Ο Άτταλος Β΄ ο Φιλάδελφος ( 220 π.Χ. – 138 π.Χ. ) ήταν ηγεμόνας του ελληνιστικού βασιλείου της Περγάμου στη Μικρά Ασία, μέλος της Δυναστείας των Ατταλιδών. Ήταν γιος του Αττάλου Α΄ του Σωτήρος και της Απολλωνίδος.
Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του αδερφού του, Ευμένη Β΄ του Σωτήρος (βασ. 197 π.Χ. - 158 π.Χ.), ο Άτταλος υπήρξε σημαντικός του σύμβουλος και ουσιαστικά συνδιοικητής του σε πολιτικό, διπλωματικό και στρατιωτικό επίπεδο. Μαζί, ασκώντας έντονα φιλορωμαϊκή πολιτική κατάφεραν να μετατρέψουν την πατρίδα τους σε ελάχιστο χρόνο από ένα σχετικά ασήμαντο βασιλείο σε μια ισχυρότατη μοναρχία. Ο Άτταλος έδωσε το παρόν σε αξιοσημείωτα πολλές από τις μάχες που διαμόρφωσαν το πρόσωπο της ελληνιστικής Ανατολής κατά το 2ο αιώνα π.Χ., ενώ διεξήγαγε πολυάριθμους πολέμους ως σύμμαχος ή εχθρός σχεδόν όλων των ελληνιστικών κρατών. Αξιοσημείωτα κατά τη διάρκεια της ζωής του έλαβαν χώρα και οι τέσσερις Μακεδονικοί Πόλεμοι, ενώ ο ίδιος έλαβε επίσης ενεργά μέρος στην καθοριστική Μάχη της Μαγνησίας (190 π.Χ.), στη ρωμαϊκή εκστρατεία κατά των Γαλατών (189 π.Χ.), καθώς και σε πολέμους ενάντια στη Βιθυνία, τους Σελευκίδες, τον Πόντο, την Καππαδοκία (επί του σφετεριστή Οροφέρνη) και τη Θράκη.
Διακρίθηκε επίσης ως διπλωμάτης πραγματοποιώντας συχνά ταξίδια στη Ρώμη, όπου και κέρδισε την εκτίμηση των ισχυρών ανδρών της εποχής. Κάποτε μάλιστα του προσφέρθηκε βοήθεια προκειμένου να ανέλθει στο θρόνο του αδερφού του, την οποία όμως και αρνήθηκε. Ο Άτταλος διαδέχτηκε τελικά ομαλά τον Ευμένη το 158 π.Χ. και κυβέρνησε για 21 έτη ακόμη, νυμφευόμενος τη χήρα βασίλισσα Στρατονίκη. Κατά τη διάρκεια της περιόδου αυτής συνέχισε να επεμβαίνει ενεργά στη διαμόρφωση του πολιτικού σκηνικού της Ανατολής, εξακολουθώντας να απολαμβάνει την εύνοια των παλαιών του πολιτικών συμμάχων στη Ρώμη.
Όπως και οι προκάτοχοί του, άφησε επίσης αξιόλογο πολιτιστικό έργο, ανάμεσα στο οποίο ξεχωρίζει η Στοά του Αττάλου στην πόλη των Αθηνών. Απεβίωσε σε ηλικία 82 ετών κληροδοτώντας το θρόνο του στον ανιψιό του, Άτταλο Γ΄ το Φιλομήτορα.
Την πληροφορία πως ο στρατός των Σελευκιδών προχώρησε σε εχθρικές κινήσεις περνώντας τον Ελλήσποντο, μετέφερε στη Ρώμη ο Άτταλος. Ευχαριστίες και δώρα αποδόθηκαν στα δύο αδέρφια ως ανταμοιβή των υπηρεσιών τους.[7] Στις εχθροπραξίες που ακολούθησαν ανάμεσα στον Αντίοχο και τους Ρωμαίους ο Ευμένης συμμετείχε ενεργά, αφήνοντας στον Άτταλο τη διαχείριση των κρατικών θεμάτων πίσω στην πατρίδα. Κατά τη διάρκεια της απουσίας του βασιλιά στη Λυκία, ο Σέλευκος, γιος του Αντίοχου, εξεστράτευσε με σκοπό να πολιορκήσει την Πέργαμο. Ο Άτταλος γρήγορα διαπίστωσε πως οι επιτιθέμενοι ήταν πολύ ισχυροί για να αντιμετωπιστούν σε ανοιχτή μάχη και κατ' επέκταση σφράγισε τις πύλες της πόλης. Παράλληλα ο Αντίοχος εξαπέλυσε τέσσερις χιλιάδες Γαλάτες μισθοφόρους ώστε να προβούν σε λεηλασίες προς κάθε κατεύθυνση.[8] Ενώ ο Ευμένης με επιχειρήματα έπειθε τους Ρωμαίους να μην συνθηκολογήσουν στο σημείο αυτό του πολέμου,[9] η πολιορκία της Περγάμου λύθηκε με τη βοήθεια στρατιωτών της Αχαϊκής Συμπολιτείας, υπό τις διαταγές του Διοφάνη, μαθητή του περίφημου Φιλοποίμενα.[10]
Το 190 π.Χ. ο Άτταλος συμμετείχε ενεργά στην περίφημη Μάχη της Μαγνησίας στη Μικρά Ασία, τοποθετημένος στη δεξιά πτέρυγα του ρωμαϊκού στρατού, επικεφαλής 200 ιππέων.[11] Η συντριπτική ήττα του Αντίοχου έθεσε τέλος στις βλέψεις του μονάρχη για επέκταση της επικράτειάς του στον ελλαδικό χώρο, οδηγώντας στην υπογραφή της Συνθήκης της Απάμειας το 188 π.Χ.. Η Σύγκλητος παραχώρησε με αυτήν στη Ρόδο τη Λυκία και την Καρία, ενώ στον Ευμένη περίπου το σύνολο των υπόλοιπων εδαφών που είχε κατακτήσει ο Αντίοχος με εξαίρεση ορισμένες ελληνικές πόλεις. Συγκεκριμένα οι πόλεις που στο παρελθόν παρείχαν φόρο υποτελείας στον Άτταλο Α΄, πατέρα του Ευμένη, διατάχθηκαν να πληρώνουν πλέον το ποσό σε εκείνον, ενώ οι πόλεις που πλήρωναν φόρο στον Αντίοχο κέρδισαν την ανεξαρτησία τους.[12][13] Το σύνολο της Λυκαονίας, οι δύο Φρυγίες, η Μυσία, τα βασιλικά δάση, η Λυδία, η Ιωνία, η Μαγνησία στο Σίπυλο, η περιοχή της Καρίας με το όνομα Υδρέλα, μαζί με όλα τα οχυρά και τα χωριά μέχρι τον ποταμό Μαίανδρο που δεν ήταν ανεξάρτητα πριν τον πόλεμο, η Τελμισσός και η πεδιάδα της (εκτός από ένα τμήμα) όλα δόθηκαν στον Ευμένη.[14][15]
Με τον τρόπο αυτό ο Ευμένης Β΄ της Περγάμου εξελίχθηκε σε ελάχιστο χρόνο από βασιλιά ενός σχετικά ασήμαντου βασιλείου σε ηγεμόνα μιας ισχυρότατης μοναρχίας.
Σύμφωνα με τον ιστορικό Τίτο Λίβιο, ο Άτταλος διακρίθηκε κατά την Μάχη του Όρους Όλυμπος και επιδοκιμάστηκε ομόφωνα για το θάρρος και την ακατάβλητη ενεργητικότητα που έδειξε απέναντι στον κίνδυνο.[17] Την παραμονή της Μάχης της Άγκυρας ο Άτταλος λειτούργησε ως απεσταλμένος του Ρωμαίου υπάτου στις διαπραγματεύσεις με τους Γαλάτες, ενώ ήταν παρόν και κατά τη διάρκεια της νικηφόρας μάχης, η οποία έλαβε χώρα κατόπιν εξαπάτησης από τον εχθρό.[18]
Οι δύο αυτές καθοριστικές νίκες ανάγκασαν τους Γαλάτες να ζητήσουν συνθηκολόγηση.[19] Ο Βούλσων και οι λεγεώνες του, που είχαν συγκεντρώσει αξιοσημείωτα πλούτη κατά τη διάρκεια της εκστρατείας, επέστρεψαν στη Ρώμη μετά την υπογραφή της Συνθήκης της Απάμειας. Ο Ρωμαίος ύπατος κατηγορήθηκε αρχικά από τους πολιτικούς του αντιπάλους πως έδρασε χωρίς την έγκριση της Συγκλήτου,[20] αν και τελικά επετράπη η διεξαγωγή θριάμβου προς τιμήν του.
Το 185 π.Χ., με τον πόλεμο να μαίνεται ακόμη, ο Ευμένης έστειλε πρέσβεις στην πόλη της Ρώμης μεταφέροντας την είδηση ότι ο Φίλιππος Ε΄, ηγεμόνας της Μακεδονίας από τη Δυναστεία των Αντιγονιδών, πραγματοποιούσε επιθέσεις σε θρακικές πόλεις.[23][24]
Απεσταλμένοι της Συγκλήτου διευθέτησαν τελικά τις διαφορές Ευμένη και Προυσία (ευνοώντας τον πρώτο που ήταν παλαιός τους σύμμαχος) και παράλληλα βρήκαν την ευκαιρία να απαιτήσουν την παράδοση του Αννίβα. Λίγο αργότερα ο μεγάλος αυτός στρατηγός πήρε την απόφαση να αυτοκτονήσει ώστε να μην συλληφθεί.[22]
Ο ακριβής ρόλος του Αττάλου στα παραπάνω γεγονότα δεν είναι γνωστός καθώς καμία πηγή δεν αναφέρεται ειδικά στο όνομά του. Εντούτοις, γνωρίζοντας πως τα δύο αδέρφια συνεργάζονταν στενά σε στρατιωτικό και διπλωματικό επίπεδο, είναι μάλλον απίθανο ο Άτταλος να μην συμμετείχε με κανέναν τρόπο στα γεγονότα της περιόδου αυτής.
