ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ
«Ο ΓΕΡΟΣ ΤΟΥ ΜΟΡΙΑ»
(1770-1843)
Ο
Θεόδωρος Κολοκοτρώνης υπήρξε μια από τις λαμπρότερες φυσιογνωμίες της
Ελληνικής Επανάστασης, που η παρουσία και η δράση του υπήρξαν
καθοριστικές σε κρίσιμες στιγμές του Αγώνα, ειδικότερα στην Πελοπόννησο,
κυρίως στον στρατιωτικό, αλλά όχι λιγότερο και στον πολιτικό τομέα.
Γιος του Κωνσταντή Κολοκοτρώνη, γεννήθηκε, όπως αναφέρει ο ίδιος στα
Απομνημονεύματα του, «εις τα 1770, Απριλίου 3, την Δευτέρα της
Λαμπρής... εις ένα βουνό, εις ένα δέντρο αποκάτω, εις την παλαιά
Μεσσηνία, ονομαζόμενο Ραμαβούνι». Λίγες εβδομάδες νωρίτερα Ρωσική
ναυτική μοίρα, με επικεφαλής τον Θεόδωρο Ορλόφ και τον ναύαρχο Σπυριδόφ,
βρισκόταν στα παράλια της Μάνης και άρχιζε η επαναστατική εξέγερση στην
Πελοπόννησο, κατά τη διάρκεια της οποίας ο πατέρας του Κολοκοτρώνη,
«αρχηγός των αρματολών εις την Κόρινθο», όπως τον χαρακτηρίζει ο ίδιος,
πήγε στη Μάνη και «έβγαινε και κυνηγούσε τους Τούρκους».
Τα παιδικά χρόνια του Κολοκοτρώνη σημαδεύθηκαν από τον απόηχο των πολεμικών γεγονότων των Ορλοφικών και από τον θάνατο του πατέρα του το 1780 σε σύγκρουση με τις στρατιωτικές δυνάμεις του Χασάν πασά Τζεζαερλή. Ο ίδιος σημειώνει: «Ο πατέρας μου σκοτώθηκε με δύο του αδέλφια, Αναγνώστη και Γεώργη... Εγλύτωσεν ένας μπάρμπας μου, Αναγνώστης, από τους κλεισμένους τέσσαρους αδελφούς Κολοκοτρώνη. Εγώ, η μάνα μου, ή αδελφή μου, εγλύτωσαν με τα παλικάρια του πατέρα μου». Η απορφανισμένη οικογένεια του Κολοκοτρώνη —η μητέρα του, η αδελφή του, ο ίδιος και ο αδελφός του Νικόλας— με τον θείο του Αναγνώστη, κατέφυγαν στη Μηλιά της Μάνης, όπου έμειναν τρία χρονιά, αργότερα στην Αλωνίσταινα της Μαντινείας, στα Σαμπάζικα και, τέλος, στο Άκοβο της επαρχίας Μεγαλόπολης, όπου το 1787, έφηβος ακόμη, ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης διορίστηκε από τους κατοίκους οπλαρχηγός της περιοχής.
Τρία χρόνια αργότερα νυμφεύθηκε την Κατερίνα Καρούζου, κόρη προεστού του Λιονταριού. Αντιμετωπίζοντας συνεχώς με την οικογένεια του επιβουλές των Τούρκων, βρισκόταν «πάντοτε με το τουφέκι» και, αφού μετέφερε την οικογένεια του σε ασφαλέστερο μέρος της Μάνης, έγινε κλέφτης επικεφαλής εξήντα ανδρών. Όπως γράφει ο ίδιος, «εμείναμε δύο χρόνους κλέφτες. Έπειτα είδαν πως δεν μπορούν να μας κάνουν τίποτε και μας έβαλαν πάλι αρματολούς. Είχα το Λιοντάρι και την Καρύταινα, έκανα τέσσερις πέντε χρόνους αρματολός».
