Η μάχη της ΕΛΔΥΚ αναφέρεται στο Μουσείο Ιστορίας του Λονδίνου, ως μία από τις πιο άνισες μάχες που δόθηκαν ποτέ. Και όπως αναφέρει ο στρατιώτης Γώγος, που δακτυλογραφούσε το Ημερολόγιο Μονάδας καθ’ υπαγόρευσιν του ταγματάρχη Καλλιώρα, διευθυντή του 3ου Ε.Γ. : «και στις Θερμοπύλες χάσαμε… όμως δεν αποτελεί μια ένδοξη στιγμή της Ελληνικής Ιστορίας;»
Το πρωί της 14ης Αυγούστου, βρήκε τους άνδρες της ΕΛΔΥΚ σε γραμμή άμυνας στο στρατόπεδο της, στις θέσεις διασποράς που είχαν ανακατασκευάσει. Στην άμυνα του στρατοπέδου ήσαν όσοι είχαν μείνει από τις μάχες του Καραβά (από τον ηρωικό 1ο λόχο που στην ουσία δεν υπήρχε πια) οι οποίοι είχαν συμπτυχθεί σε διλοχία με υπολείμματα του 6ου λόχου του 2ΤΠ, υπο τον Ταγματάρχη Στεργιόπουλο. Οι υπόλοιποι ήταν, ο 2ος με διοικητή τον Υπολοχαγό Κωσταντούλα, ο 4ος με τον Κύπριο Λοχαγό Λ.Ιωαννίδη, ο λόχος διοικήσεως της ΕΛΔΥΚ με διοικητή τον Ταγματάρχη Δελή, μια διμοιρία μηχανικού με διοικητή τον Λοχαγό Σταυριανάκο και άλλα μικρά τμήματα εφέδρων Κυπρίων σε διμοιρίες τυφεκιοφόρων. Διοικητής όλων αυτών των δυνάμεων ήταν ο Αντισυνταγματάρχης Σταυρουλόπουλος.
Από το πρωί που ξεκίνησε ο Αττίλας ΙΙ, οι Τούρκοι άρχισαν να χτυπούν με πυρά βαρέος πυροβολικού και αεροπορίας. Στις 10:00 εκδηλώθηκε η πρώτη επίθεση πεζικού η οποία αποκρούσθηκε. Στις 11:00 δεύτερη προσπάθεια Τουρκικού πεζικού και αρμάτων αποκρούστηκε πάλι. Την ίδια τύχη είχε και επίθεση των Τούρκων στις 15:00. Σε όλη αυτή τη διάρκεια η αεροπορία τους, χτυπούσε κατά διαστήματα, τους υπερασπιστές του Στρατοπέδου. Η άμυνα του στρατοπέδου από την ΕΛΔΥΚ αποδεικνυόταν η αποτελεσματικότερη των δυνάμεών μας γιατί με Σίγκερ και ΠΑΟ δεν τολμούσαν να προελάσουν τα άρματά τους. Όταν ένα Τούρκικο άρμα δεχόταν αντιαρματική βολή, τα υπόλοιπα υποχωρούσαν και μαζί με αυτά το πεζικό που τα ακολουθούσε.
Από το πρωί της 15ης Αυγούστου, οι Τούρκοι ξανάρχισαν να βάλλουν εναντίον της ΕΛΔΥΚ με πυρά πυροβολικού και αεροπορίας αδιάκοπα. Όμως δεν τόλμησαν καμία επίθεση πεζικού και αρμάτων. Η παντελής αποτυχία των επιθέσεων τους την 14η Αυγούστου, τους αποθάρρυνε. Γι’ αυτό έριξαν το βάρος τους των επιθέσεων τους (αναζητώντας άλλη οδό διάσπασης της Άμυνας Λευκωσίας) κατά του άξονα του προαστείου του Αγ.Παύλου – Σχολής Γρηγορίου. Όμως και εκεί «έφαγαν τα μούτρα τους», διότι ήταν ζώνη ευθύνης ενός εξαιρετικού Έλληνα Αξιωματικού, του Ταγματάρχη Δ.Αλευρομάγειρου Διοικητή του 336 ΤΕ (μετέπειτα Αντιστρατήγου και Γενικού Επιθεωρητή Στρατού), ο οποίος ουσιαστικά με τους άντρες του, πολεμώντας λυσσασμένα εναντίον υπεράριθμων Τούρκων και με ελλιπή οπλισμό, κράτησε την Λευκωσία, ανέπαφη, ουσιαστικά στα όρια της Πράσινης γραμμής που προϋπήρχαν, της εισβολής.
