Επέζησε ακρωτηριασμένος και στα δύο πόδια
Μέχρι σήμερα δεν υπήρχε καμία αυθεντική πηγή ,καμία μαρτυρία αυτόπτου μάρτυρα
για την μάχη στο Μανιάκι. Ένα κείμενο του πολεμιστή του Μανιακίου
Μ. Σταυριανόπουλου που επέζησε αν και τραυματισμένος σοβαρά ,τον νόμισαν
για νεκρό , γιατί ήταν σκεπασμένος με τα πτώματα των συμπολεμιστών του και έζησε έως το 1896 χάθηκε δυστυχώς.
Σε αναφορές που έγιναν αργότερα από οπλαρχηγούς, πολλοί ισχυρίζονταν
ότι έλαβαν μέρος και ότι σώθηκαν από θαύμα αλλά οι ισχυρισμοί τους δεν
ήταν αληθινοί. Οι ισχυρισμοί έγιναν μόνο γιατί η συμμετοχή σε αυτή την
μάχη ήταν τίτλοι τιμής και δόξας για όσους κονταροκτυπήθηκαν με τις
ορδές του Ιμπραήμ.
Από
το Μανιάκι είναι ιστορικά βέβαιο ότι σώθηκαν κάποιοι που έφυγαν λίγο
πρίν αρχίσει η μάχη και μάλιστα αρκετοί οπλαρχηγοί. Για
να μετριάσουν τις εντυπώσεις που δημιούργησε η λιποταξία τους, αργότερα
διέδιδαν ότι έλαβαν μέρος, και έδιναν φανταστικές περιγραφές. Στα Γενικά
Αρχεία του Κράτους, υπάρχει μία αναφορά αγωνιστή από την Κυπαρισσία που
υπογράφει με το ψευδώνυμο Κυπαρίσσιος την οποία υποβάλλει στον
Κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια και με την οποία ζητούσε υλική βοήθεια για
να ζήσει την οικογένεια του, η οποία ήταν σε άθλια οικονομική κατάσταση.
Η αναφορά είναι ολιγόλογη αλλά πολύ περιγραφική και είχε συνταχθεί από κάποιον που γνώριζε ανάγνωση και γραφή.
Θεωρείται
έγκυρη γιατί γράφθηκε βάσει αφηγήσεως του ακρωτηριασμένου αγωνιστή που
χωρίς πόδια έφθασε στο Πόρο για να την επιδώσει.
Η Αναφορά έχει ως εξής.
Εξοχώτατε Κυβερνήτα της Ελλάδος
Ίδετε
την αθλιότητα εις την οποία κατήντησα διά την πατρίδα. Αφού επολέμησα
εις διάφορα μέρη της Πελοποννήσου με τα στρατεύματα τα Αρκάδια έτη
πέντε, τέλος ευρέθην και εις την μάχην την γενομένην ανά μέσον Σαπρίκης
και Μανιάκης ομόρων χωρίων Αρκαδίας και Νεοκάστρου, έν ή έπεσεν ο
αοίδημος Γρηγόριος Δικαίος ο Φλέσσας. Έν ώ Κυβερνήτα είμεθα τρείς
χιλιάδες τον αριθμόν εις την θέσιν εκείνην, Έλληνες οι περισσότεροι,
ιδόντες το σμήνος των πολεμίων έφυγον, εμείναμεν επτακόσιοι περίπου
στρατιώται, διήρκεσε δε η μάχη ώρας δέκα.
Έκ
των επτακοσίων δε, μόλις εύρον οι πολέμιοι εξήκοντα ζωντανούς μέν, αλλά
πληγωμένους απήγον εις το Νεόκαστρον, ένθα όσους έκ των εξήκοντα
εγνώρισαν ότι ήσαν εκ των εν Ναυαρίνοις ηττηθέντων, τούτους
ακρωτηρίασαν κατά διάφορα μέλη.
Ηκρωτηρίασαν
δε και εμέ κατά τους πόδας και τρόπω άσπλαχνο,ως ο μάγειρος όταν κόπτη
το κρέας αλύπως όταν θέλη να κάμη λεπτόν ψητόν.Και έκτοτε άχρι του
εμπρησμού του εχθρικού στόλου περιφερόμην εις Νεόκαστρον ένθα κακείτε
ελεεινώς.
Αφανισθέντος δε του στόλου έγινε σύγχυσις, 'ελαβα
καιρόν και έφυγα με αυτά τα ποδάρια. Διασωθείς δε εύρον τρία μου τέκνα
αιχμαλωτισμένα, και τα άλλα εις αθλίαν κατάστασιν, ώστε οι άθλιοι παρ΄
αθλιωτάτου προσδοκώσι κηδεμονίαν.Εις
τοιαύτην λοιπόν κατάστασιν ευρισκόμενος προτρέχω προς Σε, τον κοινόν
πατέρα, όστις ενεμπιστεύθης την ολικήν παρακαταθήκην του Έθνους, να
δείξης προς την ταλαίπωρον οικογενειά μου την πατρική σου κηδεμονία
,ήτις παρ΄αξίαν στερουμένη του επιούσιου άρτου επαιτεί.