Η περίοδος αυτή υπήρξε αποφασιστική για τη μετέπειτα δράση του, που ουσιαστικά αρχίζει με τη μετάβαση του στη Ζάκυνθο. Προσπάθησε να πείσει τον αρχηγό των Ρωσικών στρατευμάτων που κατείχαν τότε τα Επτάνησα να αναλάβει επιχείρηση για την απελευθέρωση της Ελλάδας, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Επέστρεψε στην Πελοπόννησο στην περίοδο ακριβώς που είχε ενταθεί ο διωγμός των κλεφτών από τους Τούρκους και συγκρούστηκε επανειλημμένα μαζί τους ως την άνοιξη του 1806. Ξαναγύρισε στη Ζάκυνθο για να αποφύγει τη σύλληψη του, που είχε διατάξει ο πασάς της Πελοποννήσου. Εκεί τον συνάντησε «ο στρατηγός των Ρώσων Παπαδόπουλος και τον «έκραξε στους Κόρφους» για να του προτείνει να καταταχθεί στον Ρωσικό στρατό. Ο Κολοκοτρώνης απάντησε ότι δεν δέχεται, επειδή σκοπός του ήταν να «υπάγει πάλι εις τον Μορέα δια να εκδικηθεί τον θάνατον των συγγενών του και δια τας ζημίας όπου έλαβε». Στη συνέχεια, κατά την πληροφορία που παρέχει ο ίδιος, έμεινε «δέκα χρόνια χωρίς δούλευση».
Το καλοκαίρι του 1807 έλαβε μέρος στη σύσκεψη που πραγματοποιήθηκε υπό τον Ιωάννη Καποδίστρια στη Λευκάδα για την αντιμετώπιση της απειλής του Αλή πασά εναντίον των νησιών, και όταν, κατά τη διάρκεια του Ρωσοτουρκικού πολέμου, το 1807, ναυτική Ρωσική μοίρα υπό τον ναύαρχο Σενιάβιν έπλευσε από την Κέρκυρα στο Αιγαίο για να εξεγείρει τους νησιώτες, ο Κολοκοτρώνης με το πλοίο του Γεωργίου Αλεξανδρή έλαβε μέρος επί δέκα μήνες σε καταδρομικές επιχειρήσεις εναντίον των Τούρκων στην περιοχή μεταξύ Σκιάθου και Αγίου Όρους. Κατά την επιστροφή του στη Ζάκυνθο κλήθηκε από τον πατρικό του φίλο Τουρκαλβανό Αλή Φαρμάκη, την άνοιξη του 1808, να τον βοηθήσει στη σύγκρουση του με τον Βέλη πασά, διοικητή της Πελοποννήσου. Μετά τη συνθηκολόγηση του Αλή Φαρμάκη, ο Κολοκοτρώνης γύρισε και πάλι στη Ζάκυνθο, όπου κατατάχθηκε στο Ελληνικό στρατιωτικό σώμα που είχαν οργανώσει οι Άγγλοι όταν κατέλαβαν το νησί, και, λίγο αργότερα, για τη δράση του εναντίον των Γάλλων, του απένειμαν τον βαθμό του ταγματάρχη. Υπηρέτησε στο σώμα αυτό ως τη διάλυση του, το 1817, και διαπίστωσε τότε πως «ό,τι κάμαμε θα το κάμαμε μονάχοι και δεν έχομε καμιά ελπίδα από τους ξένους. Ο Τσουρτς επήγε εις την Νεάπολη, έγινε εκεί στρατηγός, με επροσκάλεσε με δύο γράμματα του, και επειδή ήξερα την Εταιρείαν δεν εδέχθηκα, αλλά εκοίταζα πότε να βγούμε δια την πατρίδα μας».