Στην ΕΛΔΥΚ τώρα, ο διοικητής της, προβλέποντας νέα επίθεση των Τούρκων, ακόμα πιο ισχυρή την επομένη (16η Αυγούστου) ζήτησε από το ΓΕΕΦ αντιαρματική υποστήριξη και μεγαλύτερη υποστήριξη πυρών πυροβολικού. Όμως αντί αυτών του έστειλαν τρία τεθωρακισμένα οχήματα μεταφοράς προσωπικού! Αντιλαμβανόμενος την μη χρησιμότητά τους υπό τας περιστάσεις, τα έστειλε πίσω την νύχτα, έτσι ώστε να διατεθούν σε άλλες αποστολές.
Είναι σημαντικό εδώ να αναφέρουμε το «άσχημο παιχνίδι» που έπαιξαν ορισμένοι από τους άνδρες των Ηνωμένων Εθνών, οι οποίοι πρόδιδαν στους Τούρκους, πληροφορίες μάχης των Ελληνικών Δυνάμεων. Αυτό αποδεικνύεται από μαρτυρίες στρατιωτών της πρώτης γραμμής όπως του Στρ.Σπανογιάννη της ΕΛΔΥΚ όπου έβλεπε τις βολές του πυροβολικού των Τούρκων να γίνονται απόλυτα εύστοχες, πέντε μόλις λεπτά μετά την πτήση Ελικοπτέρων του ΟΗΕ πάνω από τις οχυρωμένες Ελληνικές θέσεις, ενώ πέντε λεπτά ενωρίτερα ήταν απελπιστικά άστοχες. Άλλοι στρατιώτες της ΕΛΔΥΚ βεβαιώνουν ότι αφότου δόθηκε από Έλληνα αξιωματικό, στους αξιωματικούς του ΟΗΕ (μετά από φορτική απαίτησή τους), το σχεδιάγραμμα του ναρκοπεδίου που είχε υπήρχε μπροστά από το Στρατόπεδο της ΕΛΔΥΚ, ένα ερπυστριοφόρο Μ-113 των κυανοκράνων πέρασε μέσα από αυτό αποτυπώνοντας ξεκάθαρα στο έδαφος, «το ασφαλές μονοπάτι» ανάμεσα στις νάρκες, το οποίο χρησιμοποίησαν την επομένη στην επίθεσή τους τα Τούρκικα τάνκς. Υπάρχουν και άλλες μαρτυρίες, όπως αυτή των ανδρών της Α’ ΜΚ που υπερασπιζόνταν το Αεροδρόμιο της Λευκωσίας, όπου οι Καναδοί κυανόκρανοι, περνούσαν ανάμεσά τους κατά την διάρκεια της ανάπαυλας από την μάχη, και ευθύς μετά, στην νέα επίθεση των Τούρκων, όλα τα σημεία παραλλαγής ή ενέδρας των ανδρών της Μοίρας, ήταν ήδη γνωστά στους Τούρκους που είτε τα απέφευγαν, είτε έριχναν όλο το βάρος της επίθεσής τους σε αυτά!
Η ΕΛΔΥΚ πιά, έχοντας κρατήσει γερά ήδη δυο μέρες, με τους άντρες της σε θέσεις μάχης που ήταν γεμάτες κρατήρες από βόμβες των 1.000 lb και τα πάντα γκρεμισμένα και καμένα, περιμένει ξημερώνοντας η 16η Αυγούστου, την νέα επίθεση των Τούρκων η οποία έμελλε να είναι και η τελευταία. Στις 08:30 το πρωί άρχισε να προσβάλλεται και πάλι από την αεροπορία τους και συγχρόνως άρχισαν να κινούνται προς το στρατόπεδο και προς τον Αγ. Παύλο δυο Τουρκικοί σχηματισμοί. Ήταν δύο Ίλες μέσων αρμάτων Μ-48 σε σχηματισμό «Υ», ενισχυμένες με τάγματα πεζικού που ακολουθούσαν, υποστηριζόμενα από πυρά πυροβολικού καμπύλης τροχιάς που έρχονταν από το Κιόνελι, ενώ ταυτόχρονα ένας άλλος παρόμοιος τρίτος σχηματισμός αποτελούμενος από μία Ίλη μέσων αρμάτων Μ-48 και πεζικό, κινούμενος με άξονα το Γερόλακκο προς τη θέση του 4ου Λόχου και του Λόχου Διοικήσεως. Όλοι αυτοί οι σχηματισμοί αποκρούστηκαν μέχρι το μεσημέρι από τους λιγοστούς υπερασπιστές του στρατοπέδου με τα πενιχρά οπλικά συστήματα που διέθεταν. Όταν μετά από συνεχείς επαναλαμβανόμενες επιθέσεις οι Τούρκοι κατάφεραν να φθάσουν στα 100μ από τις τελευταίες σειρές συρματοπλεγμάτων στα αριστερά, με το πλεονέκτημα της υπεροπλίας και του δεκαπλάσιου στρατεύματος που εφορμούσε, η μάχη κατέληξε εκ του συστάδην. Παράλο που κάποια αραιά πυρά υποστήριξης του πυροβολικού μας έκοψαν κάπως την ορμή των αρμάτων τους, αυτοί σε λίγο θα έμπαιναν στις θέσεις του 4ου Λόχου.
