάχη της Πύδνας ήταν η τελευταία αποφασιστική μάχη του Τρίτου Μακεδονικού πολέμου (171 - 168 π.Χ.) μεταξύ Ρωμαίων και Μακεδόνων και έγινε στις 22 Ιουνίου του 168 π.Χ.. Η έκβαση της μάχης αυτής σήμανε και την οριστική υποταγή της Ελλάδας στους Ρωμαίους.
Οι Ρωμαίοι, έπειτα από την κήρυξη πολέμου από το βασιλιά της Μακεδονίας Περσέα, εκστράτευσαν το 171 π.Χ. κατά του Μακεδονικού κράτους με αρχηγό το Ρωμαίο ύπατο Αιμίλιο Παύλο. Ύστερα από πολύχρονους αγώνες κατόρθωσαν να περάσουν τα στενά των Τεμπών, να κυριέψουν το Λιτόχωρο και τελικά εξανάγκασαν τους Μακεδόνες σε υποχώρηση μέχρι την περιοχή της αρχαίας Πύδνας.
Ο μακεδονικός στρατός αποτελούνταν από 30.000 φαλαγγίτες, 9.000 ελαφρά οπλισμένους («ψιλοί») και 4.000 ιππείς με αρχηγό το Βασιλιά Περσέα, ο οποίος έμελε να είναι ο τελευταίος Βασιλιάς της Μακεδονίας. Η Ρώμη είχε να αντιτάξει 23.800 λεγεωνάριους, 9.600 ελαφρά οπλισμένους και 4.200 ιππείς, με αρχηγό τον ύπατο Λεύκιο Αιμίλιο Παύλο. Η καθοριστική σύγκρουση έλαβε χώρα στην πεδιάδα μεταξύ των ποταμών Αίσονα (Μαυρονέρι) και Λεύκου (Πέλεκα), στην Πιερία..
Τον Ιούνιο του 168 π.Χ. στην Αρχαία Πύδνα επιτέθηκαν πρώτοι οι Μακεδόνες. Οι Ρωμαίοι αναγκάστηκαν αρχικά σε υποχώρηση. Αργότερα όμως προχώρησαν σε αιφνιδιαστική αντεπίθεση, έχοντας στη μάχη και ελέφαντες.
Ο ενθουσιασμός του μακεδονικού στρατού από την ευνοϊκή εξέλιξη της πρώτης αυτής συγκρούσεως παρέσυρε τον Περσέα και διέταξε γενική επίθεση του στρατού του. Οι Ρωμαίοι υποχώρησαν προς τα υψώματα, όπου διασπάστηκε η συνοχή της μακεδονικής φάλαγγας. Αυτό το γεγονός οδήγησε και στη μεγάλη ήττα. Οι απώλειες για τους Μακεδόνες ήταν τεράστιες.
Σε λίγο κατά μήκος όλου του μετώπου η μάχη εξελίχθηκε για τους Μακεδόνες σε αληθινή σφαγή. Οι νεκροί τους υπολογίζονται σε 20.000 έναντι 100 Ρωμαίων, ενώ 5.000 πιάστηκαν αιχμάλωτοι.
Οι Ρωμαίοι εκμηδένισαν πολιτικά και στρατιωτικά τη Μακεδονία, την ισχυρότερη ελληνική δύναμη ενάντια στον ρωμαϊκό επεκτατισμό. Η μάχη της Πύδνας ήταν η τελευταία νικηφόρα μάχη των Ρωμαίων στη Μακεδονία, η οποία και υποτάχτηκε στο σύνολό της. Ο Περσέας διέφυγε στη Σαμοθράκη, αιχμαλωτίστηκε όμως αργότερα με δόλιο τρόπο από τους νικητές Ρωμαίους και διαπομπεύτηκε σε θρίαμβο στη Ρώμη.
Οι Ρωμαίοι, έπειτα από την κήρυξη πολέμου από το βασιλιά της Μακεδονίας Περσέα, εκστράτευσαν το 171 π.Χ. κατά του Μακεδονικού κράτους με αρχηγό το Ρωμαίο ύπατο Αιμίλιο Παύλο. Ύστερα από πολύχρονους αγώνες κατόρθωσαν να περάσουν τα στενά των Τεμπών, να κυριέψουν το Λιτόχωρο και τελικά εξανάγκασαν τους Μακεδόνες σε υποχώρηση μέχρι την περιοχή της αρχαίας Πύδνας.
Ο μακεδονικός στρατός αποτελούνταν από 30.000 φαλαγγίτες, 9.000 ελαφρά οπλισμένους («ψιλοί») και 4.000 ιππείς με αρχηγό το Βασιλιά Περσέα, ο οποίος έμελε να είναι ο τελευταίος Βασιλιάς της Μακεδονίας. Η Ρώμη είχε να αντιτάξει 23.800 λεγεωνάριους, 9.600 ελαφρά οπλισμένους και 4.200 ιππείς, με αρχηγό τον ύπατο Λεύκιο Αιμίλιο Παύλο. Η καθοριστική σύγκρουση έλαβε χώρα στην πεδιάδα μεταξύ των ποταμών Αίσονα (Μαυρονέρι) και Λεύκου (Πέλεκα), στην Πιερία..
Τον Ιούνιο του 168 π.Χ. στην Αρχαία Πύδνα επιτέθηκαν πρώτοι οι Μακεδόνες. Οι Ρωμαίοι αναγκάστηκαν αρχικά σε υποχώρηση. Αργότερα όμως προχώρησαν σε αιφνιδιαστική αντεπίθεση, έχοντας στη μάχη και ελέφαντες.
Ο ενθουσιασμός του μακεδονικού στρατού από την ευνοϊκή εξέλιξη της πρώτης αυτής συγκρούσεως παρέσυρε τον Περσέα και διέταξε γενική επίθεση του στρατού του. Οι Ρωμαίοι υποχώρησαν προς τα υψώματα, όπου διασπάστηκε η συνοχή της μακεδονικής φάλαγγας. Αυτό το γεγονός οδήγησε και στη μεγάλη ήττα. Οι απώλειες για τους Μακεδόνες ήταν τεράστιες.
Σε λίγο κατά μήκος όλου του μετώπου η μάχη εξελίχθηκε για τους Μακεδόνες σε αληθινή σφαγή. Οι νεκροί τους υπολογίζονται σε 20.000 έναντι 100 Ρωμαίων, ενώ 5.000 πιάστηκαν αιχμάλωτοι.
Οι Ρωμαίοι εκμηδένισαν πολιτικά και στρατιωτικά τη Μακεδονία, την ισχυρότερη ελληνική δύναμη ενάντια στον ρωμαϊκό επεκτατισμό. Η μάχη της Πύδνας ήταν η τελευταία νικηφόρα μάχη των Ρωμαίων στη Μακεδονία, η οποία και υποτάχτηκε στο σύνολό της. Ο Περσέας διέφυγε στη Σαμοθράκη, αιχμαλωτίστηκε όμως αργότερα με δόλιο τρόπο από τους νικητές Ρωμαίους και διαπομπεύτηκε σε θρίαμβο στη Ρώμη.