Στη Φιλική Εταιρεία μυήθηκε ο Κολοκοτρώνης την 1η Δεκεμβρίου 1818 στον ναό του Αγίου Γεωργίου Ζακύνθου, όπου μυήθηκαν και άλλοι Φιλικοί, και πριν επιστρέψει στην Πελοπόννησο για να επιδοθεί στην προετοιμασία του Αγώνα πήγε στην Κέρκυρα και συνάντησε τον Καποδίστρια, που είχε έλθει στο νησί και όπως ο ίδιος γράφει «ομιλήσαμε πολλά περί της υποθέσεως». Μας είναι άγνωστες οι λεπτομέρειες της συνάντησης αυτής και, φυσικά, οι λεπτομέρειες της συζήτησης του Γέρου του Μοριά με τον Καποδίστρια, ο οποίος, όπως συνάγεται και από την πληροφορία αυτή, γνώριζε την προετοιμασία του Αγώνα αρκετούς μήνες πριν από τη συνάντηση του με τον Εμμ. Ξάνθο, που είχε πάει στην Πετρούπολη για να προσφέρει στον Κερκυραίο πολιτικό την αρχηγία της Φιλικής Εταιρείας.
Στα τέλη του 1820 ο Κολοκοτρώνης έλαβε επιστολή του Αλέξανδρου Υψηλάντη που τον ειδοποιούσε να είναι έτοιμος, επειδή στις «25 Μαρτίου ήταν η ημέρα της γενικής Επαναστάσεως». Στις 6 Ιανουαρίου 1821 άρχιζε από τη Μάνη εντονότερη δραστηριότητα και κατόρθωσε να αμβλύνει τις αντιθέσεις διαφόρων οικογενειών «που ήταν χωρισμένες κατά την συνήθεια τους». Στις 22 Μαρτίου ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης, με τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, με άλλες ηγετικές προσωπικότητες (τον Μούρτζινο, τους Καπετανάκηδες, τους Κουμουνδουράκηδες, τον Νικηταρά, τον Αναγνωσταρά, τον Παπαφλέσσα), επικεφαλής 2.000 ανδρών κατευθύνθηκαν προς την Καλαμάτα και την επόμενη την απελευθέρωσαν. Στις 24 Μαρτίου, με τον Παπαφλέσσα βάδισε προς την Αρκαδία και από τη Σκάλα απηύθυναν προκήρυξη προς τους κατοίκους, στην οποία έγραφαν: «Η ώρα έφθασε, το στάδιον της δόξης και της ελευθερίας ηνοίχθη, τα πάντα εδικά μας και ο Θεός του παντός μεθ’ ημών έσεται. Μη πτοηθείτε εις το παραμικρόν. Σεις είσθε ατρόμητοι των προγόνων μας απόγονοι. Γενικώς οπλισθείτε με ανοικτά μπαϊράκια και τρέξατε εναντίον των εχθρών της πίστεως και της πατρίδος. Εντός ολίγων ημερών φθάνομεν και ημείς με 10.000 στρατεύματα».
Από τις πρώτες πολεμικές επιχειρήσεις, ο Κολοκοτρώνης είχε επιβληθεί ως κορυφαία στρατιωτική μορφή και ως ηγέτης των αγωνιστών της Πελοποννήσου. Με τις νίκες του είχε επιτύχει όχι μόνο τη σταθεροποίηση της Επανάστασης, αλλά και την ανόρθωση του ηθικού των διστακτικών και των απαισιόδοξων, ενώ οι στρατηγικές του ικανότητες έγιναν φανερές από τα πρώτα αποτελέσματα των συγκρούσεων με τους αντιπάλους. Είναι χαρακτηριστικό ότι, όταν οι Τούρκοι με την έναρξη της Επανάστασης ενίσχυσαν τα παράλια κάστρα της Πελοποννήσου (Πάτρας, Ναυπλίου, Μονεμβασιάς, Νεοκάστρου, Μεθώνης, Κορώνης), ο Κολοκοτρώνης δεν επιδίωξε την κατάληψη τους, όπως ομόφωνα υποστήριζαν άλλοι οπλαρχηγοί. Πίστευε, αντίθετα, ότι αναγκαιότερη για τον Αγώνα ήταν η άλωση της Τριπολιτσάς, στρατιωτικού ορμητηρίου των Τούρκων και διοικητικού κέντρου της Πελοποννήσου. Το σχέδιο του για τη στρατηγική διάταξη των Ελληνικών δυνάμεων και τη συστηματική οχύρωση του Ελληνικού στρατοπέδου αποδείχθηκε αποτελεσματικό, αν και ο Κολοκοτρώνης αντιμετώπισε επανειλημμένα σοβαρές δυσχέρειες και επικίνδυνες για την Επανάσταση ενέργειες των Τούρκων.
