Ο Αλκμαίων (και Αλκμέων) ήταν ήρωας της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας, γιος του μάντη Αμφιάραου και της Εριφύλης. Αποτελούσε το κεντρικό πρόσωπο δύο χαμένων επών του Θηβαϊκού κύκλου, με τίτλο Επίγονοι και Αλκμαιωνίς. Γύρω από το πρόσωπό του Αλκμαίωνα σχετίζονται και άλλοι μύθοι.
Ο Αλκμαίων μόλις ενηλικιώθηκε πήρε μέρος ως αρχηγός στην εκστρατεία των Επιγόνων κατά της Θήβας. Αρχικά ήταν απρόθυμος να συμμετάσχει αλλά οι υπόλοιποι επίγονοι έλαβαν χρησμό πως στην εκστρατεία αυτή πρέπει να ηγηθεί ο Αλκμαίων. Ο Θέρσανδρος τότε, που διεκδικούσε τον θρόνο της Θήβας, δωροδόκησε την Εριφύλη δίνοντάς της το πέπλο της Αρμονίας και αυτή έπεισε και τον γιο της να συμμετάσχει στην εκστρατεία[1][2]. Οι επίγονοι κατέλαβαν την Θήβα και ο Αλκμαίων σκότωσε τον βασιλιά της πόλης, Λαοδάμαντα. Στην συνέχεια όμως, παρακινούμενος και από ένα χρησμός απόφάσισε να εκδικηθεί για τον πατέρα του και σκότωσε την μητέρα του, βοηθούμενος και από τον αδερφό του Αμφίλοχο.
Η Καλλιρρόη θέλησε να αποκτήσει το πέπλο και το περιδέραιο της Αρμονίας που είχαν χρησιμοποιηθεί για την δωροδοκία της Εριφύλης. Αυτά όμως ο Αλκμαίωνας τα είχε χαρίσει στην πρώτη του γυναίκα την Αρσινόη. Έτσι αποφάσισε να γυρίσει στην Ψωφίδα και να τα πάρει. Με την δικαιολογία πως τα ήθελε για να τα εξαγνίσει τα απέσπασε από τον Φηγέα. Οι δύο γιοι του Φηγέα όμως, ο Πρόνοος και ο Αγήνωρ (σύμφωνα με τον Παυσανία ο Τήμενος και ο Αφίων), ανακάλυψαν την αλήθεια και σκότωσαν τον Αλκμαίωνα. [6] Όπως αναφέρει ο Παυσανίας, ο τάφος του Αλκμαίωνα βρίσκόταν στην Ψωφίδα. Δεν ήταν ιδιαίτερα μεγάλος και διακοσμημένος αλλά πάνω του ήταν φυτεμένα κυπαρίσσια τα οποία θεωρούνταν ιερά για τους κατοίκους και δεν επιτρεπόταν σε κανέναν να τα κόψεi
"Μετὰ δὲ τὴν Ἀμβρακίαν τὸ Ἄργος ἐστὶ τὸ Ἀμφιλοχικόν, κτίσμα Ἀλκμαίωνος καὶ τῶν παίδων. Ἔφορος μὲν οὖν φησὶ τὸν Ἀλκμαίωνα μετὰ τὴν Ἐπιγόνων ἐπὶ τὰς Θήβας στρατείαν, παρακληθέντα ὑπὸ Διομήδους, συνελθεῖν εἰς Αἰτωλίαν αὐτῷ καὶ συγκατακτήσασθαι ταύτην τε καὶ τὴν Ἀκαρνανίαν· καλοῦντος δ' αὐτοὺς ἐπὶ τὸν Τρωικὸν πόλεμον Ἀγαμέμνονος, τὸν μὲν Διομήδη πορευθῆναι, τὸν δ' Ἀλκμαίωνα, μείναντα ἐν τῇ Ἀκαρνανίᾳ, τὸ Ἄργος κτίσαι, καλέσαι δ' Ἀμφιλοχικὸν ἐπώνυμον τοῦ ἀδελφοῦ, Ἴναχον δὲ τὸν διὰ τῆς χώρας ῥέοντα ποταμὸν εἰς τὸν κόλπον ἀπὸ τοῦ κατὰ τὴν Ἀργείαν προσαγορεῦσαι. Θουκυδίδης δέ φησιν αὐτὸν Ἀμφίλοχον μετὰ τὴν ἐκ Τροίας ἐπάνοδον, δυσαρεστοῦντα τοῖς ἐν Ἄργει, παρελθεῖν εἰς τὴν Ἀκαρνανίαν, διαδεξάμενον δὲ τὴν τἀδελφοῦ δυναστείαν κτίσαι τὴν πόλιν ἐπώνυμον ἑαυτοῦ".
