Γενικές πληροφορίες, ορολογία και ιστορική ανασκόπηση
I) Ορολογία
Ο όρος «Γνωμικό» είναι γενικός και περιλαμβάνει ρήσεις από γνωστές (συνήθως) προσωπικότητες, εκκλησιαστικά ρητά, φράσεις από λογοτεχνικά κείμενα, επιγράμματα ευφυολογήματα, παροιμίες (που είναι λαϊκά γνωμικά), ιστορικές φράσεις, κλπ.Οι λέξεις «Γνωμικό», «Αφορισμός», «Ρητό», «Απόφθεγμα», «Ρήση» είναι βασικά συνώνυμες. Ταυτίζονται επίσης και με άλλες παρόμοιες λέξεις που κατά καιρούς χρησιμοποιήθηκαν για να δηλώσουν το ίδιο πράγμα, όπως «Αξίωμα», «Παράγγελμα», ακόμη και «Παροιμία» (πριν ο όρος εξειδικευθεί σε ρήσεις λαϊκής σοφίας).
Οι Αρχαίοι Έλληνες χρησιμοποιούσαν τον όρο «Γνώμη».
Ο όρος «Γνωμικό» είναι ο πλέον αντιπροσωπευτικός, συχνά όμως, στο ΓΝΩΜΙΚΟΛΟΓΙΚΟΝ, χρησιμοποιούνται αντ’ αυτού και οι όροι «Απόφθεγμα», «Αφορισμός», «Ρητό» ή «Ρήση».
Αν και συνώνυμες αυτές οι λέξεις έχουν ανεπαίσθητες διαφορές:
- Το Απόφθεγμα είναι πιο βαρύγδουπο· είναι μια λίγο -πολύ γνωστή φράση, αναγνωρισμένης αξίας, από κάποια γνωστή προσωπικότητα.
- Ο Αφορισμός εμπεριέχει μια υποψία εμμονής και έλλειψης επιχειρημάτων για την αλήθεια του.
- Το Ρητό έχει πιο κλασικό χαρακτήρα και περιορίζεται σε ειδικές κατηγορίες γνωμικών (Εκκλησιαστικά Ρητά, Λατινικά Ρητά).
- Η Ρήση είναι λιγότερο διαδεδομένος και κάπως πιο ανάλαφρος όρος: κάτι που είπε κάποιος, κάποτε.
- Η Παροιμία είναι ένα σύντομο λαϊκό γνωμικό (έμμετρο ή πεζό) που εκφράζει αλληγορικά ή σκωπτικά μια αλήθεια και που αποτελεί προϊόν μακρόχρονης πείρας και λέγεται για να παραδειγματίσει, να διδάξει ή για να σχολιάσει μια κατάσταση.
- Οι Παροιμιακές Φράσεις είναι ένα είδος φράσεων που δεν έχει να κάνει με γνωμικά, αν και συγγενεύει με τις παροιμίες ως προς το λαϊκό ή και αλληγορικό τους χαρακτήρα. Πρόκειται για σύντομες φράσεις που δεν αποτελούν «διατύπωση κρίσης», δεν τις χρησιμοποιούμε δηλαδή για να διατυπώσουμε μια άποψη, αλλά για να κάνουμε ένα χαρακτηρισμό. Παραδείγματα: «βίος και πολιτεία», «κόπρος του Αυγείου». Πάντως τα όρια με τις Παροιμίες είναι μερικές φορές δυσδιάκριτα.
Για τους ρέκτες των γνωμικών θα ήταν χρήσιμη η παράθεση της ορολογίας σε άλλες γλώσσες:
- αγγλικά : aphorism, quotation, quote, maxim, saying
- γαλλικά : aphorisme, sentence, citation, maxime
- Η παροιμία στα αγγλικά: proverb και στα γαλλικά: proverbe.