Μια απ’ αυτές ήταν η κεραυνοβόλα αντίδραση του Χουρσίτ πασά, Θαλή της Πελοποννήσου από τον Νοέμβριο του 1820, ο οποίος απέσπασε από το το στρατόπεδο της Ηπείρου, όπου βρισκόταν για την καταστολή της ανταρσίας του Αλή πασά, αρκετή δύναμη και την έστειλε στην Πελοπόννησο με επικεφαλής τον Μουσταφά πασά. Ο Μουσταφάς, αφού έκαψε τη Βοστίτσα, έλυσε την πολιορκία του Ακροκορίνθου, και περνώντας νικητής από το Άργος, κατευθύνθηκε στην πολιορκημένη Τριπολιτσά, όπου μπήκε θριαμβευτικά στις 6 Μαΐου. Ο Κολοκοτρώνης προσάρμοσε το σχέδιο του στις νέες συνθήκες και οργάνωσε την Ελληνική δύναμη στο Βαλτέτσι. Η προσπάθεια του Μουσταφά να εξουδετερώσει με έξοδο από την Τριπολιτσά τις συγκεντρωμένες στο Βαλτέτσι δυνάμεις απέτυχε, με σοβαρές απώλειες, και οι Τούρκοι υποχρεώθηκαν να περιοριστούν σε άμυνα. Η πτώση της Τριπολιτσάς στις 23 Σεπτεμβρίου, ύστερα από εξάμηνη πολιορκία, εκτός από τη σημασία της για την πορεία της Επανάστασης, υπήρξε αφορμή να αποκαλυφθεί το ηθικό μεγαλείο του Κολοκοτρώνη: κατόρθωσε να σώσει τους Αλβανούς υπερασπιστές της πόλης από γενική σφαγή και από άλλες πράξεις αντεκδίκησης των εξαγριωμένων πολιορκητών.
Την ίδια περίοδο ο Κολοκοτρώνης αποσόβησε σοβαρότατο κίνδυνο που απείλησε την ενότητα των αγωνιστών. Οι αντιθέσεις προκρίτων και στρατιωτικών, που είχαν εκδηλωθεί από την αρχή της Επανάστασης, κορυφώθηκαν με την άφιξη του Δημητρίου Υψηλάντη στην Πελοπόννησο στις αρχές Ιουνίου του 1821. Οι πρόκριτοι, χολωμένοι και για την ψυχρότητα του Υψηλάντη απέναντι τους, αλλά κυρίως γιατί θα περιορίζονταν οι αρμοδιότητες τους και η κυρίαρχη θέση τους στα πολιτικά πράγματα, αντιδρούσαν στα σχέδια του για την πολιτική οργάνωση της Επανάστασης, ενώ ο Κολοκοτρώνης και οι άλλοι στρατιωτικοί αποδέχονταν τις απόψεις του. Ο Κολοκοτρώνης με τη μεσολάβηση του κατόρθωσε να πραγματοποιηθεί μια πρώτη συμφωνία μεταξύ Υψηλάντη και προκρίτων και να αποτραπούν συγκρούσεις, που θα οδηγούσαν σε κατάρρευση της Επανάστασης παρά τις στρατιωτικές επιτυχίες των πρώτων μηνών.