Αναζητώντας την υποστήριξη της Ρώμης στη νέα αυτή διαμάχη, ο Ευμένης Β΄ έστειλε στην Ιταλία τα αδέρφια του, με επικεφαλής τον Άτταλο για να εκθέσουν την κατάσταση και να ζητήσουν τη διαμεσολάβηση των Ρωμαίων. Οι πρίγκιπες έγιναν δεκτοί το 181 π.Χ. με μεγάλη ευγένεια και τιμές, ενώ έλαβαν υπόσχεση ότι σύντομα θα κατέφθαναν στην Ασία απεσταλμένοι να εξετάσουν το ζήτημα.[26][27]
Ο Φαρνάκης αψηφώντας τους Ρωμαίους, έστειλε το στρατηγό του, Λεώκριτο, να λεηλατήσει τη μικρασιατική Γαλατία με 10.000 άνδρες. Την επόμενη άνοιξη ηγήθηκε ο ίδιος ενός στρατού που εισέβαλε στην Καππαδοκία, την επικράτεια των Αριαραθιδών. Ο Ευμένης Β΄ και ο Άτταλος, ο οποίος μόλις είχε επιστρέψει από τη Ρώμη, έσπευσαν με στρατό στη Γαλατία, μόνο για να ανακαλύψουν πως ο Λεώκριτος είχε πλεόν αποχωρήσει. Στον Παρνασσό ένωσαν τις δυνάμεις τους με τον πεθερό του Ευμένη, Αριαράθη Δ΄ της Καππαδοκίας. Είχαν πλέον φτάσει στον Μόκισσο, όταν έλαβαν νέα πως οι Ρωμαίοι είχαν καταφθάσει ώστε να αξιολογήσουν την κατάσταση. Οι Ρωμαίοι δέχτηκαν το αίτημα των βασιλέων να μεσολαβήσουν ώστε να διεξαχθούν δίκαιες διαπραγματεύσεις, συνιστώντας ωστόσο στον Ευμένη και τον Αριαράθη να αποσύρουν τα στρατεύματά τους ώστε να μην γίνει η συνάντηση υπό την απειλή όπλων. Αρχικά ο Φαρνάκης αρνήθηκε να διαπραγματευτεί κάτι που δημιούργησε στους Ρωμαίους την εντύπωση πως δεν είχε να παρουσιάσει ισχυρά επιχειρήματα υπέρ της θέσης του. Τελικά δέχτηκε να συναντηθεί με τον Ευμένη στην Πέργαμο. Παρόλο που τόσο η μία όσο και η άλλη πλευρά παρουσιάστηκε διατεθειμένη να σταματήσει τον πόλεμο, δεν κατάφεραν τελικά να συμφωνήσουν σε τίποτα προβάλλοντας συνεχώς νέες απαιτήσεις. Οι Ρωμαίοι αντιλήφθηκαν πως οι διαπραγματεύσεις οδηγούνταν σε ναυάγιο και αποχώρησαν. Ομοίως και οι απεσταλμένοι του Φαρνάκη, κι έτσι ο πόλεμος μονιμοποιήθηκε.[28]
Ο πόλεμος κράτησε 4 χρόνια μέχρι το 179 π.Χ. όταν ο Φαρνάκης αποφάσισε πως δεν μπορούσε να αντιμετωπίσει πια τις συνδυασμένες δυνάμεις των αντιπάλων του. Ξεκίνησε νέος κύκλος διαπραγματεύσεων μέχρι να καταλήξουν σε αμοιβαία συμφωνία. Οι όροι της συνθηκολόγησης υπήρξαν δυσμενείς για το Φαρνάκη, ο οποίος αναγκάστηκε να επιστρέψει τα περισσότερα από τα εδάφη που είχε κατακτήσει, με εξαίρεση την πόλη της Σινώπης και τις αποικίες της.[29] Συγκεκριμένα κλήθηκε να αποσυρθεί από την Παφλαγονία και την πόλη Τιείον, επιτρέποντας στους κατοίκους που είχαν εκπατριστεί να επιστρέψουν. Επιπλέον να επιστρέψει τις πόλεις που πήρε από τον Αριαράθη στην κατάσταση που τις βρήκε, απελευθερώνοντας παράλληλα τους ομήρους και λιποτάκτες που είχε στη διάθεσή του. Τέλος κλήθηκε να καταβάλει υψηλή πολεμική αποζημίωση
Ο Ευμένης επενέβη στα εσωτερικά της Συρίας όταν, σύμφωνα με ένα διάταγμα που εξέδωσαν οι Αθηναίοι, βοήθησε να ανέλθει στο θρόνο της Αντιόχειας ο Αντίοχος Δ΄ ο Επιφανής.[32] Εντούτοις δεν έδειξε την ίδια συμπάθεια προς τον Περσέα, με τον πατέρα του οποίου είχαν συχνά τριβές για εδαφικά ζητήματα στο χώρο της Θράκης. Πράγματι ο Ευμένης πραγματοποίησε επίσκεψη στη Ρώμη όπου και προέβαλε κατηγορίες εναντίον του Περσέα. Συγκεκριμένα ο τελευταίος θεωρούταν ύποπτος για τη δολοφονία του αδερφού του, Δημητρίου, πιθανού διαδόχου του θρόνου, και προστάτη των ρωμαϊκών συμφερόντων. Ο Ευμένης μοιράστηκε τις γνώσεις του πάνω στην υπόθεση τονίζοντας παράλληλα πως ο νέος βασιλιάς είχε κληρονομήσει την ανησυχία του Φιλίππου για κατακτήσεις.[33][34] Ο λόγος του υπήρξε τόσο πειστικός που τα επιχειρήματα των Μακεδόνων πρέσβεων που κατέφθασαν λίγες ημέρες μετά έπεσαν στο κενό. Ήδη από την ημέρα της ομιλίας του Περγαμηνού βασιλεία είχε μυστικά αποφασιστεί η διεξαγωγή πολέμου, παρόλο που δεν ανακοινώθηκε επισήμως.[35][36]
Στην επιστροφή του Ευμένη προς την πατρίδα έγινε γνωστό ότι θα περνούσε από τους Δελφούς για να προσφέρει λατρευτικές τιμές στο θεό Απόλλωνα. Εκεί έπεσε θύμα ενέδρας όπου και τραυματίστηκε σοβαρά. Σύμφωνα με τον Λίβιο, κατά τη διάρκεια της επίθεσης εγκαταλείφθηκε από την ακολουθία του, με εξαίρεση έναν άνδρα με το όνομα Παντολέων.[37][38] Η βιασύνη των δολοφόνων – που κατά πάσα πιθανότητα υπηρετούσαν τα μακεδονικά συμφέροντα – να διαφύγουν του έσωσε τη ζωή. Επειδή όμως η κατάσταση της υγείας του βασιλιά, ο οποίος ανάρρωσε με δυσκολία στην Αίγινα, διατηρήθηκε μυστική, διαδόθηκε ότι είχε πεθάνει. Η είδηση έφτασε μέχρι τη Ρώμη. Πίσω στην πατρίδα, ο αδερφός του Άτταλος, μίλησε στη βασίλισσα Στρατονίκη ζητώντας το χέρι της, αναλαμβάνοντας ουσιαστικά την βασιλική εξουσία. Εντούτοις μετά την επιστροφή του Ευμένη παρέδωσε αναίμακτα το θρόνο και με τη σειρά του ο Ευμένης δεν ζήτησε την ατίμωση ούτε του αδερφού του, ούτε της Στρατονίκης. Εντούτοις ο Ευμένης δεν κρατήθηκε από το να επιπλήξει τον αδερφό του για το πόσο γρήγορα έσπευσε να μιλήσει στη σύζυγό του.[39][40][41] Ακολούθως ξεκίνησε προετοιμασίες για πόλεμο, καθώς οι Ρωμαίοι, που είχαν βεβαιωθεί από τους κατασκόπους τους για διάφορες κινήσεις του Περσία εναντίον τους, έλαβαν την απόφαση να επέμβουν στρατιωτικά στην Ιλλυρία. Ζήτησαν μάλιστα από τους Μακεδόνες πολίτες να εγκαταλείψουν το συντομότερο την ιταλική χερσόνησο. Στο ρωμαϊκό στρατόπεδο συντάχθηκε και ο πεθερός του Ευμένη, Αριαράθης Δ' της Καππαδοκίας. Ο Προυσίας Β' της Βιθυνίας με τη σειρά του, όντας γαμπρός του Περσέα, τήρησε ουδέτερη στάση. Οι δε Πτολεμαίοι και Σελευκίδες ήταν απασχολημένοι σε πόλεμο μεταξύ τους για το αιώνιο ζήτημα της Κοίλης Συρίας. Μόνος σύμμαχος του Περσέα στάθηκε ο Κότυς Β', βασιλιάς των Οδρυσών της Θράκης.
Γενικότερα οι αρχαίοι ιστορικοί αναγνωρίζουν τρεις αφορμές για τον Τρίτο Μακεδονικό Πόλεμο: την άνοδο στο θρόνο του Περσέα που έτρεφε σε αντίθεση με το Δημήτριο αντιρωμαϊκά συναισθήματα, την επίσκεψη του Ευμένη στη Ρώμη – κάποιοι Ρωμαίοι τον κατηγόρησαν τελικά πως παρέσυρε το κράτος τους σε πόλεμο για προσωπικά συμφέροντα – καθώς και την επίθεση που δέχτηκε ο Περγαμηνός στους Δελφούς.
Όσο ακόμη μαινόταν ο πόλεμος ανάμεσα στο Μακεδόνα Περσέα και στη Ρώμη, ο πρώτος ξεκίνησε διαπραγματεύσεις τόσο με τον Ευμένη, όσο και με τους Σελευκίδες. Βασικό του επιχείρημα ήταν πως αφενός ο μεταξύ τους ανταγωνισμός ήταν κάτι φυσικό εφόσον επρόκειτο για γείτονες, αφετέρου η Ρώμη εκμεταλλευόταν τον ανταγωνισμό αυτό για να ελέγχει την κατάσταση στην Ανατολή κατά βούληση. Εάν η Μακεδονία έπεφτε, σύντομα θα ακολουθούσαν τα ασιατικά κράτη. Κατ’ επέκταση τους παρότρυνε να πάψουν τις μεταξύ τους εχθροπραξίες, ενώ παράλληλα να ζητήσουν από τη Ρώμη να συνάψει ειρήνη με τους Μακεδόνες.