Η Γενική Εικόνα
Σε κάποιες εποχές –όπως λ.χ. στην εποχή του Διαφωτισμού- τα Γνωμικά θεωρήθηκαν σαν ιδιαίτερο λογοτεχνικό είδος. Αυτή η άποψη είναι ενδεχομένως υπερβολική, αν μη τι άλλο, επειδή δεν υπάρχει ο απαιτούμενος όγκος έργων που να ανήκουν σ’ αυτό το είδος και που να δικαιολογεί έναν τέτοιο ισχυρισμό. Χωρίς αμφιβολία όμως, τα γνωμικά και οι παροιμίες αποτελούν ένα ιδιαίτερο και αξιοπρόσεκτο κεφάλαιο της ιστορίας του πολιτισμού.Το πιθανότερο είναι ότι οι άνθρωποι άρχισαν να επινοούν παροιμίες και γνωμικά πολύ πριν υπάρξει η γραφή. Και για την ευκολία τους, χρησιμοποίησαν το καλύτερο βοήθημα που υπήρχε ανέκαθεν: το μέτρο, τον ρυθμό. Παροιμίες και λαϊκά γνωμικά ήταν συνήθως έμμετρα μονόστιχα ή δίστιχα –και εξακολουθούν ως τώρα να είναι- βασικά επειδή το ποσοστό αγραμμάτων ήταν πάντα υψηλό και το μέτρο, εκτός από το ότι προσδίνει μια καλλιέπεια στο λόγο, βοηθάει και τη μνήμη.
Όταν άρχισε να διαδίδεται η γραφή και υπήρχε η δυνατότητα για την εξασφάλιση μιας διάρκειας στα πτερόεντα έπη, άρχισαν να συγκεντρώνεται και να διατυπώνεται γραπτά όλη η ως τότε προφορική παράδοση στην οποία εξέχουσα θέση είχαν εξαρχής οι παροιμίες και τα γνωμικά που κυκλοφορούσαν από στόμα σε στόμα.
Όμως με την ανάπτυξη της τέχνης του γραπτού λόγου, δίπλα στις ανώνυμες λαϊκές φράσεις άρχισαν να αναπτύσσονται τα γνωμικά σαν ξεχωριστό λογοτεχνικό είδος. Διότι, ρητά που εκφράζουν επιγραμματικά μια πρακτική αλήθεια μπορούσε να προφέρει κάθε έμπειρος άνθρωπος του λαού και η ρήση του να αρέσει, να διαδοθεί και να επιζήσει στη γλώσσα μιας περιοχής ή ενός ολόκληρου λαού, αλλά το ίδιο μπορούσε να γίνει πλέον και εκ προθέσεως από άτομα προικισμένα με το χάρισμα της ποιητικής δημιουργίας. Να εκφράζουν δηλαδή γνώμες επικυρωμένες πλέον με τη σφραγίδα της τέχνης και της πνευματικής ποιότητας.
Τα γνωμικά και οι παροιμίες έθελξαν πολλούς λαούς από την αρχαιότητα (πιθανότατα όλους, αλλά δεν υπήρξε σε όλους γραπτός λόγος για να είμαστε σίγουροι). Οι αρχαίοι λαοί πολύ συχνά απέδιδαν θεόπνευστη έμπνευση σε συλλογές γνωμικών. Οι Ινδοί έχουν σπουδαίες συλλογές γνωμικών επίσης οι Σουμέριοι, οι Βαβυλώνιοι και οι Αιγύπτιοι και βεβαίως οι Πέρσες. Από την αρχαία αυτή Γνωμολογία το μεγαλύτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει εκείνη των Εβραίων, για τον πολύ απλό λόγο ότι ορισμένες συλλογές συμπεριλήφθηκαν στην Αγία Γραφή και αποτελούν πλέον ιερά βιβλία του χριστιανισμού, όπως «Ο Εκκλησιαστής», η «Σοφία Σειράχ», η «Σοφία Σολομώντος» και κυρίως οι «Παροιμίες» που αποδίδονται στον Σολομώντα αλλά μάλλον πρόκειται για συρραφή παλαιότερων συλλογών γνωμικών, κάποιες από τις οποίες ανιχνεύονται πίσω στο βάθος των αιώνων, στην Αίγυπτο.
- Η πρώτη από αυτές τις περιόδους ήταν η προκλασική Ελλάδα (έως το τέλος του 6ου π.Χ. αιώνα), κυρίως λόγω της απουσίας άλλου λογοτεχνικού είδους -πλην της ποίησης- και της ευνόητης δυσχέρειας για μακροσκελή γραπτά κείμενα. Την εποχή αυτή έχουμε τα αποφθέγματα των επτά σοφών, τα Δελφικά Παραγγέλματα, τους λεγόμενους Γνωμικούς ποιητές, τους μύθους του Αισώπου.