Η πολιτική ηγεσία του Αγώνα, που την ανησυχούσε η αυξημένη αίγλη και το κύρος του Κολοκοτρώνη, παρά το γεγονός ότι του ανέθεσε την επανάληψη της πολιορκίας της Πάτρας, η οποία αποτελούσε ένα από τα ισχυρά ερείσματα των Τούρκων, τον άφησε τελικά αβοήθητο και ο Γέρος του Μοριά αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την επιχείρηση, αφού είχε μείνει με εξακόσιους μόνο άνδρες. Στις 23 Ιουνίου 1822 έλυσε την πολιορκία και αποσύρθηκε στη Γαστούνη, για να ανασυγκροτήσει το στρατιωτικό του σώμα και να αντιμετωπίσει τον νέο κίνδυνο που απειλούσε την Επανάσταση: την εκστρατεία του Δράμαλη, ο οποίος, ύστερα από συνεχείς επιτυχίες στη Στερεά, βρισκόταν στις αρχές Ιουλίου στην Κόρινθο. Με την κατάληψη επίκαιρων σημείων, και κυρίως του παλαιού κάστρου του Άργους, που αποφασίστηκε ύστερα από πρόταση του Κολοκοτρώνη σε σύσκεψη των οπλαρχηγών στις 10 Ιουλίου στον Αχλαδόκαμπο, ο Δράμαλης υποχρεώθηκε να καθηλωθεί στην περιοχή, ενώ οι Έλληνες οργάνωναν την άμυνα σε άλλες θέσεις. Οι παραπλανητικές κινήσεις του Δράμαλη έγιναν αντιληπτές από τον Κολοκοτρώνη και η απόπειρα του Τούρκου στρατάρχη να προχωρήσει στο εσωτερικό ναυάγησε στα Δερβενάκια στις 26 Ιουλίου, όπου ο Τουρκικός στρατός αποδεκατίστηκε.
Η Στολή και τα Άρματα του Κολοκοτρώνη
Μετά τη νέα νίκη του ο Κολοκοτρώνης στράφηκε προς άλλες περιοχές, όπου συνεχιζόταν ακόμη η αντίσταση των Τούρκων. Στο μεταξύ, όμως, στο εσωτερικό μέτωπο του Αγώνα οι αντιθέσεις εντείνονταν και, ενώ η Επανάσταση παρουσίαζε κάμψη, ο Κολοκοτρώνης αποδέχθηκε τη θέση του αντιπροέδρου του εκτελεστικού σώματος, στο οποίο πρόεδρος ήταν ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης και γενικός γραμματέας ο αντίπαλος του Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος. Η εντυπωσιακή αυτή μεταστροφή του Κολοκοτρώνη από πολλούς θεωρήθηκε δείγμα πολιτικής απειρίας και ασυνέπειας. Ο ίδιος, όπως αφήνει να εννοηθεί με όσα γράφει στα απομνημονεύματα του, βρέθηκε στο δίλημμα να συνεργαστεί με τους κοτζαμπάσηδες, έστω κι αν θα μειωνόταν η δημοτικότητα του, ή να αναλάβει την ευθύνη ενός εμφύλιου πολέμου, που φαινόταν επικείμενος, και ο οποίος τελικά δεν αποφεύχθηκε. Στον πόλεμο αυτόν, ο Κολοκοτρώνης, που βρισκόταν στο στρατόπεδο των στρατιωτικών με αντιπάλους τους περισσότερους κοτζαμπάσηδες και τους νησιώτες, κυρίως τους Υδραίους, είδε να πέφτει νεκρός ο γιος του Πάνος (13 Νοεμβρίου 1824). Λίγες μέρες αργότερα, ο ίδιος κρατήθηκε υπό επιτήρηση.