Η επικοινωνία Περσέα και Ευμένη διεξήχθη με μυστικότητα. Στην πραγματικότητα έλαβαν χώρα πολλές μυστικές διαβουλεύσεις, οι λεπτομέρειες για τις οποίες απέτυχαν να παραμείνουν κρυφές. Λογικά ο Ευμένης δεν επιθυμούσε να δει τον Περσέα να αναδεικνύεται νικητής στον πόλεμό του με τη Ρώμη. Ωστόσο βλέποντας τον πόλεμο να κρατά σε μάκρος, διέγνωσε την πρόθεση των δύο στρατοπέδων να έρθουν σε κάποιο είδος συμφωνίας για ειρήνη. Με αυτό το γνώμονα άρχισε διαπραγματεύσεις με τον Περσέα, «πουλώντας» κατά κάποιο τρόπο την υπόσχεση να μην αποστείλει βοήθεια στους Ρωμαίους, κρατώντας ουδετερότητα. Εντούτοις, οι δύο βασιλείς, προσπαθώντας ο ένας να ξεγελάσει τον άλλο, δεν κατάφεραν να έρθουν σε συμφωνία και απλώς δυσφήμισαν τον εαυτό τους. Οι Ρωμαίοι, όχι αβάσιμα, άρχισαν να υποψιάζονται τον Ευμένη για προδοσία και άρχισαν να ανταλλάσσονται μεταξύ τους βαριές κατηγορίες προς το πρόσωπό του. Η δυσαρέσκειά τους αυτή εκφράστηκε με το να του απαγορεύσουν να εισέλθει στην πόλη της Ρώμης το 167 π.Χ., ενώ τον διέταξαν να αποχωρήσει το συντομότερο από την ιταλική χερσόνησο μέσα στο καταχείμωνο. Αντιθέτως, εξακολουθούσαν να δείχνουν μεγάλη εύνοια στον αδερφό του Ευμένη, τον Άτταλο, στον οποίο και επέτρεπαν να απευθύνεται στη Σύγκλητο όποτε το επιθυμούσε.[42][43][44][45]
Μετά την οριστική ήττα των Μακεδόνων, το μέλλον προδιαγραφόταν ήρεμο για τον Ευμένη. Ωστόσο γαλατικά φύλα της Μικράς Ασίας βρήκαν την ευκαιρία να παρενοχλήσουν αναπάντεχα το Περγαμηνό Βασίλειο.[46] Με την αφορμή αυτή ο Άτταλος ταξίδεψε ξανά στη Ρώμη ως απεσταλμένος του Ευμένη, τόσο γα να εκθέσει την κατάσταση, όσο και για αναθερμάνει τις σχέσεις της Συγκλήτου με την Πέργαμο. Έγινε δεκτός με αφύσικα πολλές τιμές και παρόλο που είχε πράγματι συνάψει καλές φιλίες κατά τη διάρκεια των προηγούμενων πολέμων και διπλωματικών αποστολών, ακόμη κι ο ίδιος άρχισε να υποψιάζεται πως κάτι ύποπτο συνέβαινε. Πράγματι του αποκαλύφθηκε πως οι Ρωμαίοι πλέον δεν έκρυβαν καμία εκτίμηση προς το πρόσωπο του αδερφού του, ο οποίος έφερε το στίγμα του προδότη. Αντίθετα φίλοι και γνωστοί των προέτρεψαν να μην εμφανιστεί ενώπιον της Συγκλήτου υπηρετώντας τα συμφέροντα του Ευμένη, αλλά να μιλήσει μοναχά για προσωπικό του όφελος. Ο Άτταλος άρχισε να βρίσκει τις προσφορές αυτές αρκετά δελεαστικές.[47][48]
Εντούτοις, ο Ευμένης είχε αντιληφθεί πού οδηγούσε η κατάσταση και απέστειλε στη Ρώμη έναν άντρα στον οποίο έτρεφε μεγάλη εμπιστοσύνη, τον ιατρό του Στράτο. Ο τελευταίος συνομίλησε με τον Άτταλο και με τη δύναμη της λογικής τον έπεισε να εγκαταλείψει τις επικίνδυνες φιλοδοξίες του. Από τη μία οι δύο άνδρες ουσιαστικά συμβασίλευαν και κατείχαν ίσες εξουσίες. Από την άλλη ο Ευμένης είχε επιβαρυμένη υγεία και σύντομα θα επιλεγόταν διάδοχός του: καθώς ο Ευμένης ακόμη δεν είχε ακόμη αναγνωρίσει το διάδοχό του ως πραγματικό του παιδί, επικρατέστερη επιλογή ήταν ο ίδιος ο Άτταλος. Τέλος, η γαλατική απειλή κινδύνευε να αφήσει τα αδέρφια χωρίς βασίλειο, οπότε ήταν μάταιο να εμπλακούν σε εμφύλιο τη δεδομένη στιγμή.[47] Τελικά, κατά την ομιλία του στη Σύγκλητο, προς έκπληξη όλων, ο Άτταλος δεν έκανε καμία νύξη στο ζήτημα.[48][49] Η Πέργαμος απαλλάχτηκε με τη συνδρομή μισθοφορικών στρατευμάτων από τη γαλατική απειλή το 166 π.Χ.[50]
Λίγα χρόνια μετά, το 164 π.Χ., στην πόλη της Ρώμης παρουσιάστηκαν πρέσβεις του βασιλιά της Βιθυνίας, Προυσία Β΄ του Κυνηγού, της Ρόδου και της Αχαϊκής Συμπολιτείας. Η Σύγκλητος παρείχε ακρόαση σε όλους. Οι απεσταλμένοι της Βιθυνίας παραπονέθηκαν για το βασιλιά της Περγάμου, Ευμένη Β΄, αφενός επειδή είχε καταλάβει ορισμένα από τα εδάφη τους, αφετέρου επειδή, αντί να συμμορφωθεί με τις προσταγές της Ρώμης, εξακολουθούσε να προσπαθεί να αποκτήσει δύναμη μπλέκοντας στις υποθέσεις των Γαλατών της Μικράς Ασίας. Την ίδια αφήγηση παρουσίασαν και άλλες πόλεις της περιοχής, τονίζοντας τις ανησυχητικές σχέσεις που διατηρούσε ο Ευμένης με το βασιλιά των Σελευκιδών, Αντίοχο Δ'. Οι Ρωμαίοι απέφυγαν να δώσουν σαφή απάντηση, ωστόσο συγκράτησαν τις πληροφορίες αυτές.[51] Την επόμενη χρονιά, ο Άτταλος, μετέβη προσωπικά στη Ρώμη, με τον έτερο αδερφό του, τον Αθήναιο, προκειμένου να υπερασπιστεί τη θέση του βασιλιά της Περγάμου και να αντικρούσει τις κατηγορίες. Γενικά η αποστολή αυτή κρίθηκε ικανοποιητική και οι απεσταλμένοι έλαβαν τιμές προτού επιστρέψουν στην Ασία. Ωστόσο η Ρώμη έστειλε απεσταλμένους στην Ελλάδα να επιβλέπουν την κατάσταση από κοντά.[52] Το ίδιο σενάριο έλαβε χώρα και πάλι το 159 π.Χ. όταν ο Προυσίας και οι Γαλάτες και πάλι κατηγόρησαν τον Ευμένη στους Ρωμαίους. Για άλλη μια φορά, ο Άτταλος μετέβη στη Ρώμη, για να υπερασπιστεί τον αδερφό του
Η άνοδος του Αττάλου Β΄ στο θρόνο συνοδεύτηκε κι από το γάμο του με τη χήρα βασίλισσα Στρατονίκη. Το ζευγάρι απέκτησε κατά τον Πλούταρχο πολλά παιδιά, ωστόσο θεωρούταν δεδομένο πως διάδοχος του θρόνου θα γινόταν μια ημέρα ο Άτταλος Γ΄.[55][56] Ήδη από το 153 π.Χ. ο τελευταίος είχε επισήμως αναγνωριστεί ως διάδοχος, πράξη που βρήκε σύμφωνη και τη Ρώμη.
Με τον Αριαράθη συμπαρατάχθηκε αρχικά ο γαμπρός του, Ευμένης Β΄, αλλά ο θάνατος του τελευταίου λίγο αργότερα εξασθένησε τη θέση του Καππαδόκη. Ο Δημήτριος έπαιξε καταλυτικό ρόλο στην απομάκρυνση του Αριαράθη από το θρόνο και στην άνοδο του Οροφέρνη, που βασίλεψε κατά την περίοδο 159 – 157/156 π.Χ.[57] Όταν ο Αριαράθης απέτυχε να βρει στήριξη στη Ρώμη, στράφηκε για άλλη μια φορά στην Πέργαμο. Με τη βοήθεια των περγαμηνών όπλων ο Αριαράθης ανακατέλαβε την εξουσία το 157 ή 156 π.Χ., ενώ παράλληλα αποκαταστάθηκε και η επιρροή της Περγάμου στην Καππαδοκία.[58][59] Ακολούθως τα δύο συμμαχικά κράτη πραγματοποίησαν νικηφόρα επίθεση κατά της Πριήνης, πόλη με την οποία είχαν αμφότεροι διαφορές.[60]
Μετά την ήττα του ο Άτταλος, απέστειλε τον αδερφό του, Αθήναιο, στη Ρώμη για να ενημερώσει τη Σύγκλητο για τα γεγονότα. Οι απεσταλμένοι του Προυσία καθησύχασαν τους Ρωμαίους, οι οποίοι ωστόσο έστειλαν λεγάτους για να διερευνήσουν τις σχέσεις των δύο ανδρών.[61][62] Πάντα το 155 π.Χ. καταφθάνουν στη Ρώμη νέα πως ο Προύσιας αντιμετώπισε με περιφρόνηση τη βούληση της Συγκλήτου, καθώς και για την απρέπειες που διέπραξε στη γύρω περιοχή. Οργισμένοι οι άρχοντες της Ρώμης έστειλαν δέκα λεγάτους προκειμένου να διατάξουν τον Προύσια να θέσει τέρμα στον πόλεμο και να παρέχει στον Άτταλο αποζημίωση για τα δεινά που προξένησε στη χώρα του.[63]