- Η δεύτερη περίοδος είναι η περίοδος του λυκόφωτος του Ελληνικού πνεύματος που άρχισε στους Αλεξανδρινούς χρόνους και συνεχίστηκε στη ρωμαϊκή εποχή. Λίγο πριν, κατά την κλασική περίοδο (5ος και 4ος π.Χ. αι.) η παραγωγή των ποιητικών αριστουργημάτων και ο πλούτος των φιλοσοφικών ιδεών άφησε μικρό περιθώριο για παραγωγή αμιγώς γνωμικολογικών έργων. Στη συγκεκριμένη μετακλασική περίοδο όμως ο πολύς κόσμος είχε ξεσυνηθίσει να μελετά αυτούσια τα μεγάλα κλασικά έργα και προτιμούσε αποσπάσματα που του έδιναν μια γρήγορη επιφανειακή γνώση. Έτσι, την εποχή αυτή έχουμε πληθώρα γνωμολογιών και ανθολογιών με αποκορύφωμα -και πολύτιμη κατάθεση- το Ανθολόγιο του Ιωάννη Στοβαίου.
- Η τρίτη περίοδος είναι ο 17ος και ο 18ος αιώνας, κυρίως στη Γαλλία. Η περίοδος αυτή άρχισε ουσιαστικά με τον Έρασμο στις αρχές του 16ου αιώνα, απογειώθηκε με τον Λα Ροσφουκώ τον 17ο αιώνα και συνεχίστηκε για δυο αιώνες περίπου, οπότε τα γνωμικά και η συγγραφή γνωμικών είχαν γίνει πολύ της μόδας, για να συναντήσει τον «ξαφνικό θάνατο» στο τέλος του 19ου αιώνα (με τρόπο που θα περιγραφεί στη συνέχεια).
Το ενδιαφέρον για τα ρητά και τα αποφθέγματα φαίνεται ότι σημειώνεται σε δύο διαφορετικές φάσεις της πνευματικής εξέλιξης των λαών: Μια πρώτη όταν η καλλιέργειά τους βρίσκεται στην αρχή της και μια δεύτερη όταν αρχίσει να ξεπέφτει . Στην αρχή το ανθρώπινο πνεύμα δεν είναι ακόμα σε θέση και αργότερα δεν έχει πια τη διάθεση να επιδίδεται σε διαλεκτική και σε βάθος έρευνα της γνώμης που του προσφέρεται. Προτιμά την κατηγορηματική κατάφαση που δεν προϋποθέτει ανάλυση και αιτιολόγηση. Γι’ αυτό καταφεύγει στα γνωμικά.
Στη σημερινή εποχή δεν υπάρχει η υστερία που σημειώθηκε στις παραπάνω περιόδους αλλά φαίνεται πως υπάρχει και πάλι ένα αυξανόμενο ενδιαφέρον για αποφθεγματικές φράσεις. Ένας λόγος είναι σίγουρα αυτός που αναφέρθηκε πιο πάνω: ή έλλειψη διάθεσης και κουλτούρας –ίσως και χρόνου- για μια σε βάθος ανάλυση της γνώσης και της γνώμης. Και η ευκολία που υπάρχει στην απομνημόνευση αποσπασμάτων σε σχέση με την προσπάθεια που απαιτείται για συστηματική μελέτη θεωριών και μεγάλων έργων.
Πέρα όμως από αυτήν την απαξιωτική για τα γνωμικά άποψη, θα πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι συντρέχει πλέον και ένας άλλος πολύ σοβαρός λόγος: ο όγκος της πνευματικής παραγωγής όλων των περασμένων αιώνων όπως και ο όγκος των πληροφοριών που παράγεται καθημερινά είναι πια τόσο μεγάλος που μόνο αποσπασματικά μπορεί να γίνει γνωστός. Επομένως η σταχυολόγηση των σημαντικών φράσεων και η αποθησαύριση της σκέψης γίνεται μονόδρομος για τους εραστές της γνώσης. Και γι’ αυτό παραμένει ζωντανή η αγάπη των ανθρώπων –των φιλομαθών τουλάχιστον ανθρώπων- για τα γνωμικά και εξακολουθεί να υπάρχει η ανάγκη για τη δημιουργία ανθολογιών και ιστοσελίδων όπως το www.gnomikologikon.gr.
Αρχαιότητα
Αρχαία Ελλάδα
Η εξέλιξη του είδους στις χώρες του δυτικού πολιτισμού άρχισε –όπως όλα- από την Ελλάδα.Στον ελληνικό χώρο κυκλοφορούσαν από πολύ νωρίς παροιμίες και γνωμικά.
Οι αρχαίοι Έλληνες χρησιμοποιούσαν για τα γνωμικά τον όρο «γνώμαι», ενώ οι διάφορες ανθολογίες γνωμικών που τακτικά κυκλοφορούσαν έφεραν συνήθως τον τίτλο «Γνωμολογία».