Στο μεταξύ, ο Ιμπραήμ πασάς, γιος του πασά της Αιγύπτου Μωχάμετ Αλί, τον Φεβρουάριο του 1825, αφού είχε καταστείλει την επανάσταση στην Κρήτη, αποβιβάστηκε με ισχυρές δυνάμεις στη Μεθώνη και προχωρούσε στο εσωτερικό της Πελοποννήσου. Η κυβέρνηση, που για την αντιμετώπιση του Ιμπραήμ είχε διορίσει αρχιστράτηγο τον Υδραίο ναυτικό Κυριάκο Σκούρτη, ύστερα από τις επιτυχίες των Τουρκοαιγυπτίων υποχρεώθηκε να χορηγήσει αμνηστία στις 18 Μαΐου στον Κολοκοτρώνη και να αναθέσει σε αυτόν και στον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη την αρχηγία των ελληνικών δυνάμεων. Ο Κολοκοτρώνης, με 6.000 άνδρες που μπόρεσε να συγκεντρώσει και με τη συνεργασία του Δημητρίου Υψηλάντη, του Μακρυγιάννη και άλλων οπλαρχηγών που δεν είχαν φθαρεί, αναλάμβανε δυσχερέστατο αγώνα. Παρά τις τοπικές επιτυχίες των Ελλήνων, ο Ιμπραήμ με υπέρτερο αριθμητικά και άριστα οργανωμένο στρατό επικράτησε στο σύνολο περίπου της Πελοποννήσου και, το φθινόπωρο του 1825, ελάχιστες περιοχές είχαν μείνει ελεύθερες. Ο Κολοκοτρώνης, εκτός από τη στρατιά του Ιμπραήμ, αντιμετώπιζε και την κάμψη του ηθικού των πληθυσμών, αλλά κατόρθωσε να τους εμψυχώσει και να αποτρέψει το «προσκύνημα». Στην πρόσκληση του Ιμπραήμ προς τους κατοίκους της Μεσσηνίας να εγκαταλείψουν τον αγώνα, ο Κολοκοτρώνης του απάντησε, όπως αναφέρει ο ίδιος στα Απομνημονεύματα του: «Πέτρα απάνω στην πέτρα να μη μείνει, εμείς δεν προσκυνούμε. Μόνον ένας Έλληνας να μείνει εμείς θα πολεμούμε και μην ελπίζεις πώς την γην μας θα την κάμεις δικήν σου».
Τον κλεφτοπόλεμο εναντίον του Ιμπραήμ συνέχισε ως το τέλος της Επανάστασης, ενώ συγχρόνως εντονότερη υπήρξε η παρουσία του στα πολιτικά πράγματα και κυρίως στην Τρίτη Εθνοσυνέλευση του 1826-1827, πολλές από τις κυριότερες αποφάσεις της οποίας οφείλονται και σε δική του εισήγηση. Συντέλεσε αποφασιστικά στην εκλογή του Καποδίστρια ως κυβερνήτη της Ελλάδας και μετά την άφιξη του υπήρξε θερμός υποστηρικτής του, μολονότι διαφωνούσε με τις ενέργειες των ανθρώπων του περιβάλλοντος του. Στάθηκε στο πλευρό του κατά την περίοδο της αντιπολίτευσης εναντίον του.
Μετά τη δολοφονία του Καποδίστρια, ο Κολοκοτρώνης ορίστηκε από την Εθνική Συνέλευση μέλος της πενταμελούς «Διοικητικής Επιτροπής» μαζί με τον Ανδρέα Μεταξά, τον Ιωάννη Κωλέττη, τον Ανδρέα Ζαΐμη και τον Δημ. Μπουντούρη, που θα κυβερνούσε τη χώρα ως την άφιξη του Όθωνος, παραιτήθηκε όμως αμέσως λόγω διαφωνίας του με τον Κωλέττη.