Το 154 π.Χ. ο Άτταλος ήδη από το χειμώνα ξεκίνησε να συγκεντρώνει ισχυρές δυνάμεις. Στα πλαίσια της συμμαχίας τους, οι βασιλείς Αριαράθης Ε' της Καππαδοκίας και Μιθριδάτης Δ' του Πόντου, του έστειλαν ενισχύσεις, επικεφαλής των οποίων τέθηκε ο Δημήτριος, γιος του Αριαράθη. Όσο προετοιμαζόταν δέχτηκε επίσκεψη των δέκα λεγάτων της Ρώμης, οι οποίοι αφού ενημερώθηκαν για την κατάσταση ήρθαν σε επαφή με τον Προυσία, στον οποίο μετέφεραν με πολύ αυστηρό τρόπο τις συστάσεις της Συγκλήτου. Ο βασιλιάς της Βιθυνίας αρνήθηκε τις αξιώσεις τους, με αποτέλεσμα οι Ρωμαίοι να αποκηρύξουν τη συμμαχία τους με τη Βιθυνία. Βλέποντάς τους να αποχωρούν για το στρατόπεδο του Αττάλου ο Προυσίας το μετάνιωσε και έμεινε μετέωρος ως προς το πώς έπρεπε να χειριστεί την κατάσταση.[64]
Αφού συμβούλεψαν τον Άτταλο να μην επιτεθεί, αλλά να ενισχύσει την άμυνα των συνόρων και των χωριών της επικράτειάς του, απέστειλαν μηνύματα σε διάφορες περιοχές της Ιωνίας και του Ελλησπόντου, διατάζοντας τους κατοίκους να σπάσουν τις σχέσεις τους με τη Βιθυνία υπέρ της Περγάμου. Ορισμένοι δε από αυτούς μετέβησαν στη Ρώμη για να ενημερώσουν τις αρχές για τις εξελίξεις.[64]
Σχεδόν ταυτόχρονα κατεύθασε ο Αθήναιος με ογδόντα πλοία, τόσο της Περγάμου όσο και των συμμάχων της. Πλέοντας στον Ελλήσποντο προξένησε καταστροφές σε πόλεις που είχαν ταχθεί με το πλευρό της Βιθυνίας. Τελικά, η Σύγκλητος απέστειλε τρεις λεγάτους επιφορτισμένους με την αποστολή να βάλουν τέλος στον πόλεμο αναγκάζοντας τους δύο βασιλείς να υπογράψουν συνθήκη. Στους όρους της περιλαμβανόταν η συμφωνία να παραχωρήσει ο Προυσίας είκοσι πλοία στον Άτταλο, καθώς και να του καταβάλλει πεντακόσια τάλαντα σε είκοσι χρόνια.[65][66] Τα δύο κράτη θα επέστρεφαν στα σύνορα που κατείχαν πριν την έναρξη του πολέμου. Στον Προύσια επίσης ανατέθηκε η υποχρέωση να επισκευάσει τις ζημιές που είχε προξενήσεις στις πόλεις Μήθυμνα, Αιγαί, Κύμη και Ηράκλεια, πληρώνοντας εκατό τάλαντα σε αυτές.[66]
Τον επόμενο χρόνο, ο Προυσίας Β΄ της Βιθυνίας διεκδίκησε στη Ρώμη μείωση της χρηματικής αποζημίωσης που κατέβαλε στον Άτταλο μετά τη λήξη του μεταξύ τους πολέμου. Κατά τη διάρκεια της διπλωματικής αποστολής οι πρέσβεις του είχαν την εντολή να εξολοθρεύσουν το γιο του βασιλιά, Νικομήδη, ο οποίος κέρδιζε ολοένα σε δημοτικότητα απέναντι στον πατέρα του. Ο νεαρός πρίγκιπας ωστόσο διέφυγε τον κίνδυνο κι έγινε δεκτός με εγκαρδιότητα στην Πέργαμο.[62]
Πάντα το 149 π.Χ. ο Άτταλος εισέβαλε στα εδάφη της Βιθυνίας υπέρ του Νικομήδη. Ο λαός δεν αντιστάθηκε και σιγά σιγά άρχισε να παίρνει το μέρος των εισβολέων. Μην μπορώντας να εμπιστευτεί κανένα, και με φρουρά μόλις 500 ανδρών του γαμπρού του από τη Θράκη, ο Προυσίας κλείστηκε στο φρούριο της Νίκαιας για να περιμένει την αντίδραση της Ρώμης. Ο Ρωμαίος πραίτορας, για να βοηθήσει τους σκοπούς του Αττάλου, άργησε να παρουσιάσει την πρεσβεία στη Σύγκλητο, κι όταν το έκανε οι άρχοντες του έδωσαν την άδεια να επιλέξει ο ίδιος ποιους άνδρες θα έστελνε για να διευθετήσουν το ζήτημα. Εκείνος επέλεξε επίτηδες τρεις άνδρες με σοβαρές αναπηρίες.[68]
Οι απεσταλμένοι διέταξαν την παύση των εχθροπραξιών ωστόσο έφυγαν για τη Ρώμη προτού πάρουν το οποιοδήποτε μέτρο. Χάνοντας τις ελπίδες του και μην έχοντας πού να βασιστεί ο Προυσίας επέστρεψε στη Νικομήδεια ελπίζοντας πως θα μπορέσει να την υπερασπιστεί. Τελικά τον πρόδωσε ο ίδιος ο λαός, ο οποίος άνοιξε τις πύλες, ώστε να εισέλθει ο Νικομήδης με το στρατό του. Ο Προυσίας κατέφυγε στο Ναό του Δία, όπου μαχαιρώθηκε από τους άνδρες του Νικομήδη. Με τον τρόπο αυτό ο τελευταίος ανέβηκε στο θρόνο.[69]
Ο Άτταλος Β΄ βασίλεψε για 21 έτη,[54] ωστόσο ήδη από το 153 π.Χ. είχε αναγορεύσει το γιο του αδερφού του, Άτταλο Γ΄, επισήμως διάδοχο, πράξη που βρήκε σύμφωνη και τη Ρώμη. Στα τελευταία χρόνια της ζωής του, απολαμβάνοντας μακροχρόνια ειρήνη και κουρασμένος από τη μεγάλη του ηλικία, σταδιακά άφηνε να διαχειρίζονται οι υπουργοί του τις κρατικές υποθέσεις.[72] Ο Άτταλος πέθανε τελικά στην ηλικία των 82 ετών το 138 π.Χ. κληροδοτώντας το θρόνο του στον ανιψιό του.
Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του αδερφού του, Ευμένη Β΄ του Σωτήρος (βασ. 197 π.Χ. - 158 π.Χ.), ο Άτταλος υπήρξε σημαντικός του σύμβουλος και ουσιαστικά συνδιοικητής του σε πολιτικό, διπλωματικό και στρατιωτικό επίπεδο. Μαζί, ασκώντας έντονα φιλορωμαϊκή πολιτική κατάφεραν να μετατρέψουν την πατρίδα τους σε ελάχιστο χρόνο από ένα σχετικά ασήμαντο βασιλείο σε μια ισχυρότατη μοναρχία. Ο Άτταλος έδωσε το παρόν σε αξιοσημείωτα πολλές από τις μάχες που διαμόρφωσαν το πρόσωπο της ελληνιστικής Ανατολής κατά το 2ο αιώνα π.Χ., ενώ διεξήγαγε πολυάριθμους πολέμους ως σύμμαχος ή εχθρός σχεδόν όλων των ελληνιστικών κρατών. Αξιοσημείωτα κατά τη διάρκεια της ζωής του έλαβαν χώρα και οι τέσσερις Μακεδονικοί Πόλεμοι, ενώ ο ίδιος έλαβε επίσης ενεργά μέρος στην καθοριστική Μάχη της Μαγνησίας (190 π.Χ.), στη ρωμαϊκή εκστρατεία κατά των Γαλατών (189 π.Χ.), καθώς και σε πολέμους ενάντια στη Βιθυνία, τους Σελευκίδες, τον Πόντο, την Καππαδοκία (επί του σφετεριστή Οροφέρνη) και τη Θράκη.
Διακρίθηκε επίσης ως διπλωμάτης πραγματοποιώντας συχνά ταξίδια στη Ρώμη, όπου και κέρδισε την εκτίμηση των ισχυρών ανδρών της εποχής. Κάποτε μάλιστα του προσφέρθηκε βοήθεια προκειμένου να ανέλθει στο θρόνο του αδερφού του, την οποία όμως και αρνήθηκε. Ο Άτταλος διαδέχτηκε τελικά ομαλά τον Ευμένη το 158 π.Χ. και κυβέρνησε για 21 έτη ακόμη, νυμφευόμενος τη χήρα βασίλισσα Στρατονίκη. Κατά τη διάρκεια της περιόδου αυτής συνέχισε να επεμβαίνει ενεργά στη διαμόρφωση του πολιτικού σκηνικού της Ανατολής, εξακολουθώντας να απολαμβάνει την εύνοια των παλαιών του πολιτικών συμμάχων στη Ρώμη.
Όπως και οι προκάτοχοί του, άφησε επίσης αξιόλογο πολιτιστικό έργο, ανάμεσα στο οποίο ξεχωρίζει η Στοά του Αττάλου στην πόλη των Αθηνών. Απεβίωσε σε ηλικία 82 ετών κληροδοτώντας το θρόνο του στον ανιψιό του, Άτταλο Γ΄ το Φιλομήτορα.