Υποσημειούμαι δε με σέβας τα΄οφειλόμενον
Τη 5 Μαρτίου 1828 Ο Ευπειθής και τεθλιμμένος πολίτης
Εν Πόρω Γιόργης Αρκαδινός
( Γ.Α.Κ. Γεν.Γραμμ. φακ. 25 )
Συλλογή των οστών
Έως
και το 1908 μπροστά από τα ταμπούρια στις θέσεις Μακρυλάκα και
Μεγαλοχωράφι άσπριζαν διασκορπισμένα οστά Ελλήνων και Αιγυπτίων
στρατιωτών, παντού βρίσκονταν ανθρώπινα κρανία.
Το
1910 ο αείμνηστος Μητροπολίτης Μεσσηνίας Κυρός Μελέτιος τα σύναξε και
τα μετέφερε στον Ιερό Ναό της Ανάστασης του Κυρίου στο Μανιάκι.
Το
1908 κατά την πρώτη επίσκεψη του Μητροπολίτη στα Ταμπούρια λίγες
εκατοντάδες μέτρα βόρεια του Μανιακίου τον περίμεναν κάτοικοι από το
χωριό Παιδεμένου οι οποίοι επιτακτικά απαιτούσαν από τον Μητροπολίτη
να μην παραβρεθούν κάτοικοι του Μανιακίου στην επιμνημόσυνο δέηση που
θα τελούσε στο τόπο θυσίας του Παπαφλέσσα και των παλικαριών του
Ο
Μητροπολίτης το απέρριψε και τους πρότεινε με έξοδα της Μητρόπολης να
αγοραστούν τα παρακείμενα χωράφια ιδιοκτησίας κατοίκων από το
Παιδεμένου και στην κορυφή του λόφου να κτιστεί εκκλησία και
οστεοφυλάκιο.
Αυτοί αρνήθηκαν να πουλήσουν τα χωράφια, ήθελαν όμως τον Ναό.
Διοικητικά
όμως η περιοχή ανήκε στην επαρχία Τριφυλλίας και ο Μητροπολίτης
Μεσσηνίας δεν είχε καμιά δικαιοδοσία και εξουσία εκεί. Ο
Μητροπολίτης κατόπιν ωρίμου σκέψεως αποφάσισε να κτίσει τον Ι.Ναό σε
ένα πλάτωμα στο χωριό Μανιάκι ακριβώς μπροστά από τα Ταμπούρια.
Ο
Μητροπολίτης σε εράνους που έκανε σε όλες τις εκκλησίες της μητρόπολης
Μεσσηνίας συγκέντρωσε ένα ικανοποιητικό χρηματικό ποσό και άρχισε την
ανέγερση του Ιερού Ναού της Ανάστασης του Κυρίου.
Οι
Παιδεμεναίοι για λόγους αντιζηλίας με χρήματα που τους απέστειλαν
απόδημοι συμπατριώτες τους από την Αμερική μέσω του συλλόγου που
είχαν δημιουργήσει, καθώς και με προσωπική εργασία άρχισαν το κτίσιμο
δικού τους Ναού επάνω στα Ταμπούρια.
Όταν
ο Μητροπολίτης Μεσσηνίας πληροφορήθηκε για την αυθαιρεσία των
Παιδεμεναίων, ζήτησε από τον σταθμό Χωροφυλακής που έδρευε στο Χατζή
του Δήμου Βουφράδος την διακοπή των εργασιών και την σύλληψη των
υπευθύνων.
Οι
χωροφύλακες που έφθασαν στα Ταμπούρια εκδιώχθηκαν από τους
Παιδεμεναίους γιατί όπως ισχυρίστηκαν , οι χωροφύλακες της Επαρχίας
Πυλίας δεν είχαν καμία δικαιοδοσία σε χώρο που ανήκε διοικητικά στην
Επαρχία Τριφυλίας και συνέχισαν με τις ευλογίες της Μητρόπολης
Τριφυλίας το κτίσιμο του Ναού.
Ο Ιερός Ναός της Αναστάσεως του Κυρίου που κτίστηκε στο Μανιάκι ήταν ένα κομψότατο κτίσμα Βυζαντινού ρυθμού.
Στα θυρανοίξια του Ναού που έγιναν το 1911 συμμετείχαν όλοι οι
Ιερείς
της Μητρόπολης Μεσσηνίας, στρατιωτικές και αστυνομικές αρχές καθώς
και πλήθος κόσμου από κάθε χωριό και κάθε γωνιά της Μεσσηνιακής Γης.