Το πρώτα λογοτεχνικά έργα του Δυτικού Πολιτισμού υπήρξαν τα Ομηρικά έπη (για πολλούς, και το καλύτερα).Ήταν επόμενο, τα μεγάλα αυτά έργα να εφοδιάσουν με πλούσιο υλικό γνωμικών και φράσεων όλη την αρχαιότητα. Πολλά από αυτά χρησιμοποιούνται ακόμα («Εις οιωνός άριστος αμύνεσθαι περί πάτρης.»)
Για τη Δύση λοιπόν η πρώτη κύρια πηγή αποφθεγματικών φράσεων ήταν τα έργα του Ομήρου. Οι άνθρωποι τόσο στην κλασική αρχαιότητα, αλλά και αργότερα κατά την ελληνιστική και τη ρωμαϊκή εποχή, επιδίωκαν να εμπλουτίζουν το λόγο τους με μνημειώδεις στίχους από το ομηρικά έπη.
Ακολουθεί ο Ησίοδος (γύρω στον 8ο π.Χ. αι.) που με το έργο του «Έργα και Ημέραι» τροφοδότησε επίσης την αρχαία γραμματεία με πλούσιο αποφθεγματικό υλικό. Ίσως ο Ησίοδος να μπορεί να θεωρηθεί σαν ο πρώτος γνωμικογράφος («…αεργίη δε τ’ όνειδος»)
Στο σημείο αυτό να τονίσουμε τη σημασία των μύθων για την εξέλιξη των γνωμικών. Οι παροιμίες συγγενεύουν με τους μύθους, γιατί πολύ συχνά συνοψίζουν ή υπαινίσσονται κάποιον μύθο, δηλαδή μια σύντομη αλληγορική ιστορία. Οι μυθογράφοι ανέκαθεν υπήρξαν συγχρόνως και γνωμολόγοι. Συχνά τελειώνουν το μύθο τους με ένα επιμύθιο, δηλαδή ένα γνωμικό που συνοψίζει ρητά το δίδαγμά του. Ο πρώτος και ο επιφανέστερος μυθοποιός υπήρξε φυσικά ο Αίσωπος, τον 6ο π.Χ. αιώνα, οι ιστορίες του οποίου συχνά κατέληγαν σε διαχρονικής αξίας ρητά («Όμφακες εισίν»).
Σχεδόν δυο αιώνες μετά τον Ησίοδο έχουμε τους ποιητές που αποκαλούνται Γνωμικοί. Σημαντικότερος από αυτούς ο Θέογνις, που βασικά ήταν ελεγειακός ποιητής, αλλά οι ελεγείες του προφανώς εκτιμήθηκαν και για την αποφθεγματική τους αξία. Στο Θέογνι αποδίδονται 1230-1400 γνωμικοί στίχοι στους οποίους προστέθηκαν από μεταγενέστερους –όπως συμβαίνει κατά κόρον με τις συλλογές από την αρχαιότητα- πολλά αδέσποτα δίστιχα και γνωμικά που αποδόθηκαν στο Θέογνι. Γνωμικός υπήρξε και ο σύγχρονός του Φωκυλίδης του οποίου τα ελάχιστα σωζόμενα γνωμικά αρχίζουν με τη φράση «Και τόδε Φωκυλίδεο» («και αυτό –το ωραίο- το είπε ο Φωκυλίδης»). Άλλοι ποιητές που μπορούν να ταξινομηθούν σ’ αυτήν την κατηγορία είναι ο Αρχίλοχος, ο Μίμνερμος, ο Ξενοφάνης.
Περί τον 6ο π.Χ. αιώνα έχουμε τα περίφημα ρητά των εφτά σοφών της αρχαίας Ελλάδας (Θαλής, Σόλων, Περίανδρος, Πιττακός, Χίλων, Κλεόβουλος, Βίας. Σημειωτέον ότι οι εφτά σοφοί θεωρούνταν ήδη αρχαίοι και από τους Έλληνες της κλασικής αρχαιότητος!)
Για τα σοφά ρητά αυτών των σοφών, ίσως για πρώτη φορά, υιοθετείται ο όρος «απόφθεγμα».