Οικογενειακό περιβάλλον
Ο Ευμένης Β΄ ανήλθε στο θρόνο μετά το θάνατο του πατέρα τους, Αττάλου Α΄, το φθινόπωρο του 197 π.Χ., την ίδια περίπου εποχή που ο Δεύτερος Μακεδονικός Πόλεμος έλαβε τέλος μετά την ήττα των Μακεδόνων από τους Ρωμαίους στη Μάχη στις Κυνός Κεφαλαί.[1] Κληροδότημα του αποθανόντος βασιλιά προς τους γιους του ήταν τα φιλικά αισθήματα του ρωμαϊκού κράτους, τα οποία οι Ευμένης και Άτταλος συνεργαζόμενοι στενά χρησιμοποίησαν προκειμένου να καταστήσουν την Πέργαμο ισχυρότατο κράτος. Ιδιαίτερη μνεία κάνουν οι αρχαίες πηγές στον ομαλό τρόπο μετάβασης της εξουσίας από τον Άτταλο Α΄ στον Ευμένη Β΄, και στο αξιοσημείωτο γεγονός πως οι τρεις αδερφοί του, Άτταλος, Φιλέταιρος και Αθήναιος στάθηκαν στο πλάι του καθ' όλη τη διάρκεια της μακράς βασιλείας του, διαφυλάσσοντας τα συμφέροντά του αντί να υποσκάπτουν την εξουσία του.[2][3] Αξιοσημείωτη υπήρξε η δράση του Αττάλου στο διπλωματικό στίβο, εφόσον είναι γνωστό πως πραγματοποίησε πολλαπλά ταξίδια στη Ρώμη ως απεσταλμένος του αδερφού του. Εκεί σύναψε σχέσεις με πολλούς ισχυρούς άνδρες της εποχής κερδίζοντας την εκτίμησή τους με την προσωπικότητά του.Σύγκρουση Ρώμης και Αντίοχου Γ΄
Σημαντικό κομμάτι της εξωτερικής πολιτικής του Ευμένη Β΄ αποτέλεσαν οι διπλωματικές αποστολές στη Ρωμαϊκή Σύγκλητο, με στόχο την προάσπιση των συμφερόντων της Περγάμου έναντι της επεκτατικής πολιτικής του ηγεμόνα των Σελευκιδών, Αντίοχου Γ΄ του Μέγα. Η κινητικότητα του αυτή θορύβησε τον Αντίοχο, ο οποίος στα πλαίσια των προετοιμασιών του για την έναρξη πολέμου με τη Ρώμη πρότεινε στον Ευμένη το χέρι μιας από τις θυγατέρες του. Το σημείο αυτό υπήρξε κομβικό για την περγαμηνή ιστορία. Τα αδέρφια του βασιλέως, τον παρότρυναν να δεχτεί την πρόταση. Εντούτοις ο Ευμένης έκρινε πως τυχόν νίκη του Αντίοχου, απλά θα τον καθιστούσε δορυφόρο της πολιτικής του πανίσχυρου γείτονά του, ενώ μια ρωμαϊκή νίκη είχε να του προσφέρει περισσότερα πλεονεκτήματα.[4][5] Για τον ίδιο λόγο άσκησε προσωπικά επιρροή προκειμένου να πείσει τους Ρωμαίους να επέμβουν στρατιωτικά εναντίον του Αντίοχου.Την πληροφορία πως ο στρατός των Σελευκιδών προχώρησε σε εχθρικές κινήσεις περνώντας τον Ελλήσποντο, μετέφερε στη Ρώμη ο Άτταλος. Ευχαριστίες και δώρα αποδόθηκαν στα δύο αδέρφια ως ανταμοιβή των υπηρεσιών τους.[7] Στις εχθροπραξίες που ακολούθησαν ανάμεσα στον Αντίοχο και τους Ρωμαίους ο Ευμένης συμμετείχε ενεργά, αφήνοντας στον Άτταλο τη διαχείριση των κρατικών θεμάτων πίσω στην πατρίδα. Κατά τη διάρκεια της απουσίας του βασιλιά στη Λυκία, ο Σέλευκος, γιος του Αντίοχου, εξεστράτευσε με σκοπό να πολιορκήσει την Πέργαμο. Ο Άτταλος γρήγορα διαπίστωσε πως οι επιτιθέμενοι ήταν πολύ ισχυροί για να αντιμετωπιστούν σε ανοιχτή μάχη και κατ' επέκταση σφράγισε τις πύλες της πόλης. Παράλληλα ο Αντίοχος εξαπέλυσε τέσσερις χιλιάδες Γαλάτες μισθοφόρους ώστε να προβούν σε λεηλασίες προς κάθε κατεύθυνση.[8] Ενώ ο Ευμένης με επιχειρήματα έπειθε τους Ρωμαίους να μην συνθηκολογήσουν στο σημείο αυτό του πολέμου,[9] η πολιορκία της Περγάμου λύθηκε με τη βοήθεια στρατιωτών της Αχαϊκής Συμπολιτείας, υπό τις διαταγές του Διοφάνη, μαθητή του περίφημου Φιλοποίμενα.[10]
Το 190 π.Χ. ο Άτταλος συμμετείχε ενεργά στην περίφημη Μάχη της Μαγνησίας στη Μικρά Ασία, τοποθετημένος στη δεξιά πτέρυγα του ρωμαϊκού στρατού, επικεφαλής 200 ιππέων.[11] Η συντριπτική ήττα του Αντίοχου έθεσε τέλος στις βλέψεις του μονάρχη για επέκταση της επικράτειάς του στον ελλαδικό χώρο, οδηγώντας στην υπογραφή της Συνθήκης της Απάμειας το 188 π.Χ.. Η Σύγκλητος παραχώρησε με αυτήν στη Ρόδο τη Λυκία και την Καρία, ενώ στον Ευμένη περίπου το σύνολο των υπόλοιπων εδαφών που είχε κατακτήσει ο Αντίοχος με εξαίρεση ορισμένες ελληνικές πόλεις. Συγκεκριμένα οι πόλεις που στο παρελθόν παρείχαν φόρο υποτελείας στον Άτταλο Α΄, πατέρα του Ευμένη, διατάχθηκαν να πληρώνουν πλέον το ποσό σε εκείνον, ενώ οι πόλεις που πλήρωναν φόρο στον Αντίοχο κέρδισαν την ανεξαρτησία τους.[12][13] Το σύνολο της Λυκαονίας, οι δύο Φρυγίες, η Μυσία, τα βασιλικά δάση, η Λυδία, η Ιωνία, η Μαγνησία στο Σίπυλο, η περιοχή της Καρίας με το όνομα Υδρέλα, μαζί με όλα τα οχυρά και τα χωριά μέχρι τον ποταμό Μαίανδρο που δεν ήταν ανεξάρτητα πριν τον πόλεμο, η Τελμισσός και η πεδιάδα της (εκτός από ένα τμήμα) όλα δόθηκαν στον Ευμένη.[14][15]
Με τον τρόπο αυτό ο Ευμένης Β΄ της Περγάμου εξελίχθηκε σε ελάχιστο χρόνο από βασιλιά ενός σχετικά ασήμαντου βασιλείου σε ηγεμόνα μιας ισχυρότατης μοναρχίας.
Ρωμαιογαλατικός πόλεμος
Το 189 π.Χ., κατά το μεσοδιάστημα ανάμεσα στη Μάχη της Μαγνησίας και στην υπογραφή της Συνθήκης της Απάμειας, οι Ρωμαίοι θεώρησαν πως ο πόλεμος θα ήταν σχεδόν μάταιος αν δεν αποτελείωναν τις γαλατικές δυνάμεις που χρησιμοποιούσαν οι Σελευκίδες ως μισθοφόρους. Η απουσία του Ευμένη στη Ρώμη κατά την εποχή εκείνη κρίθηκε τουλάχιστον ατυχής από τον ύπατο Μάνλιο Βούλσωνα, που είχε αναλάβει αυτοβούλως με την εκστρατεία. Εντούτοις ο Άτταλος, ο οποίος είχε αναλάβει την εποπτεία του βασιλείου κατά την απουσία του αδερφού του, δεσμεύτηκε να συγκεντρώσει στρατό και να βοηθήσει προσωπικά στις εχθροπραξίες, προς μεγάλη ικανοποίηση των Ρωμαίων. Τον συνόδεψε δε και ο μικρότερος αδερφός του, Αθήναιος. Τα δύο αδέρφια τέθηκαν επικεφαλής 1.000 πεζικαρίων και 500 ιππέων.[16]Σύμφωνα με τον ιστορικό Τίτο Λίβιο, ο Άτταλος διακρίθηκε κατά την Μάχη του Όρους Όλυμπος και επιδοκιμάστηκε ομόφωνα για το θάρρος και την ακατάβλητη ενεργητικότητα που έδειξε απέναντι στον κίνδυνο.[17] Την παραμονή της Μάχης της Άγκυρας ο Άτταλος λειτούργησε ως απεσταλμένος του Ρωμαίου υπάτου στις διαπραγματεύσεις με τους Γαλάτες, ενώ ήταν παρόν και κατά τη διάρκεια της νικηφόρας μάχης, η οποία έλαβε χώρα κατόπιν εξαπάτησης από τον εχθρό.[18]
Οι δύο αυτές καθοριστικές νίκες ανάγκασαν τους Γαλάτες να ζητήσουν συνθηκολόγηση.[19] Ο Βούλσων και οι λεγεώνες του, που είχαν συγκεντρώσει αξιοσημείωτα πλούτη κατά τη διάρκεια της εκστρατείας, επέστρεψαν στη Ρώμη μετά την υπογραφή της Συνθήκης της Απάμειας. Ο Ρωμαίος ύπατος κατηγορήθηκε αρχικά από τους πολιτικούς του αντιπάλους πως έδρασε χωρίς την έγκριση της Συγκλήτου,[20] αν και τελικά επετράπη η διεξαγωγή θριάμβου προς τιμήν του.
Πόλεμος κατά του Προυσία Α΄
Ενοχλημένος από τους όρους της Συνθήκης της Απάμειας, ο βασιλιάς Προυσίας Α' της Βιθυνίας εξέφρασε την αντίθεσή του. Παρείχε δε καταφύγιο το 186 π.Χ. στο σύμμαχο του Αντιόχου και εχθρό των Ρωμαίων, Καρχηδόνιο στρατηγό Αννίβα. Στο μεταξύ ξέσπασε πόλεμος ανάμεσα στον Προύσια και τον Ευμένη Β΄. Την αρχή φέρεται να έκανε ο Προυσίας, σπάζοντας τη μεταξύ τους συνθήκη.[22]
Το 185 π.Χ., με τον πόλεμο να μαίνεται ακόμη, ο Ευμένης έστειλε πρέσβεις στην πόλη της Ρώμης μεταφέροντας την είδηση ότι ο Φίλιππος Ε΄, ηγεμόνας της Μακεδονίας από τη Δυναστεία των Αντιγονιδών, πραγματοποιούσε επιθέσεις σε θρακικές πόλεις.[23][24]
Απεσταλμένοι της Συγκλήτου διευθέτησαν τελικά τις διαφορές Ευμένη και Προυσία (ευνοώντας τον πρώτο που ήταν παλαιός τους σύμμαχος) και παράλληλα βρήκαν την ευκαιρία να απαιτήσουν την παράδοση του Αννίβα. Λίγο αργότερα ο μεγάλος αυτός στρατηγός πήρε την απόφαση να αυτοκτονήσει ώστε να μην συλληφθεί.[22]
Ο ακριβής ρόλος του Αττάλου στα παραπάνω γεγονότα δεν είναι γνωστός καθώς καμία πηγή δεν αναφέρεται ειδικά στο όνομά του. Εντούτοις, γνωρίζοντας πως τα δύο αδέρφια συνεργάζονταν στενά σε στρατιωτικό και διπλωματικό επίπεδο, είναι μάλλον απίθανο ο Άτταλος να μην συμμετείχε με κανέναν τρόπο στα γεγονότα της περιόδου αυτής.