Δέχθηκε με ενθουσιασμό την εκλογή και την άφιξη του Όθωνος γρήγορα όμως απογοητεύθηκε από τις ενέργειες της Αντιβασιλείας και την έκρινε με αυστηρότητα. Η στάση του προκάλεσε την οργή των Βαβαρών, που κατέληξε στη δίωξη και τη θανατική του καταδίκη. Κατά το κατηγορητήριο, ο Κολοκοτρώνης αποτελούσε μέλος συνωμοσίας που στρεφόταν εναντίον της Αντιβασιλείας και απέβλεπε στην άμεση ανάληψη της βασιλικής εξουσίας από τον ανήλικο ακόμη Όθωνα. Στην πραγματικότητα, συνωμοσία δεν υπήρχε- ο Κολοκοτρώνης κατηγορήθηκε ότι είχε απευθύνει επιστολή προς τον υπουργό των Εξωτερικών της Ρωσίας Νέσελροντ και εξέφραζε την ανησυχία και τη θλίψη του για την πολιτική της Αντιβασιλείας. Ο Μάουρερ και ο Άμπελ, οργισμένοι εναντίον του, διέταξαν τη σύλληψη του τον Σεπτέμβριο του 1833, ενώ συγχρόνως συνελήφθησαν ο Δημήτριος Πλαπούτας, ο Θεόδωρος Γρίβας και άλλοι αγωνιστές. Τελικά, η κατηγορία περιορίστηκε στον Κολοκοτρώνη και στον Πλαπούτα, που κλείστηκαν επί μήνες στο Ιτς-Καλέ του Ναυπλίου σε αυστηρή απομόνωση και δικάστηκαν με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας. Στις ανακρίσεις που προηγήθηκαν και παρά τη χρησιμοποίηση ψευδομαρτύρων δεν βρέθηκαν ενοχοποιητικά στοιχεία. Εν τούτοις, ο Κολοκοτρώνης, θύμα της ακτινοβολίας του και της δημοτικότητας του, στις 25 Μαΐου 1834 καταδικάστηκε σε θάνατο, παρά την αντίδραση του προέδρου του δικαστηρίου Αναστ. Πολυζωίδη και του δικαστή Γεωργίου Τερτσέτη. Σε θάνατο καταδικάστηκε και ο Πλαπούτας. Η καταδίκη αυτή, που ακούστηκε με αγανάκτηση από τον Ελληνικό λαό, μετατράπηκε σε ισόβια δεσμά από τον Όθωνα, που μετά την ενηλικίωση του απένειμε χάρη στον Γέρο του Μοριά, τον ονόμασε αντιστράτηγο και τον διόρισε Σύμβουλο της Επικρατείας.
Ο Κολοκοτρώνης έζησε τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής του στην Αθήνα, και συγκεκριμένα στο ιδιόκτητο σπίτι του στη γωνία των σημερινών οδών Κολοκοτρώνη και Λέκκα, και πέθανε στις 4 Φεβρουαρίου 1843.
Κατά την περίοδο αυτή, υπαγόρευσε στον Γεώργιο Τερτσέτη τα απομνημονεύματα του, που εκδόθηκαν το 1846 με τον τίτλο Διήγησις συμβάντων της Ελληνικής φυλής από τα 1770 έως τα 1836, που αποτελούν πολύτιμη πηγή κυρίως για τον Αγώνα του 1821, παρά τη συντομία τους, και χαρακτηρίζονται από τη λιτότητα του ύφους, τη νηφαλιότητα και την εύστοχη κρίση για πρόσωπα και γεγονότα. Τα απομνημονεύματα επανεκδόθηκαν πολλές φορές και πρόσφατα από τον Απ. Δασκαλάκη (έκδ. Παπύρου, 1960), τον Τάσο Βουρνά (έκδ. Τολίδη 1983) κ.ά.
Β.Σ.
ΠΗΓΗ: www. arcadians.gr