Κατά τις 13.00,όταν πλέον το μισό στρατόπεδο ήταν κάτω από τις ερπύστριες των αρμάτων των Τούρκων, δόθηκε η διαταγή της υποχώρησης και εγκατάλειψης του Στρατοπέδου. Εκεί δημιουργήθηκαν τραγικές, αλλά και ηρωικές στιγμές άπειρου μεγαλείου μεταξύ των Ελλήνων αξιωματικών, υπαξιωματικών και οπλιτών.Ο στρατιώτης Ηλίας Σταυράκης, πρόλαβε και μέσα στα πυρά προερχόμενα από τα πολυβόλα των 0.50, των αρμάτων, παίρνει την σημαία του Συντάγματος από τον λόχο διοικήσεως για να μην πέσει στα χέρια των Τούρκων.
Η απαγκίστρωση όμως,θα έπρεπε να γίνει υπό το φως της ημέρας, με τα νώτα ακάλυπτα και σε έδαφος επικλινές, χωρίς φυσική κάλυψη. Πραγματική αυτοκτονία. Προσπάθησαν τα πρώτα τμήματα μέχρι που τα Τούρκικα άρματα και πεζικό έπεσαν στις γραμμές τους, οπότε οι Έλληνες μαχητές ενεπλάκησαν σε μάχη σώμα με σώμα και εξελίχθησαν σκηνές άπειρης αυτοθυσίας, ηρωισμού σε συνδυασμό με απόγνωση και το αίσθημα της αυτοσυντήρησης! Το πρόβλημα δημιουργήθηκε στο κέντρο, όπου εισήλθε και ο κύριος όγκος των επιτιθέμενων Τούρκων. Στην αρχή οι Τούρκοι, λόγω σύγχυσης εξ αιτίας της ομοίου χρώματος (λόγω ΝΑΤΟ) της στολής εκστρατείας των Ελλήνων στρατιωτών, με αυτής των δικών τους, στην προσπάθειά τους να εκκαθαρίσουν το Στρατόπέδο από τους λιγοστούς Ελδυκάριους, πυροβολούσαν ανεξέλεγκτα ότι εκινείτο. Σε αυτήν την προσπάθειά τους αλληλοεξοντώθηκαν πολλοί Τούρκοι στρατιώτες. Όμως ο υπερβολικά μεγάλος αριθμός τους για μια τέτοια επίθεση, τους επέτρεπε τέτοιες «πολυτέλειες». Στις 13:35 τα Τούρκικα άρματα έμπαιναν πλέον από όλες τις μεριές στο Στρατόπεδο και προσπαθούσαν να κλείσουν σε μία λαβίδα τους υποχωρούντες Ελλαδίτες στρατιώτες.
Τότε ο Ανθυπασπιστής Κ.Κέντρας,ο τελευταίος «αλφαμίτης» του Στρατοπέδου με την Διμοιρία Πολυβόλων έμεινε εκεί να καλύπτει τους υποχωρούντες συναδέλφους του.Με την απαγκίστρωση, ο βοηθός πολυβολητής, στρατιώτης Λύνγκος (σήμερα «αγνοούμενος») τραυματίστηκε στα πόδια. Έσπευσαν αμέσως κοντά του, οι φίλοι του στρατιώτες Μουλακάκης και Κρατημένος (ο δεύτερος εκείνη την ημέρα είχε υπηρεσία σαν «αλφαμίτης» στην Πύλη). Ο Λύνγκος δεν μπορούσε να κινηθεί. Ο Μουλακάκης κατάλαβε ότι ήταν ανώφελο να παραμείνουν εκεί μία και σε αυτό το σημείο του στρατοπέδου τα τουρκικά τανκς απείχαν μόλις 50 μέτρα. Είπε στον Κρατημένο να φύγουν. Εκείνος όμως, παρόλο ότι ήταν μάγειρος στην ειδικότητα του είπε (μαρτυρία του στρατιώτη Μουλακάκη στο ΓΕΕΦ): «Φύγε εσύ. Θα μείνω εδώ με τον Λύνγκο».