Πόλεμος εναντίον του Πόντου
Ο βασιλιάς του Πόντου, Φαρνάκης Α΄ (α' μισό 2ου αιώνα π.Χ.) άσκησε έντονη επεκτατική πολιτική επιθυμώντας να επεκτείνει το κράτος του σε βάρος της Περγάμου, της Βιθυνίας και της Καππαδοκίας, γειτονικών βασιλείων που βρίσκονταν υπό την «εποπτεία» της Ρώμης. Όπως ήταν λογικό, αυτό δυσαρέστησε έντονα τους βασιλείς των κρατών αυτών που ήρθαν σε πόλεμο μαζί του (183 – 179 π.Χ.).[25]Αναζητώντας την υποστήριξη της Ρώμης στη νέα αυτή διαμάχη, ο Ευμένης Β΄ έστειλε στην Ιταλία τα αδέρφια του, με επικεφαλής τον Άτταλο για να εκθέσουν την κατάσταση και να ζητήσουν τη διαμεσολάβηση των Ρωμαίων. Οι πρίγκιπες έγιναν δεκτοί το 181 π.Χ. με μεγάλη ευγένεια και τιμές, ενώ έλαβαν υπόσχεση ότι σύντομα θα κατέφθαναν στην Ασία απεσταλμένοι να εξετάσουν το ζήτημα.[26][27]
Ο Φαρνάκης αψηφώντας τους Ρωμαίους, έστειλε το στρατηγό του, Λεώκριτο, να λεηλατήσει τη μικρασιατική Γαλατία με 10.000 άνδρες. Την επόμενη άνοιξη ηγήθηκε ο ίδιος ενός στρατού που εισέβαλε στην Καππαδοκία, την επικράτεια των Αριαραθιδών. Ο Ευμένης Β΄ και ο Άτταλος, ο οποίος μόλις είχε επιστρέψει από τη Ρώμη, έσπευσαν με στρατό στη Γαλατία, μόνο για να ανακαλύψουν πως ο Λεώκριτος είχε πλεόν αποχωρήσει. Στον Παρνασσό ένωσαν τις δυνάμεις τους με τον πεθερό του Ευμένη, Αριαράθη Δ΄ της Καππαδοκίας. Είχαν πλέον φτάσει στον Μόκισσο, όταν έλαβαν νέα πως οι Ρωμαίοι είχαν καταφθάσει ώστε να αξιολογήσουν την κατάσταση. Οι Ρωμαίοι δέχτηκαν το αίτημα των βασιλέων να μεσολαβήσουν ώστε να διεξαχθούν δίκαιες διαπραγματεύσεις, συνιστώντας ωστόσο στον Ευμένη και τον Αριαράθη να αποσύρουν τα στρατεύματά τους ώστε να μην γίνει η συνάντηση υπό την απειλή όπλων. Αρχικά ο Φαρνάκης αρνήθηκε να διαπραγματευτεί κάτι που δημιούργησε στους Ρωμαίους την εντύπωση πως δεν είχε να παρουσιάσει ισχυρά επιχειρήματα υπέρ της θέσης του. Τελικά δέχτηκε να συναντηθεί με τον Ευμένη στην Πέργαμο. Παρόλο που τόσο η μία όσο και η άλλη πλευρά παρουσιάστηκε διατεθειμένη να σταματήσει τον πόλεμο, δεν κατάφεραν τελικά να συμφωνήσουν σε τίποτα προβάλλοντας συνεχώς νέες απαιτήσεις. Οι Ρωμαίοι αντιλήφθηκαν πως οι διαπραγματεύσεις οδηγούνταν σε ναυάγιο και αποχώρησαν. Ομοίως και οι απεσταλμένοι του Φαρνάκη, κι έτσι ο πόλεμος μονιμοποιήθηκε.[28]
Ο πόλεμος κράτησε 4 χρόνια μέχρι το 179 π.Χ. όταν ο Φαρνάκης αποφάσισε πως δεν μπορούσε να αντιμετωπίσει πια τις συνδυασμένες δυνάμεις των αντιπάλων του. Ξεκίνησε νέος κύκλος διαπραγματεύσεων μέχρι να καταλήξουν σε αμοιβαία συμφωνία. Οι όροι της συνθηκολόγησης υπήρξαν δυσμενείς για το Φαρνάκη, ο οποίος αναγκάστηκε να επιστρέψει τα περισσότερα από τα εδάφη που είχε κατακτήσει, με εξαίρεση την πόλη της Σινώπης και τις αποικίες της.[29] Συγκεκριμένα κλήθηκε να αποσυρθεί από την Παφλαγονία και την πόλη Τιείον, επιτρέποντας στους κατοίκους που είχαν εκπατριστεί να επιστρέψουν. Επιπλέον να επιστρέψει τις πόλεις που πήρε από τον Αριαράθη στην κατάσταση που τις βρήκε, απελευθερώνοντας παράλληλα τους ομήρους και λιποτάκτες που είχε στη διάθεσή του. Τέλος κλήθηκε να καταβάλει υψηλή πολεμική αποζημίωση
Έναρξη του Τρίτου Μακεδονικού Πολέμου
Το 179 π.Χ. ο βασιλιάς της Μακεδονίας και ηττηθείς του Δευτέρου Μακεδονικού Πολέμου, Φίλιππος Ε΄, απεβίωσε. Στο θρόνο τον διαδέχτηκε ο γιος του Περσέας, ο οποίος διακατεχόταν από τα ίδια αντιρωμαϊκά συναισθήματα όπως και ο πατέρας του. Οι Σελευκίδες σύναψαν συμμαχία με τον καινούριο βασιλιά, σφραγίζοντας τη συμφωνία τους με γάμο ανάμεσα στον Περσέα και τη πριγκίπισσα Λαοδίκη.[31]
Ο Ευμένης επενέβη στα εσωτερικά της Συρίας όταν, σύμφωνα με ένα διάταγμα που εξέδωσαν οι Αθηναίοι, βοήθησε να ανέλθει στο θρόνο της Αντιόχειας ο Αντίοχος Δ΄ ο Επιφανής.[32] Εντούτοις δεν έδειξε την ίδια συμπάθεια προς τον Περσέα, με τον πατέρα του οποίου είχαν συχνά τριβές για εδαφικά ζητήματα στο χώρο της Θράκης. Πράγματι ο Ευμένης πραγματοποίησε επίσκεψη στη Ρώμη όπου και προέβαλε κατηγορίες εναντίον του Περσέα. Συγκεκριμένα ο τελευταίος θεωρούταν ύποπτος για τη δολοφονία του αδερφού του, Δημητρίου, πιθανού διαδόχου του θρόνου, και προστάτη των ρωμαϊκών συμφερόντων. Ο Ευμένης μοιράστηκε τις γνώσεις του πάνω στην υπόθεση τονίζοντας παράλληλα πως ο νέος βασιλιάς είχε κληρονομήσει την ανησυχία του Φιλίππου για κατακτήσεις.[33][34] Ο λόγος του υπήρξε τόσο πειστικός που τα επιχειρήματα των Μακεδόνων πρέσβεων που κατέφθασαν λίγες ημέρες μετά έπεσαν στο κενό. Ήδη από την ημέρα της ομιλίας του Περγαμηνού βασιλεία είχε μυστικά αποφασιστεί η διεξαγωγή πολέμου, παρόλο που δεν ανακοινώθηκε επισήμως.[35][36]
Στην επιστροφή του Ευμένη προς την πατρίδα έγινε γνωστό ότι θα περνούσε από τους Δελφούς για να προσφέρει λατρευτικές τιμές στο θεό Απόλλωνα. Εκεί έπεσε θύμα ενέδρας όπου και τραυματίστηκε σοβαρά. Σύμφωνα με τον Λίβιο, κατά τη διάρκεια της επίθεσης εγκαταλείφθηκε από την ακολουθία του, με εξαίρεση έναν άνδρα με το όνομα Παντολέων.[37][38] Η βιασύνη των δολοφόνων – που κατά πάσα πιθανότητα υπηρετούσαν τα μακεδονικά συμφέροντα – να διαφύγουν του έσωσε τη ζωή. Επειδή όμως η κατάσταση της υγείας του βασιλιά, ο οποίος ανάρρωσε με δυσκολία στην Αίγινα, διατηρήθηκε μυστική, διαδόθηκε ότι είχε πεθάνει. Η είδηση έφτασε μέχρι τη Ρώμη. Πίσω στην πατρίδα, ο αδερφός του Άτταλος, μίλησε στη βασίλισσα Στρατονίκη ζητώντας το χέρι της, αναλαμβάνοντας ουσιαστικά την βασιλική εξουσία. Εντούτοις μετά την επιστροφή του Ευμένη παρέδωσε αναίμακτα το θρόνο και με τη σειρά του ο Ευμένης δεν ζήτησε την ατίμωση ούτε του αδερφού του, ούτε της Στρατονίκης. Εντούτοις ο Ευμένης δεν κρατήθηκε από το να επιπλήξει τον αδερφό του για το πόσο γρήγορα έσπευσε να μιλήσει στη σύζυγό του.[39][40][41] Ακολούθως ξεκίνησε προετοιμασίες για πόλεμο, καθώς οι Ρωμαίοι, που είχαν βεβαιωθεί από τους κατασκόπους τους για διάφορες κινήσεις του Περσία εναντίον τους, έλαβαν την απόφαση να επέμβουν στρατιωτικά στην Ιλλυρία. Ζήτησαν μάλιστα από τους Μακεδόνες πολίτες να εγκαταλείψουν το συντομότερο την ιταλική χερσόνησο. Στο ρωμαϊκό στρατόπεδο συντάχθηκε και ο πεθερός του Ευμένη, Αριαράθης Δ' της Καππαδοκίας. Ο Προυσίας Β' της Βιθυνίας με τη σειρά του, όντας γαμπρός του Περσέα, τήρησε ουδέτερη στάση. Οι δε Πτολεμαίοι και Σελευκίδες ήταν απασχολημένοι σε πόλεμο μεταξύ τους για το αιώνιο ζήτημα της Κοίλης Συρίας. Μόνος σύμμαχος του Περσέα στάθηκε ο Κότυς Β', βασιλιάς των Οδρυσών της Θράκης.
Γενικότερα οι αρχαίοι ιστορικοί αναγνωρίζουν τρεις αφορμές για τον Τρίτο Μακεδονικό Πόλεμο: την άνοδο στο θρόνο του Περσέα που έτρεφε σε αντίθεση με το Δημήτριο αντιρωμαϊκά συναισθήματα, την επίσκεψη του Ευμένη στη Ρώμη – κάποιοι Ρωμαίοι τον κατηγόρησαν τελικά πως παρέσυρε το κράτος τους σε πόλεμο για προσωπικά συμφέροντα – καθώς και την επίθεση που δέχτηκε ο Περγαμηνός στους Δελφούς.
Όσο ακόμη μαινόταν ο πόλεμος ανάμεσα στο Μακεδόνα Περσέα και στη Ρώμη, ο πρώτος ξεκίνησε διαπραγματεύσεις τόσο με τον Ευμένη, όσο και με τους Σελευκίδες. Βασικό του επιχείρημα ήταν πως αφενός ο μεταξύ τους ανταγωνισμός ήταν κάτι φυσικό εφόσον επρόκειτο για γείτονες, αφετέρου η Ρώμη εκμεταλλευόταν τον ανταγωνισμό αυτό για να ελέγχει την κατάσταση στην Ανατολή κατά βούληση. Εάν η Μακεδονία έπεφτε, σύντομα θα ακολουθούσαν τα ασιατικά κράτη. Κατ’ επέκταση τους παρότρυνε να πάψουν τις μεταξύ τους εχθροπραξίες, ενώ παράλληλα να ζητήσουν από τη Ρώμη να συνάψει ειρήνη με τους Μακεδόνες.