Οι επτά σοφοί συνδέονται άμεσα και με τα περίφημα Δελφικά Παραγγέλματα. Το Μαντείο των Δελφών ήταν γνωστό όχι μόνο για τους χρησμούς του, αλλά και για το μεγάλο αριθμό παραγγελμάτων που ήταν λιτά και μεστά αποφθέγματα 2 έως 5 λέξεων. Τα περισσότερα ανήκαν στους 7 σοφούς και ήταν χαραγμένα είτε στον πρόσθιο τοίχο του Πρόναου είτε επί του υπέρθυρου είτε επί των στηλών του ναού περιμετρικά. Κατά τον Σωσιάδη («Των Επτά Σοφών Υποθήκαι»), τα επιγράμματα περιλαμβάνουν 147 παραγγέλματα, αλλά υπήρχαν και πίνακες που περιείχαν χωριστά τα παραγγέλματα ενός εκάστου των Επτά.
Γενικά οι εφτά σοφοί δεν άφησαν γραπτό έργο αλλά κληροδότησαν στην ανθρωπότητα αυτά τα σύντομα αποστάγματα της σοφίας τους και έκαναν μια ουσιαστική συμβολή στο λογοτεχνικό αυτό είδος. Μερικά από τα πιο χαρακτηριστικά τους αποφθέγματα: «Μέτρον άριστον», «Μηδέν άγαν», «Γνώθι σαυτόν», «Μελέτη το πάν».
Ο σχεδόν σύγχρονος των επτά σοφών, και εν πολλοίς πιο σημαντικός, Πυθαγόρας άφησε επίσης παρακαταθήκη γνωμικών καθόσον, εκτός από τα σωζόμενα θραύσματα της διδασκαλίας του και τα ανέκδοτα του βίου του, σ’ αυτόν αποδίδονται και τα Χρυσά έπη –μια συλλογή από 70 περίπου παραγγέλματα- που μάλλον όμως είναι πολύ μεταγενέστερα. Δείγματα: «Σπεύδε βραδέως», «Μηδέν θαυμάζειν».
Αξιοσημείωτη είναι η περίπτωση του Σιμωνίδη του Κείου (556 π.Χ.-469 π.Χ.) που ήταν έξοχος λυρικός ποιητής αλλά και συνθέτης επιγραμμάτων (επιτύμβιων κ.ά.), μεταξύ των οποίων το αθάνατο «Ω ξείν’ αγγέλλειν Λακεδαιμονίοις…» για τους πεσόντες των Θερμοπυλών.
Τον 5ο και 4ο π.Χ. αιώνα ήρθε η σειρά των τραγικών ποιητών. Ο Αισχύλος, ο Σοφοκλής και ο Ευριπίδης περιελάμβαναν στα χορικά και στους διαλόγους χαρακτηριστικές φράσεις, που το αθηναϊκό κοινό συνήθως υιοθετούσε και επαναλάμβανε. Το ίδιο μπορεί να ειπωθεί και για τον Αριστοφάνη.
Οι μεγάλοι φιλόσοφοι, Σωκράτης, Πλάτων, Αριστοτέλης κ.ά., άφησαν και αυτοί αξιομνημόνευτα αποφθέγματα, αν και δεν συμπεριλαμβανόταν στις προθέσεις τους να δώσουν σύντομες συμβουλές όπως έκαναν οι επτά σοφοί ή να εκστομίσουν έξυπνες ατάκες όπως επεδίωκαν οι ποιητές. Ο Αριστοτέλης μάλιστα στη Ρητορική δίνει και ένα σύντομο –αλλά όχι ταυτόσημο με τη σημερινή έννοια- ορισμό του τι εστί γνωμικόν.
Ιδιαίτερης μνείας αξίζει το έργο «Αφορισμοί» του πατέρα της Ιατρικής Ιπποκράτη, που το έγραψε περί το 400 π.Χ. και που υπήρξε πολύτιμο εγχειρίδιο για όλους τους γιατρούς μέχρι τα τέλη του 18ου αιώνα. Το βιβλίο αυτό περιέχει κυρίως ιατρικά παραγγέλματα και διαγνωστικές οδηγίες. Παρόλο που δεν πρόκειται για αμιγώς γνωμικογραφικό έργο, έχει ξεχωριστή θέση στην ιστορία των γνωμικών γιατί κληροδότησε τον διεθνή όρο «αφορισμός». Επιπλέον περιέχει και το κλασικό: «Η τέχνη μακρά, ο βίος βραχύς…», που είναι το πρώτο παράγγελμα του βιβλίου.
