Ο Πιττακός ο Μυτιληναίος (περ. 650-570) ήταν πολιτικός και στρατιωτικός ηγέτης της Μυτιλήνης, ένας από τους επτά σοφούς της αρχαίας Ελλάδας και μνημονεύεται μαζί με τον Θαλή, τον Βία και το Σόλωνα σε όλους τους σχετικούς καταλόγους.
Ο Πιττακός διακρίθηκε στη μάχη, σκότωσε μάλιστα, στο πλαίσιο μονομαχίας, τον Φρύνωνα, στρατηγό των Αθηναίων, νικητή των Ολυμπίων και διάσημο για το θάρρος και την ανδρεία του. Οι Μυτιληναίοι τον τίμησαν για τα κατορθώματά του, όμως εκείνος από τα εδάφη που του προσφέρθηκαν δέχτηκε μόνο την έκταση που σηματοδοτήθηκε από μια ρίψη του ακοντίου του. Κατόπιν, διέθεσε τη γη για ιερή χρήση η οποία έκτοτε αποκαλείται Πιττακού γή.
Ο πόλεμος με τους Αθηναίους έληξε με παρέμβαση του Περιάνδρου, ο οποίος παραχώρησε τη διαφιλονικούμενη έκταση στους Αθηναίους. Οι εσωτερικές ταραχές στην Μυτιλήνη συνεχίστηκαν, υποδαυλισμένες από τη μερίδα των αριστοκρατών, με προεξάρχοντες τον Αλκαίο και τον αδελφό του, Αντιμενίδη. Όταν αυτοί εξορίστηκαν, η πόλη γνώρισε περίοδο σχετικής ηρεμίας, ώσπου οι φυγάδες επιχείρησαν να πετύχουν την επάνοδό τους με τη βία των όπλων. Ο δήμος, προκειμένου να αποκρούσει την απειλή, εξέλεξη ως αισυμνήτη τον Πιττακό, στον οποίο παραχώρησε απόλυτη εξουσία. Ο μεγάλος άνδρας παρέμεινε στο θώκο επί μία δεκαετία (589-579) με την παρέλευση της οποίας παραιτήθηκε από την αρχή εκουσίως.
Στη διάρκεια της ηγεμονίας του δεν επιχείρησε να ανατρέψει το πολίτευμα, αλλά επιδόθηκε στη βελτίωση και την αναθεώρηση των νόμων. Οι ολιγαρχικοί τον σκιαγραφούσαν ως τύραννο, ο δε Αλκαίος σε σχόλιό του χαρακτήρισε τον Πιττακό κακοπάτριδα και εξέφρασε την περιφρόνησή του για τον τρόπο με τον οποίο ο λαός τον εξέλεξε ως αισυμνήτη.
Ο Πιττακός πέθανε περί το 569, σε ηλικία εβδομήντα ετών κατά τον Διογένη Λαέρτιο, ογδόντα ετών κατά τον Σουίδα και εκατό ετών κατά τον Λουκιανό. Του αποδίδονται πολλά, χαμένα όμως, ελεγειακά ποιήματα, καθώς και πολλά γνωμικά, όπως <<χαλεπόν εσθλόν έμμεναι>> και το <<γίγνωσκε καιρόν>>. Το πρώτο αποτέλεσε θέμα ωδής του Σιμωνίδη. Του αποδίδεται επίσης και ένα -ψευδεπίγραφο προφανώς- επίγραμμα της Παλατινής Ανθολογίας(ΧΙ 440).
Βιογραφία
Πατρίδα του ήταν η Μυτιλήνη, ο δε Σουίδας θέτει τη γέννησή του κατά την τριακοστή τρίτη Ολυμπιάδα, δηλαδή περί το 652 π.Χ.. Φημιζόταν για την πολιτική και κοινωνική σοφία του, τη σύνεση και την χρηστότητά του, αλλά και την πολεμική ανδρεία του. Στον πολιτικό στίβο της πατρίδας του εισήλθε ενεργά το 612 π.Χ., όταν από κοινού με τους αδελφούς του Αλκαίου, οι οποίοι ηγούνταν της αριστοκρατικής μερίδας, φόνευσε τον τύραννο Μέλαγχρο. Έξι χρόνια μετά τον βρίσκουμε να οδηγεί τους συμπολίτες τους στον πόλεμο κατά των Αθηναίων, με αντικείμενο την κατοχή του Σιγείου.Ο Πιττακός διακρίθηκε στη μάχη, σκότωσε μάλιστα, στο πλαίσιο μονομαχίας, τον Φρύνωνα, στρατηγό των Αθηναίων, νικητή των Ολυμπίων και διάσημο για το θάρρος και την ανδρεία του. Οι Μυτιληναίοι τον τίμησαν για τα κατορθώματά του, όμως εκείνος από τα εδάφη που του προσφέρθηκαν δέχτηκε μόνο την έκταση που σηματοδοτήθηκε από μια ρίψη του ακοντίου του. Κατόπιν, διέθεσε τη γη για ιερή χρήση η οποία έκτοτε αποκαλείται Πιττακού γή.
Ο πόλεμος με τους Αθηναίους έληξε με παρέμβαση του Περιάνδρου, ο οποίος παραχώρησε τη διαφιλονικούμενη έκταση στους Αθηναίους. Οι εσωτερικές ταραχές στην Μυτιλήνη συνεχίστηκαν, υποδαυλισμένες από τη μερίδα των αριστοκρατών, με προεξάρχοντες τον Αλκαίο και τον αδελφό του, Αντιμενίδη. Όταν αυτοί εξορίστηκαν, η πόλη γνώρισε περίοδο σχετικής ηρεμίας, ώσπου οι φυγάδες επιχείρησαν να πετύχουν την επάνοδό τους με τη βία των όπλων. Ο δήμος, προκειμένου να αποκρούσει την απειλή, εξέλεξη ως αισυμνήτη τον Πιττακό, στον οποίο παραχώρησε απόλυτη εξουσία. Ο μεγάλος άνδρας παρέμεινε στο θώκο επί μία δεκαετία (589-579) με την παρέλευση της οποίας παραιτήθηκε από την αρχή εκουσίως.
Στη διάρκεια της ηγεμονίας του δεν επιχείρησε να ανατρέψει το πολίτευμα, αλλά επιδόθηκε στη βελτίωση και την αναθεώρηση των νόμων. Οι ολιγαρχικοί τον σκιαγραφούσαν ως τύραννο, ο δε Αλκαίος σε σχόλιό του χαρακτήρισε τον Πιττακό κακοπάτριδα και εξέφρασε την περιφρόνησή του για τον τρόπο με τον οποίο ο λαός τον εξέλεξε ως αισυμνήτη.
Ο Πιττακός πέθανε περί το 569, σε ηλικία εβδομήντα ετών κατά τον Διογένη Λαέρτιο, ογδόντα ετών κατά τον Σουίδα και εκατό ετών κατά τον Λουκιανό. Του αποδίδονται πολλά, χαμένα όμως, ελεγειακά ποιήματα, καθώς και πολλά γνωμικά, όπως <<χαλεπόν εσθλόν έμμεναι>> και το <<γίγνωσκε καιρόν>>. Το πρώτο αποτέλεσε θέμα ωδής του Σιμωνίδη. Του αποδίδεται επίσης και ένα -ψευδεπίγραφο προφανώς- επίγραμμα της Παλατινής Ανθολογίας(ΧΙ 440).