Η επικοινωνία Περσέα και Ευμένη διεξήχθη με μυστικότητα. Στην πραγματικότητα έλαβαν χώρα πολλές μυστικές διαβουλεύσεις, οι λεπτομέρειες για τις οποίες απέτυχαν να παραμείνουν κρυφές. Λογικά ο Ευμένης δεν επιθυμούσε να δει τον Περσέα να αναδεικνύεται νικητής στον πόλεμό του με τη Ρώμη. Ωστόσο βλέποντας τον πόλεμο να κρατά σε μάκρος, διέγνωσε την πρόθεση των δύο στρατοπέδων να έρθουν σε κάποιο είδος συμφωνίας για ειρήνη. Με αυτό το γνώμονα άρχισε διαπραγματεύσεις με τον Περσέα, «πουλώντας» κατά κάποιο τρόπο την υπόσχεση να μην αποστείλει βοήθεια στους Ρωμαίους, κρατώντας ουδετερότητα. Εντούτοις, οι δύο βασιλείς, προσπαθώντας ο ένας να ξεγελάσει τον άλλο, δεν κατάφεραν να έρθουν σε συμφωνία και απλώς δυσφήμισαν τον εαυτό τους. Οι Ρωμαίοι, όχι αβάσιμα, άρχισαν να υποψιάζονται τον Ευμένη για προδοσία και άρχισαν να ανταλλάσσονται μεταξύ τους βαριές κατηγορίες προς το πρόσωπό του. Η δυσαρέσκειά τους αυτή εκφράστηκε με το να του απαγορεύσουν να εισέλθει στην πόλη της Ρώμης το 167 π.Χ., ενώ τον διέταξαν να αποχωρήσει το συντομότερο από την ιταλική χερσόνησο μέσα στο καταχείμωνο. Αντιθέτως, εξακολουθούσαν να δείχνουν μεγάλη εύνοια στον αδερφό του Ευμένη, τον Άτταλο, στον οποίο και επέτρεπαν να απευθύνεται στη Σύγκλητο όποτε το επιθυμούσε.[42][43][44][45]
Μετά την οριστική ήττα των Μακεδόνων, το μέλλον προδιαγραφόταν ήρεμο για τον Ευμένη. Ωστόσο γαλατικά φύλα της Μικράς Ασίας βρήκαν την ευκαιρία να παρενοχλήσουν αναπάντεχα το Περγαμηνό Βασίλειο.[46] Με την αφορμή αυτή ο Άτταλος ταξίδεψε ξανά στη Ρώμη ως απεσταλμένος του Ευμένη, τόσο γα να εκθέσει την κατάσταση, όσο και για αναθερμάνει τις σχέσεις της Συγκλήτου με την Πέργαμο. Έγινε δεκτός με αφύσικα πολλές τιμές και παρόλο που είχε πράγματι συνάψει καλές φιλίες κατά τη διάρκεια των προηγούμενων πολέμων και διπλωματικών αποστολών, ακόμη κι ο ίδιος άρχισε να υποψιάζεται πως κάτι ύποπτο συνέβαινε. Πράγματι του αποκαλύφθηκε πως οι Ρωμαίοι πλέον δεν έκρυβαν καμία εκτίμηση προς το πρόσωπο του αδερφού του, ο οποίος έφερε το στίγμα του προδότη. Αντίθετα φίλοι και γνωστοί των προέτρεψαν να μην εμφανιστεί ενώπιον της Συγκλήτου υπηρετώντας τα συμφέροντα του Ευμένη, αλλά να μιλήσει μοναχά για προσωπικό του όφελος. Ο Άτταλος άρχισε να βρίσκει τις προσφορές αυτές αρκετά δελεαστικές.[47][48]
Εντούτοις, ο Ευμένης είχε αντιληφθεί πού οδηγούσε η κατάσταση και απέστειλε στη Ρώμη έναν άντρα στον οποίο έτρεφε μεγάλη εμπιστοσύνη, τον ιατρό του Στράτο. Ο τελευταίος συνομίλησε με τον Άτταλο και με τη δύναμη της λογικής τον έπεισε να εγκαταλείψει τις επικίνδυνες φιλοδοξίες του. Από τη μία οι δύο άνδρες ουσιαστικά συμβασίλευαν και κατείχαν ίσες εξουσίες. Από την άλλη ο Ευμένης είχε επιβαρυμένη υγεία και σύντομα θα επιλεγόταν διάδοχός του: καθώς ο Ευμένης ακόμη δεν είχε ακόμη αναγνωρίσει το διάδοχό του ως πραγματικό του παιδί, επικρατέστερη επιλογή ήταν ο ίδιος ο Άτταλος. Τέλος, η γαλατική απειλή κινδύνευε να αφήσει τα αδέρφια χωρίς βασίλειο, οπότε ήταν μάταιο να εμπλακούν σε εμφύλιο τη δεδομένη στιγμή.[47] Τελικά, κατά την ομιλία του στη Σύγκλητο, προς έκπληξη όλων, ο Άτταλος δεν έκανε καμία νύξη στο ζήτημα.[48][49] Η Πέργαμος απαλλάχτηκε με τη συνδρομή μισθοφορικών στρατευμάτων από τη γαλατική απειλή το 166 π.Χ.[50]
Λίγα χρόνια μετά, το 164 π.Χ., στην πόλη της Ρώμης παρουσιάστηκαν πρέσβεις του βασιλιά της Βιθυνίας, Προυσία Β΄ του Κυνηγού, της Ρόδου και της Αχαϊκής Συμπολιτείας. Η Σύγκλητος παρείχε ακρόαση σε όλους. Οι απεσταλμένοι της Βιθυνίας παραπονέθηκαν για το βασιλιά της Περγάμου, Ευμένη Β΄, αφενός επειδή είχε καταλάβει ορισμένα από τα εδάφη τους, αφετέρου επειδή, αντί να συμμορφωθεί με τις προσταγές της Ρώμης, εξακολουθούσε να προσπαθεί να αποκτήσει δύναμη μπλέκοντας στις υποθέσεις των Γαλατών της Μικράς Ασίας. Την ίδια αφήγηση παρουσίασαν και άλλες πόλεις της περιοχής, τονίζοντας τις ανησυχητικές σχέσεις που διατηρούσε ο Ευμένης με το βασιλιά των Σελευκιδών, Αντίοχο Δ'. Οι Ρωμαίοι απέφυγαν να δώσουν σαφή απάντηση, ωστόσο συγκράτησαν τις πληροφορίες αυτές.[51] Την επόμενη χρονιά, ο Άτταλος, μετέβη προσωπικά στη Ρώμη, με τον έτερο αδερφό του, τον Αθήναιο, προκειμένου να υπερασπιστεί τη θέση του βασιλιά της Περγάμου και να αντικρούσει τις κατηγορίες. Γενικά η αποστολή αυτή κρίθηκε ικανοποιητική και οι απεσταλμένοι έλαβαν τιμές προτού επιστρέψουν στην Ασία. Ωστόσο η Ρώμη έστειλε απεσταλμένους στην Ελλάδα να επιβλέπουν την κατάσταση από κοντά.[52] Το ίδιο σενάριο έλαβε χώρα και πάλι το 159 π.Χ. όταν ο Προυσίας και οι Γαλάτες και πάλι κατηγόρησαν τον Ευμένη στους Ρωμαίους. Για άλλη μια φορά, ο Άτταλος μετέβη στη Ρώμη, για να υπερασπιστεί τον αδερφό του
Άνοδος στο θρόνο
Το 159 π.Χ. ο βασιλιάς Ευμένης Β΄ απεβίωσε από φυσικά αίτια. Καθώς ο γιος του από τη Στρατονίκη, Άτταλος Γ΄, δεν βρισκόταν σε ηλικία κατάλληλη για να αναλάβει το θρόνο, η εξουσία πέρασε επισήμως στα χέρια του θείου του, Αττάλου, ο οποίος είχε μοιραστεί όλες τις στρατιωτικές και διπλωματικές επιτυχίες με τον εκλειπόντα αδερφό του και ο οποίος απολάμβανε παράλληλα την εμπιστοσύνη της Ρώμης.[54] Έμεινε για προφανείς λόγους γνωστός στην ιστορία με την επωνυμία «ο Φιλάδελφος», δηλαδή «αυτός που αγαπά τον αδερφό του».Η άνοδος του Αττάλου Β΄ στο θρόνο συνοδεύτηκε κι από το γάμο του με τη χήρα βασίλισσα Στρατονίκη. Το ζευγάρι απέκτησε κατά τον Πλούταρχο πολλά παιδιά, ωστόσο θεωρούταν δεδομένο πως διάδοχος του θρόνου θα γινόταν μια ημέρα ο Άτταλος Γ΄.[55][56] Ήδη από το 153 π.Χ. ο τελευταίος είχε επισήμως αναγνωριστεί ως διάδοχος, πράξη που βρήκε σύμφωνη και τη Ρώμη.