Άλλη αξιοπρόσεκτη περίπτωση είναι ο Μένανδρος (342-292 π.Χ.), που, αν και δεν συγκαταλέγεται στους κορυφαίους του αρχαίου ελληνικού πνεύματος, οφείλουμε σ’ αυτόν μερικά από τα πιο γνωστά αρχαία ρητά, όπως «Έστιν δίκης οφθαλμός…», «…ου γαρ έρχεται μόνον», «Δρυός πεσούσης…» και άλλα πολλά. Είναι χαρακτηριστικό ότι σώζονται μόνο 5 ελλιπή έργα του, αλλά έφτασε μέχρι τις μέρες μας μια ανθολόγηση γνωμικών από τις 100 και πλέον κωμωδίες του, με τον τίτλο «Μενάνδρου γνώμαι μονόστιχοι», η οποία χρησιμοποιήθηκε για πολλούς αιώνες σαν διδακτικό βιβλίο.
Με αφορμή αυτό το έργο πρέπει να επισημάνουμε πως η αγάπη των αρχαίων για τα γνωμικά οδήγησε στη δημιουργία πολλών ανθολογιών. Μια από τις πρώτες ανθολογίες γνωμικών, από την προκλασική ακόμα περίοδο, ήταν αυτή που κατήρτισε ο Λόβων ο Αργείος. Οι πρώτες αυτές γνωμολογίες δεν σώθηκαν, χρησίμευσαν όμως σαν πηγή για μεταγενέστερες ανθολογίες που τελικά έφτασαν μέχρι τις μέρες μας.
Χάρη σ’ αυτή τη συνήθεια των αρχαίων να σταχυολογούν και να παραθέτουν γνώμες, περισώθηκαν και έφτασαν μέχρι σε εμάς αποσπάσματα από έργα που διαφορετικά θα μας ήταν παντελώς άγνωστα. Από πολύ μεγάλους στοχαστές όπως ο Ηράκλειτος, ο Δημόκριτος ή ο Επίκουρος δεν θα γνωρίζαμε σχεδόν τίποτα αν θραύσματα από το έργο και τη σκέψη τους δεν είχαν επιβιώσει με αυτόν τον τρόπο.
Ρωμαϊκή Eποχή
Οι συλλογές γνωμικών, ανθολόγια κλπ που διασώθηκαν ανήκουν στη ρωμαϊκή και στη βυζαντινή εποχή. Ο πιο σημαντικός αυτής της περιόδου είναι ο Πλούταρχος (1ος μ.Χ. αι,) που εκτός από τον πλούτο των μεγαλοφυών παρατηρήσεων που περιέχουν οι «Βίοι Παράλληλοι» μας άφησε και μεγάλες συλλογές γνωμικών: «Αποφθέγματα Βασιλέων και Στρατηγών» και «Αποφθέγματα Λακωνικά».Ένα-δυο αιώνες αργότερα γράφτηκαν και άλλες τέτοιες συλλογές. Έτσι έχουμε την «Ποικίλη Ιστορία» του Κλαυδίου Αιλιανού (Ρωμαίου που έγραφε Ελληνικά, 2ος μ.Χ. αι.) ,το «Δειπνοσοφισταί»του Αθηναίου από την Ναυκρατίδα της Αιγύπτου (3ος αι. μ.Χ.) και το πιο σύνθετο, αλλά και πιο πολύτιμο, «Βίοι Φιλοσόφων» του Διογένη Λαέρτιου.
Δυο άλλες εξαιρετικές συλλογές αυτής της περιόδου είναι το «Εγχειρίδιον» του Επίκτητου που γράφτηκε μετά το θάνατο του φιλοσόφου από τον μαθητή του Φλάβιο Αριανό και οι υπέροχες σκέψεις του αυτοκράτορα και στωικού φιλοσόφου Μάρκου Αυρήλιου , «Τα εις εαυτόν». Το έργο αυτό γράφτηκε στα ελληνικά και ήταν σημειώσεις για προσωπική μόνο χρήση, αλλά διασώθηκαν, άγνωστο πώς, σε κάποιο χειρόγραφο που ανατυπώθηκε τον 16ο αιώνα, οπότε έγινε γνωστό ευρύτερα και επηρέασε σημαντικούς στοχαστές της Αναγέννησης.
Ο Μάρκος Αυρήλιος δεν ήταν ο μόνος Ρωμαίος ηγέτης που μας έδωσε αξιόλογα αποφθέγματα. Εξαιρετικές είναι και οι διάφορες ρήσεις του Κικέρωνα, που ως γνωστόν ήταν σπουδαίος ρήτορας, αλλά και του Ιουλίου Καίσαρα που μας άφησε κάποιες ιστορικές φράσεις («Ήλθα, είδα, νίκησα»). Ο Καίσαρας μάλιστα πέρα από το μνημειώδες έργο για τους Γαλάτες είχε εκδώσει στα νιάτα του και συλλογή αποφθεγμάτων, που δεν διασώθηκε, με τίτλο “Apopthegmaton collectanea”. Κάτι αντίστοιχο είχε κάνει και ο Κικέρων. Οι συλλογές αυτές ήταν περισσότερο συνονθυλεύματα ευφυολογημάτων, και πιθανότατα αισχρολογιών, πράγμα που εξηγεί γιατί δεν διασώθηκαν.