Η εκστρατεία των Επίγονων
Ο Αλκμαίων ήταν γιος του Αμφιάραου και της Εριφύλης. Ο πατέρας του Αμφιάραος παρακινήθηκε από τον βασιλιά του Άργους Άδραστο να πάρει μέρος στην εκστρατεία κατά της Θήβας που είχε στόχο να εκδιώξει από τον θρόνο της πόλης τον Ετεοκλή και να τον παραδώσει στον Πολυνείκη. Ο Αμφιάραος δεν δέχτηκε γιατί ήξερε, χάρη στις μαντικές ικανότητες που κατείχε, πως όλοι οι αρχηγοί της εκστρατείας θα σκοτώνοντας. Αποφασίστηκε τότε την τελική απόφαση να την πάρει η Εριφύλη. Αυτή όμως δωροδοκήθηκε από τον Πολυνείκη, ο οποίος της πρόσφερε το περιδέραιο της Αρμονίας της γυναίκας του Κάδμου και η Εριφύλη αποφάσισε να συμμετάσχει ο άντρας της στον πόλεμο. Πριν φύγει για τον πόλεμο ο Αμφιάραος ζήτησε από τον Αλκμαίωνα να εκδικηθεί για λογαριασμό του την Εριφύλη που τον πρόδωσε, σκοτώνοντας την μόλις ενηλικιωθεί
Ο Αλκμαίων μόλις ενηλικιώθηκε πήρε μέρος ως αρχηγός στην εκστρατεία των Επιγόνων κατά της Θήβας. Αρχικά ήταν απρόθυμος να συμμετάσχει αλλά οι υπόλοιποι επίγονοι έλαβαν χρησμό πως στην εκστρατεία αυτή πρέπει να ηγηθεί ο Αλκμαίων. Ο Θέρσανδρος τότε, που διεκδικούσε τον θρόνο της Θήβας, δωροδόκησε την Εριφύλη δίνοντάς της το πέπλο της Αρμονίας και αυτή έπεισε και τον γιο της να συμμετάσχει στην εκστρατεία[1][2]. Οι επίγονοι κατέλαβαν την Θήβα και ο Αλκμαίων σκότωσε τον βασιλιά της πόλης, Λαοδάμαντα. Στην συνέχεια όμως, παρακινούμενος και από ένα χρησμός απόφάσισε να εκδικηθεί για τον πατέρα του και σκότωσε την μητέρα του, βοηθούμενος και από τον αδερφό του Αμφίλοχο.
Η καταδιώξη του Αλκμαίωνα από τις Ερινύες
Μετά την μητροκτονία άρχισαν να τον κυνηγούν οι Ερινύες και καταδιωκόμενος κατέληξε στην Ψωφίδα της Αρκαδίας. Εκεί ο βασιλιάς της Ψωφίδας, Φηγέας τον εξάγνισε και τον πάντρεψε με την κόρη του Αρσινόη (ή Αλφεσίβοια σύμφωνα με τον Παυσανία). Ο Αλκμαίων μετά τον γάμο προσέφερε στην Αρσινόη το περιδέραιο και το πέπλο της Αρμονίας που είχε πάρει από την μητέρα του.[4] Σύμφωνα με τον Απολλόδωρο η παρουσία του Αλκμαίωνα στην Ψωφίδα συνοδεύτηκε από αγονία της γης. Ο Αλκμαίων που θεώρησε πως αιτία για την αγονία ήταν η παρουσία του στην πόλη, πήγε στους Δελφούς για να συμβουλευτεί το μαντείο. Το μαντείο τον συμβούλεψε πως θα απαλλαγεί από τις Ερινύες μόνο όταν καταφύγει σε μία χώρα που δεν υπήρχε όταν έκανε το έγκλημα αλλά σχηματίστηκε μετά .[4][5] Αναζητώντας αυτή την χώρα ο Αλκμαίων κατέληξε στο Δέλτα του Αχελώου. Εκεί ο ποτάμιος θεός Αχελώος τον εξάγνισε για το έγκλημα και του έδωσε για γυναίκα του την κόρη του Καλλιρρόη.