Φεύγοντας ο στρατιώτης Μουλακάκης γύρισε για τελευταία φορά και τον είδε στο όρυγμά του, να ρίχνει με το Τόμσον ριπές κατά των Τούρκων που προσπαθούσαν να περάσουν το αγκαθωτό συρματόπλεγμα, καθυστερώντας όσο μπορούσε την διείσδυσή τους, έτσι ώστε να καλύψει την υποχώρηση των συντρόφων του. Κανένας δεν είδε ποτέ πια τον τελευταίο «αλφαμίτη» της Πύλης, ο οποίος μαζί με τον στρατιώτη Λύνγκο (και τόσους άλλους) από τότε αναφέρεται στην λίστα των «αγνοουμένων» της Κυπριακής Προδοσίας (και όχι Τραγωδίας, όπως συνηθίζεται να την αποκαλούν).
Κατά την δραματική αποχώρηση από το Στρατόπεδο, ο επίσης «αγνοούμενος» ανθυπασπιστής Κωνσταντίνος Κέντρας, έμεινε εκεί με τους άνδρες του να καλύψει, τον όλο και όλο ένα λόχο ανδρών, που είχαν απομείνει και απαγκιστρώνονταν. Οι τελευταίοι άνδρες που απαγκιστρώθηκαν και επέζησαν ανέφεραν στο ΓΕΕΦ, ότι τον είδαν με το Τόμσον στο χέρι να διατάζει ατάραχος τους άνδρες του να διασκορπιστούν, για να αντιμετωπίσουν τους Τούρκους, που έμπαιναν στο Στρατόπεδο από παντού.
Με αυτή του την πράξη, έδωσε χρόνο στους συναδέλφους του να απαγκριστρωθούν προς την περιοχή Αρχαγγέλου. Τότε, έφταναν και έφεδροι από την Λεμεσσό στο ύψωμα της Σχολής Γρηγορίου.
Οι Τούρκοι στη μανία τους για την ΕΛΔΥΚ που αντιστάθηκε ηρωικά, μάζεψαν τους νεκρούς στρατιώτες της, στον δρόμο μπροστά από το στρατόπεδο και αφού τους απογύμνωναν, τους έκοβαν τα κεφάλια και τους φωτογράφιζαν. Ανάμεσα στους ηρωικά πεσόντες Αξιωματικούς της ήταν οι Λοχαγοί Σταυριανάκος και Σταμπουλής. Ο πρώτος, επικεφαλής της διμοιρίας Μηχανικού της Μονάδας, χάνοντας τους περισσότερους άνδρες του σε μάχες σώμα με σώμα, πυροβολήθηκε από συζυγές πολυβόλο άρματος. Πριν λίγο διέταζε τους άνδρες του (μαρτυρία Λοχία Φλέσσα), να μείνουν στα ορύγματά τους και αν χρειαστεί τα Τουρκικά άρματα να περάσουν από πάνω τους! «Το Στρατόπεδο είναι Ελλάδα και θα το υπερασπιστούμε μέχρι ενός» είπε λίγο πριν σκοτωθεί.
Σε αυτήν την μάχη η ΕΛΔΥΚ έχασε πάνω από το 1/3 της δυνάμεως των υπερασπιστών του Στρατοπέδου της, που το ξεκίνημα της 14ης Αυγούστου, αριθμούσε περίπου 300 άνδρες. Η διαπίστωση ότι κανείς εκ των υπερασπιστών της δεν «το έβαλε στα πόδια», παρόλο το γεγονός ότι η προσπάθειά τους φαινόταν καταδικασμένη, πρώτον λόγω του όγκου των επιτιθέμενων και δεύτερον λόγω των ισχνών μέσων που διέθεταν για την απώθησή τους, δείχνει τον ηρωισμό τους και το αίσθημα του καθήκοντος που είχαν στην καρδιά τους. Απαγκιστρώθηκαν μόνο όταν διατάχθηκαν για αυτό, αφού πολλοί από αυτούς είχαν καταπλακωθεί μέσα στα ορύγματά τους από τα εφορμούντα Τούρκικα τάνκς, έχοντας ξοδέψει πρώτα και τα τελευταία πυρομαχικά τους!
Οι εναπομείναντες στρατιώτες της ΕΛΔΥΚ, παρότι απο το απόγευμα της 16ης, μετά την πτώση του στρατοπέδου τους είχε συμφωνηθεί και πάλι κατάπαυση πυρός, απόκρουσαν και την επομένη (17η Αυγούστου), με επιτυχία επιθέσεις των Τούρκων στον Αγ.Παύλο, μαζί με Κύπριους εθελοντές απο την Αμμόχωστο που πολέμησαν ηρωικά στο πλευρό τους. Ήταν οι τελευταίες συμπλοκές.