Άλλοι Ρωμαίοι που αξίζει να αναφερθούν είναι ο Γιουβενάλης (1ος μ.Χ. αι.) που πρωτίστως ήταν σατιρικός ποιητής αλλά μας κληροδότησε μερικά κλασικά ρητά («νους υγιής εν σώματι υγιεί», «ποιος θα μας φυλάει από τους φύλακες»), ο Μαρτιάλης που ήταν ποιητής επιγραμμάτων και κυρίως ο Πουβλιλιος Σύρος που τον 1ο αι. μ.Χ. εξέδωσε μια πολύ πετυχημένη συλλογή με 730 γνωμικά. Επίσης ο στωικός φιλόσοφος Σενέκας στο έργο του, και κυρίως στο «Επιστολές στον Λουκίλιο», παραθέτει άφθονα γνωμικά.
Τέλος, μια άλλη ρωμαϊκή συλλογή που παρέμεινε δημοφιλής επί πολλούς αιώνες ήταν η “Disticha de moribus ad filium” με 140 δίστιχα συμβουλών προς το γιο του από τον Διονύσιο Κάτωνα (3ος μ.Χ. αιώνας), ο οποίος δεν πρέπει να μπερδεύεται με τον πολύ προγενέστερο και διάσημο συνονόματό του Κάτωνα τον Πρεσβύτερο, που είχε γράψει κάτι παρόμοιο το οποίο όμως δεν σώζεται.
Βυζάντιο
Στους πρώτους αιώνες του Βυζαντίου, διατηρήθηκε το ενδιαφέρον και η αναδρομή στους αρχαίους Έλληνες και στις γνώμες των κλασικών συγγραφέων. Με τον καιρό όμως, η θρησκοληψία και το μίσος κατά των εθνικών απομάκρυνε το λαό από τους προγόνους, που άρχισε να ενδιαφέρεται περισσότερο για θρησκευτικά και δογματικά ζητήματα και για τις διδασκαλίες των πατέρων της Εκκλησίας, παρά για τα διδάγματα και τις γνώμες των εθνικών φιλοσόφων και ποιητών.Όπως ήταν φυσικό την εποχή αυτή επικράτησαν στον αποφθεγματικό λόγο τα χωρία της Αγίας Γραφής και οι λόγοι των Πατέρων που αναμφισβήτητα περιείχαν άφθονο τέτοιο υλικό.
Πάντως τον 5ο αιώνα μ.Χ. έχουμε μια πάρα πολύ αξιόλογη συλλογή αρχαίων γνωμικών. Πρόκειται για ανθολογία που κατάρτισε ο Ιωάννης Στοβαίος από τους Στόβους της Μακεδονίας. Ο συγγραφέας θέλοντας να αφήσει στο γιο του Σεπτίμιο μια παρακαταθήκη σοφίας, ώστε να βελτιώσει τα ελαττώματα του χαρακτήρα του, συγκέντρωσε στο έργο του αυτό 500 αποσπάσματα της σοφίας 204 φιλοσόφων και ιστορικών, αρχίζοντας από τον Όμηρο και καταλήγοντας στους νεοπλατωνικούς. Κολοσσιαία εργασία που καλύπτει σχεδόν 12 αιώνες. Ο Στοβαίος βασίστηκε κατά μεγάλο μέρος σε παλαιότερες ανθολογίες που έχουν χαθεί και χάρη σ’ αυτόν σώζονται πάμπολλα αποσπάσματα αρχαίων συγγραφέων. Το έργο του χωρίστηκε σε 2 βιβλία το «Ανθολόγιο» και το «Εκλογαί φυσικαί και ηθικαί», ενώ τα γνωμικά και τα αποσπάσματα χωρίζονται σε κατηγορίες («Περί Αρετής», «Περί Έρωτος», «Περί Πολέμου», «Περί Ακολασίας» κλπ).