Επέμβαση στα εσωτερικά της Καππαδοκίας
Όταν βασιλιάς της Αυτοκρατορίας των Σελευκιδών αναδείχτηκε μετά από σκληρούς αγώνες ο Δημήτριος Α΄, ο επονομαζόμενος «ο Σωτήρ», αποφάσισε να αποκαταστήσει το κράτος του στα παλαιά του σύνορα (160 π.Χ.) Έτσι άρχισε να επεκτείνει την επικράτειά του επιτιθέμενος κατά των γειτονικών του χωρών. Εμμένοντας στην προσπάθειά του να επαναφέρει την Καππαδοκία στη σελευκιδική σφαίρα επιρροής, αναμείχθηκε σε διαμάχη για τη διαδοχή στον καππαδοκικό θρόνο, παρέχοντας ένοπλη υποστήριξη στον Οροφέρνη. Ο τελευταίος μαχόταν για την ανατροπή του φερόμενου ως αδερφού του, Αριαράθη Ε΄, ο οποίος τύγχανε σύμμαχος της Περγάμου ως αδερφός της βασίλισσας Στρατονίκης.Με τον Αριαράθη συμπαρατάχθηκε αρχικά ο γαμπρός του, Ευμένης Β΄, αλλά ο θάνατος του τελευταίου λίγο αργότερα εξασθένησε τη θέση του Καππαδόκη. Ο Δημήτριος έπαιξε καταλυτικό ρόλο στην απομάκρυνση του Αριαράθη από το θρόνο και στην άνοδο του Οροφέρνη, που βασίλεψε κατά την περίοδο 159 – 157/156 π.Χ.[57] Όταν ο Αριαράθης απέτυχε να βρει στήριξη στη Ρώμη, στράφηκε για άλλη μια φορά στην Πέργαμο. Με τη βοήθεια των περγαμηνών όπλων ο Αριαράθης ανακατέλαβε την εξουσία το 157 ή 156 π.Χ., ενώ παράλληλα αποκαταστάθηκε και η επιρροή της Περγάμου στην Καππαδοκία.[58][59] Ακολούθως τα δύο συμμαχικά κράτη πραγματοποίησαν νικηφόρα επίθεση κατά της Πριήνης, πόλη με την οποία είχαν αμφότεροι διαφορές.[60]
Πόλεμος κατά του Προυσία Β΄
Ήδη από την εποχή του πολέμου ανάμεσα στον Ευμένη Β΄ και τον Προυσία Α΄ της Βιθυνίας, οι σχέσεις των δύο κρατών υπήρξαν κακές. Ο διπλωματικός πόλεμος συνεχίστηκε τα επόμενα χρόνια και τελικά το 156 π.Χ. ο νέος Βιθύνιος βασιλιάς Προυσίας Β΄ ο Κυνηγός κινήθηκε κατά της Περγάμου. Αφού νίκησε τον Άτταλο μετέβη στο Νικηφόριο, όπου κατέστρεψε πολλά ιερά και απέσπασε μπρούντζινα και μαρμάρινα αγάλματα, ανάμεσα στα οποία και ένα περίφημο άγαλμα του Ασκληπιού. Μετά τις λεηλασίες αυτές μετέφερε το στρατό του στην Ελαία, την οποία προσπάθησε να καταλάβει ανεπιτυχώς. Κατόπιν αποσύρθηκε στα Θυάτειρα, αφού λεηλάτησε το Ναό της Αρτέμιδος στην Ιερά Κώμη. Ομοίως έκαψε ολοσχερώς ένα ναό του Απόλλωνα. Κατά την επιστροφή τα στρατεύματά του υπέφεραν από πείνα και δυσεντερία, κάτι που ο Πολύβιος αποδίδει στη θεϊκή εκδίκηση.[61][62] Ομοίως ο στόλος του βασιλιά της Βιθυνίας καταστράφηκε το 155 π.Χ. εξαιτίας μιας καταιγίδας στην Προποντίδα.[62]Μετά την ήττα του ο Άτταλος, απέστειλε τον αδερφό του, Αθήναιο, στη Ρώμη για να ενημερώσει τη Σύγκλητο για τα γεγονότα. Οι απεσταλμένοι του Προυσία καθησύχασαν τους Ρωμαίους, οι οποίοι ωστόσο έστειλαν λεγάτους για να διερευνήσουν τις σχέσεις των δύο ανδρών.[61][62] Πάντα το 155 π.Χ. καταφθάνουν στη Ρώμη νέα πως ο Προύσιας αντιμετώπισε με περιφρόνηση τη βούληση της Συγκλήτου, καθώς και για την απρέπειες που διέπραξε στη γύρω περιοχή. Οργισμένοι οι άρχοντες της Ρώμης έστειλαν δέκα λεγάτους προκειμένου να διατάξουν τον Προύσια να θέσει τέρμα στον πόλεμο και να παρέχει στον Άτταλο αποζημίωση για τα δεινά που προξένησε στη χώρα του.[63]
Το 154 π.Χ. ο Άτταλος ήδη από το χειμώνα ξεκίνησε να συγκεντρώνει ισχυρές δυνάμεις. Στα πλαίσια της συμμαχίας τους, οι βασιλείς Αριαράθης Ε' της Καππαδοκίας και Μιθριδάτης Δ' του Πόντου, του έστειλαν ενισχύσεις, επικεφαλής των οποίων τέθηκε ο Δημήτριος, γιος του Αριαράθη. Όσο προετοιμαζόταν δέχτηκε επίσκεψη των δέκα λεγάτων της Ρώμης, οι οποίοι αφού ενημερώθηκαν για την κατάσταση ήρθαν σε επαφή με τον Προυσία, στον οποίο μετέφεραν με πολύ αυστηρό τρόπο τις συστάσεις της Συγκλήτου. Ο βασιλιάς της Βιθυνίας αρνήθηκε τις αξιώσεις τους, με αποτέλεσμα οι Ρωμαίοι να αποκηρύξουν τη συμμαχία τους με τη Βιθυνία. Βλέποντάς τους να αποχωρούν για το στρατόπεδο του Αττάλου ο Προυσίας το μετάνιωσε και έμεινε μετέωρος ως προς το πώς έπρεπε να χειριστεί την κατάσταση.[64]
Αφού συμβούλεψαν τον Άτταλο να μην επιτεθεί, αλλά να ενισχύσει την άμυνα των συνόρων και των χωριών της επικράτειάς του, απέστειλαν μηνύματα σε διάφορες περιοχές της Ιωνίας και του Ελλησπόντου, διατάζοντας τους κατοίκους να σπάσουν τις σχέσεις τους με τη Βιθυνία υπέρ της Περγάμου. Ορισμένοι δε από αυτούς μετέβησαν στη Ρώμη για να ενημερώσουν τις αρχές για τις εξελίξεις.[64]
Σχεδόν ταυτόχρονα κατεύθασε ο Αθήναιος με ογδόντα πλοία, τόσο της Περγάμου όσο και των συμμάχων της. Πλέοντας στον Ελλήσποντο προξένησε καταστροφές σε πόλεις που είχαν ταχθεί με το πλευρό της Βιθυνίας. Τελικά, η Σύγκλητος απέστειλε τρεις λεγάτους επιφορτισμένους με την αποστολή να βάλουν τέλος στον πόλεμο αναγκάζοντας τους δύο βασιλείς να υπογράψουν συνθήκη. Στους όρους της περιλαμβανόταν η συμφωνία να παραχωρήσει ο Προυσίας είκοσι πλοία στον Άτταλο, καθώς και να του καταβάλλει πεντακόσια τάλαντα σε είκοσι χρόνια.[65][66] Τα δύο κράτη θα επέστρεφαν στα σύνορα που κατείχαν πριν την έναρξη του πολέμου. Στον Προύσια επίσης ανατέθηκε η υποχρέωση να επισκευάσει τις ζημιές που είχε προξενήσεις στις πόλεις Μήθυμνα, Αιγαί, Κύμη και Ηράκλεια, πληρώνοντας εκατό τάλαντα σε αυτές.[66]
Εκθρονίσεις του Δημητρίου Α΄ και Προυσία Β΄
Το 152 π.Χ. ο ελάχιστα δημοφιλής στους γείτονές του βασιλιάς των Σελευκιδών, Δημήτριος Α΄, ανετράπη από ένα συνασπισμό πολιτικών του αντιπάλων, προκειμένου να ανέλθει στο θρόνο ο Αλέξανδρος Α' Βάλας. Στο συνασπισμό αυτό συμμετείχαν οι βασιλείς Πτολεμαίος Στ΄ της Αιγύπτου, Άτταλος Β΄ της Περγάμου, Αριαράθης Ε' της Καππαδοκίας και οι Ιουδαίοι.[67] Ο Βάλας υποστήριζε πως είχε κληρονομικά δικαιώματα στη βασιλεία από την πλευρά του φερόμενου ως πατέρα του, Αντιόχου Δ΄ του Επιφανούς. Με τη βοήθεια των συμμάχων του αλλά και με την ανεπίσημη στήριξη της Ρώμης συγκρούστηκε με το Δημήτριο, ο οποίος βρήκε το θάνατο στη μάχη το 150 π.Χ.[67]Τον επόμενο χρόνο, ο Προυσίας Β΄ της Βιθυνίας διεκδίκησε στη Ρώμη μείωση της χρηματικής αποζημίωσης που κατέβαλε στον Άτταλο μετά τη λήξη του μεταξύ τους πολέμου. Κατά τη διάρκεια της διπλωματικής αποστολής οι πρέσβεις του είχαν την εντολή να εξολοθρεύσουν το γιο του βασιλιά, Νικομήδη, ο οποίος κέρδιζε ολοένα σε δημοτικότητα απέναντι στον πατέρα του. Ο νεαρός πρίγκιπας ωστόσο διέφυγε τον κίνδυνο κι έγινε δεκτός με εγκαρδιότητα στην Πέργαμο.[62]
Πάντα το 149 π.Χ. ο Άτταλος εισέβαλε στα εδάφη της Βιθυνίας υπέρ του Νικομήδη. Ο λαός δεν αντιστάθηκε και σιγά σιγά άρχισε να παίρνει το μέρος των εισβολέων. Μην μπορώντας να εμπιστευτεί κανένα, και με φρουρά μόλις 500 ανδρών του γαμπρού του από τη Θράκη, ο Προυσίας κλείστηκε στο φρούριο της Νίκαιας για να περιμένει την αντίδραση της Ρώμης. Ο Ρωμαίος πραίτορας, για να βοηθήσει τους σκοπούς του Αττάλου, άργησε να παρουσιάσει την πρεσβεία στη Σύγκλητο, κι όταν το έκανε οι άρχοντες του έδωσαν την άδεια να επιλέξει ο ίδιος ποιους άνδρες θα έστελνε για να διευθετήσουν το ζήτημα. Εκείνος επέλεξε επίτηδες τρεις άνδρες με σοβαρές αναπηρίες.[68]
Οι απεσταλμένοι διέταξαν την παύση των εχθροπραξιών ωστόσο έφυγαν για τη Ρώμη προτού πάρουν το οποιοδήποτε μέτρο. Χάνοντας τις ελπίδες του και μην έχοντας πού να βασιστεί ο Προυσίας επέστρεψε στη Νικομήδεια ελπίζοντας πως θα μπορέσει να την υπερασπιστεί. Τελικά τον πρόδωσε ο ίδιος ο λαός, ο οποίος άνοιξε τις πύλες, ώστε να εισέλθει ο Νικομήδης με το στρατό του. Ο Προυσίας κατέφυγε στο Ναό του Δία, όπου μαχαιρώθηκε από τους άνδρες του Νικομήδη. Με τον τρόπο αυτό ο τελευταίος ανέβηκε στο θρόνο.[69]
Θάνατος και διαδοχή
Ο γεωγράφος Στράβων κατονομάζει ανάμεσα στις πολεμικές επιχειρήσεις που συμμετείχε ο Άτταλος στα τελευταία χρόνια της ζωής του την εκστρατεία (150 - 148 π.Χ.) των Ρωμαίων ενάντια στον Ανδρίσκο, διεκδικητή του θρόνου της Μακεδονίας, καθώς και μία εκστρατεία στη Θράκη, όπου και υποχρέωσε σε ήττα τον Διήγυλι, βασιλιά των Καινών.[70][71]Ο Άτταλος Β΄ βασίλεψε για 21 έτη,[54] ωστόσο ήδη από το 153 π.Χ. είχε αναγορεύσει το γιο του αδερφού του, Άτταλο Γ΄, επισήμως διάδοχο, πράξη που βρήκε σύμφωνη και τη Ρώμη. Στα τελευταία χρόνια της ζωής του, απολαμβάνοντας μακροχρόνια ειρήνη και κουρασμένος από τη μεγάλη του ηλικία, σταδιακά άφηνε να διαχειρίζονται οι υπουργοί του τις κρατικές υποθέσεις.[72] Ο Άτταλος πέθανε τελικά στην ηλικία των 82 ετών το 138 π.Χ. κληροδοτώντας το θρόνο του στον ανιψιό του.