Η Καλλιρρόη θέλησε να αποκτήσει το πέπλο και το περιδέραιο της Αρμονίας που είχαν χρησιμοποιηθεί για την δωροδοκία της Εριφύλης. Αυτά όμως ο Αλκμαίωνας τα είχε χαρίσει στην πρώτη του γυναίκα την Αρσινόη. Έτσι αποφάσισε να γυρίσει στην Ψωφίδα και να τα πάρει. Με την δικαιολογία πως τα ήθελε για να τα εξαγνίσει τα απέσπασε από τον Φηγέα. Οι δύο γιοι του Φηγέα όμως, ο Πρόνοος και ο Αγήνωρ (σύμφωνα με τον Παυσανία ο Τήμενος και ο Αφίων), ανακάλυψαν την αλήθεια και σκότωσαν τον Αλκμαίωνα. [6] Όπως αναφέρει ο Παυσανίας, ο τάφος του Αλκμαίωνα βρίσκόταν στην Ψωφίδα. Δεν ήταν ιδιαίτερα μεγάλος και διακοσμημένος αλλά πάνω του ήταν φυτεμένα κυπαρίσσια τα οποία θεωρούνταν ιερά για τους κατοίκους και δεν επιτρεπόταν σε κανέναν να τα κόψεi
Άλλοι μύθοι σχετικοί με τον Αλκμαίωνα
Με τον Αλκμαίωνα σχετίζονται και άλλοι μύθοι. Σύμφωνα με αυτούς ο Αλκμαίων κατά την διάρκεια της περιόδου που τον είχε κυριεύσει η τρέλα, είχε αποκτήσει δύο παιδιά με την Μαντώ, την κόρη του Τειρεσία, τον Αμφίλοχο και την Τισιφόνη. Ο Αλκμαίων εμπιστεύτηκε τα παιδιά του στον Κρέοντα που τότε ήταν βασιλιάς της Κορίνθου για να τα μεγαλώσει. Όταν η κόρη του Αλκμαίωνα, Τισιφόνη, μεγάλωσε αρκετά ήταν τόσο όμορφη που έκανε την γυναίκα του Κρέοντα να ζηλέψει. Φοβούμενη μήπως την ερωτευτεί ο άντρας της την πούλησε για σκλάβα. Ο αγοραστής της όμως έτυχε να είναι ο Αλκμαίων. Ο Αλκμαίων ανακάλυψε τι είχε συμβεί όταν επέστρεψε στην Κόρινθο για να πάρει τα παιδιά του [8]. Η ιστορία αυτή ήταν θέμα μίας τραγωδίας του Ευριπίδη με τίτλο ο Αλκμαίων ο δια Κορίνθου η οποία δεν διασώζεται. Ο Αλκμαίων στην συνέχεια μαζί με τον γιο του Αμφίλοχο πήγε στην Ακαρνανία όπου για χάρη του βασιλιά της Αιτωλίας Οινέα, νίκησε τους Ακαρνάνες. Ο γιος του Αμφίλοχος ίδρυσε μία πόλη στην περιοχή που ονομάστηκε Αμφιλοχικό Άργος.Ο Στράβων στα Γεωγραφικά του γράφει:
"Μετὰ δὲ τὴν Ἀμβρακίαν τὸ Ἄργος ἐστὶ τὸ Ἀμφιλοχικόν, κτίσμα Ἀλκμαίωνος καὶ τῶν παίδων. Ἔφορος μὲν οὖν φησὶ τὸν Ἀλκμαίωνα μετὰ τὴν Ἐπιγόνων ἐπὶ τὰς Θήβας στρατείαν, παρακληθέντα ὑπὸ Διομήδους, συνελθεῖν εἰς Αἰτωλίαν αὐτῷ καὶ συγκατακτήσασθαι ταύτην τε καὶ τὴν Ἀκαρνανίαν· καλοῦντος δ' αὐτοὺς ἐπὶ τὸν Τρωικὸν πόλεμον Ἀγαμέμνονος, τὸν μὲν Διομήδη πορευθῆναι, τὸν δ' Ἀλκμαίωνα, μείναντα ἐν τῇ Ἀκαρνανίᾳ, τὸ Ἄργος κτίσαι, καλέσαι δ' Ἀμφιλοχικὸν ἐπώνυμον τοῦ ἀδελφοῦ, Ἴναχον δὲ τὸν διὰ τῆς χώρας ῥέοντα ποταμὸν εἰς τὸν κόλπον ἀπὸ τοῦ κατὰ τὴν Ἀργείαν προσαγορεῦσαι. Θουκυδίδης δέ φησιν αὐτὸν Ἀμφίλοχον μετὰ τὴν ἐκ Τροίας ἐπάνοδον, δυσαρεστοῦντα τοῖς ἐν Ἄργει, παρελθεῖν εἰς τὴν Ἀκαρνανίαν, διαδεξάμενον δὲ τὴν τἀδελφοῦ δυναστείαν κτίσαι τὴν πόλιν ἐπώνυμον ἑαυτοῦ".
Παραπομπές
- ↑ Απολλόδωρος Γ.7.2 λαβοῦσα γὰρ Ἐριφύλη παρὰ Θερσάνδρου τοῦ Πολυνείκους τὸν πέπλον συνέπεισε καὶ τοὺς παῖδας στρατεύεσθαι. οἱ δὲ ἡγεμόνα Ἀλκμαίωνα ἑλόμενοι Θήβας ἐπολέμουν.
- ↑ Παυσανία, Αρκαδικά 24.8
- ↑ Απολλόδωρος Γ.7.5 μετὰ δὲ τὴν Θηβῶν ἅλωσιν αἰσθόμενος Ἀλκμαίων καὶ ἐπ᾽ αὐτῷ δῶρα εἰληφυῖαν Ἐριφύλην τὴν μητέρα μᾶλλον ἠγανάκτησε, καὶ χρήσαντος Ἀπόλλωνος αὐτῷ τὴν μητέρα ἀπέκτεινεν. ἔνιοι μὲν λέγουσι σὺν Ἀμφιλόχῳ τῷ ἀδελφῷ κτεῖναι τὴν Ἐριφύλην, ἔνιοι δὲ ὅτι μόνος. Ἀλκμαίωνα δὲ μετῆλθεν ἐρινὺς τοῦ μητρᾐου φόνου
- ↑ 4,0 4,1 Απολλόδωρος Γ.7.5
- ↑ Θουκυδίδης 2.102.5
- ↑ Απολλόδωρος Γ.7.6
- ↑ Παυσανία, Αρκαδικά 24.8 καί οἱ τὸ μνῆμά ἐστιν οἴκημα οὔτε μεγέθει οὔτε ἄλλως κεκοσμημένον: περὶ δὲ αὐτὸ κυπάρισσοι πεφύκασιν ἐς τοσοῦτον ὕψος ἀνήκουσαι, ὥστε καὶ τὸ ὄρος τὸ πρὸς τῇ Ψωφῖδι κατεσκιάζετο ὑπ' αὐτῶν. ταύτας οὐκ ἐθέλουσιν ἐκκόπτειν ἱερὰς τοῦ Ἀλκμαίωνος νομίζοντες
- ↑ Απολλόδωρος Γ.7.7