Κατά τη μεσοβυζαντινή περίοδο, υπάρχουν και μεταγενέστερες συλλογές από αυτή του Στοβαίου που δεν ήταν όμως ακριβώς συλλογές γνωμικών, αλλά ανθολογήσεις κειμένων κυρίως χριστιανικών, με διάσπαρτα αποσπάσματα από αρχαίους συγγραφείς και κάποια γνωμικά. Τέτοιες συλλογές ήταν τα «Κεφάλαια Θεολογικά» του Μαξίμου του Ομολογητή (7ος αιών), τα «Ιερά Παράλληλα» του Ιωάννη Δαμασκηνού (8ος αιώνας), «Γνώμαι συλλεγείσαι» υπό Ιωάννου Μονάζοντος κλπ.
Επίσης στις αρχές του 9ου αιώνα, η Κασσιανή εκτός από το γνωστό τροπάριό της και άλλους ύμνους, συνέθεσε και 789 μη λειτουργικούς στίχους, που ονομάστηκαν «γνωμικά», εμπνευσμένους κυρίως από πρόσωπα της εποχής της και από βίους Αγίων.
Στα τέλη του 10ου αιώνα έχουμε στο Βυζάντιο τη δημιουργία ενός από τα πιο σπουδαία έργα της παγκόσμιας γνωμικογραφίας. Πρόκειται για τη συλλογή που πολύ αργότερα έγινε γνωστή σαν «Παλατιανή Ανθολογία» .
Η Παλατινή Ανθολογία (Anthologia Palatina ) είναι συλλογή αρχαίων και βυζαντινών ελληνικών επιγραμμάτων που καλύπτει μια περίοδο ποιητικής δημιουργίας από τον 7ο αιώνα π.Χ. μέχρι το 600 μ.Χ.. Αποτελείται από 3700 επιγράμματα αποδιδόμενα σε περισσότερους από 370 ποιητές. Γράφτηκε από 4 άγνωστους γραφείς γύρω στα 980 και βασίζεται σε παλαιότερη συλογή, την Ανθολογία του Κεφαλά , έργο του πρωθιερέα της αυτοκρατορικής αυλής Κωνσταντίνου Κεφαλά, που δεν σώζεται. Το χειρόγραφο της συλλογής ανακαλύφτηκε το 1606 στην Παλατινή βιβλιοθήκη της Χαϊδελεμβέργης που τότε υπαγόταν στο κρατίδιο του Παλατινάτου, εξ ού και το προσωνύμιο που της δόθηκε. Η αξία της είναι μεγάλη γιατί διέσωσε το ελληνιστικό επίγραμμα που ήταν από τις κυριότερες εκφράσεις της ελληνικής ποίησης από τους Αλεξανδρινούς χρόνους μέχρι την εποχή του Ιουστινιανού. Μεγάλη επίσης είναι και η επίδραση που άσκησε στη δυτική φιλολογία.
Ένας άλλο ορόσημο της γνωμικολογίας υπήρξε ο μοναχός και λόγιος Μάξιμος Πλανούδης που γεννήθηκε στην Νικομήδεια της Βιθυνείας, γύρω στο 1255, και ο οποίος, μεταξύ πολλών άλλων σημαντικών δραστηριοτήτων, έγραψε σχόλια σε έργα της κλασικής ελληνικής γραμματείας (του Ησίοδου, του Σοφοκλή, του Αριστοφάνη, του Θουκυδίδη κ.α.) και τη συλλογή “Anthologia Planudea”, με 2.400 επιγράμματα σε 15.000 στίχους. Έγραψε επίσης την παλαιότερη σωζόμενη βιογραφία του Αισώπου και μετέφρασε τα δίστιχα του Διονυσίου Κάτωνος.
Είναι ενδιαφέρουσα η συσχέτιση της Πλανούδειας ανθολογίας με την Παλατιανή. Και οι δύο αντλούν το περιεχόμενό τους από την χαμένη ανθολογία του Κεφαλά. Αλλά η Παλατιανή είναι πιο πλούσια και πιο ακριβής. Ο Πλανούδης φαίνεται ότι έχει λογοκρίνει ή έχει κόψει πολλά τολμηρά επιγράμματα και έχει προσθέσει και άλλα 388 που δεν υπήρχαν στην Παλατιανή. Η ανθολογία του Πλανούδη δεν είχε χαθεί ποτέ και ήταν πολύ σεβαστή σε όλη τη Δύση, αλλά μετά την ανακάλυψη της Παλατιανής έχασε μεγάλο μέρος της αξίας της.
H Ανθολογία του Πλανούδη και η Παλατιανή συναποτελούν το corpus που συμβατικά ονομάζεται Ελληνική Ανθολογία.