1) Επιχείρηση «Καλάβρυτα»:
Η Πεδινή Ομάδα του Αποσπάσματος Wolfinger, φθάνει στον ημερήσιο
αντικειμενικό της σκοπό, τη Βυσωκά, χωρίς επαφή με τον εχθρό. Οι
κάτοικοι έχουν εγκαταλείψει την περιοχή. Τα Καλάβρυτα καταστράφηκαν
ολοσχερώς, 511 άνδρες κάτοικοι εκτελέστηκαν δια τυφεκισμού. Απόσπασμα
Gnass: Ανασύρθηκαν 70 πτώματα των εκτελεσθέντων Γερμανών στρατιωτών.
Ημερήσιος αντικειμενικός σκοπός ο Δάρας (12 χλμ. ΝΑ των Μαζέϊκων). Στο
πλαίσιο των αντιποίνων πυρπολήθηκαν τρία χωριά. Ο ενισχυμένος Λόχος του
965 Συντάγματος Πεζικού Φρουράς επιστρέφει στον Πύργο. Κανένα συμβάν.
2) Επιχείρηση «Stiglitz»:
Ως τώρα καμία αναφορά.
3) Στον Πύργο, κατά τη διάρκεια της Επιχειρήσεως «Buffel»,
απελευθερώθηκαν 24 εγκληματίες από τη φυλακή από περίπου 50 συμμορίτες,
οι οποίοι αφόπλισαν τους ΄Ελληνες αστυνομικούς.
4) Δύο λόχοι του ΧΙΙ/999 Τάγματος Πεζικού Φρουράς μεταφέρθηκαν στην Κόρινθο.
5) 81 ΄Ελληνες εθελοντές μεταφέρθηκαν στη Σπάρτη στο Ι Απόσπασμα Εθελοντών.
Πρόθεση για τις 14.12.43
1) Συνέχιση της Επιχειρήσεως «Stiglitz».
2) Περαιτέρω επιστροφή των στρατευμάτων από την Επιχείρηση «Καλάβρυτα» στις βάσεις, με ταυτόχρονη επιβολή αντιποίνων.
3) Ο Διοικητής Μεραρχίας θα βρεθεί στις 14-15/12 στην περιοχή Καλαμάτας‒Κυπαρισσίας.
Στις περιοχές στις οποίες έχουν δημιουργηθεί καταλύματα στρατιωτικών
διατάσσονται να επιταχθούν όλα τα ελληνικά πανδοχεία για την εξυπηρέτηση
Γερμανών στρατιωτικών. Σε περιοχές χωρίς στρατιωτικά καταλυματα
εξακολουθούν να ισχύουν οι ήδη εκδοθείσες διαταγές. Οι φρουρές των
περιοχών αυτών οφείλουν να επιβλέπουν την τήρηση των διατάξεων αυτών.
Στις 09.00 επέστρεψε στα Μαζέικα το Κλιμάκιο Διοικητικής Μερίμνης με τροφή για την Ομάδα Προελάσεως Kockert.
Στον Λοχαγό Kockert παραδόθηκε σταθμός ασυρμάτου. Με αυτό τον τρόπο
έλαβε τέλος η σχέση υπαγωγής της Ομάδος Προελάσεως Kockert. Στις 10.30
το Απόσπασμα Kockert ξεκίνησε για την εκτέλεση της νέας αποστολής. Το
Τμήμα Αναγνωρίσεως με τις 1η, 2η ΄Ιλες και τμήματα της 3ης, ξεκίνησε
στις 07.00, επέστρεψε από τα Τριπόταμα και έφθασε στο Σοπωτό στις 11.00.
Στις 16.00 τα τροχοφόρα τμήματα έφθασαν στα Μαζέϊκα. Μετά τη λήψη της
επιμελητείας για πέντε ημέρες, αναχώρηση τις 10.30 από τα Μαζέϊκα μέσω
Βάλτου προς την ορεινή διάβαση της Ντουρντουβάνας. Στρατοπέδευση εκεί.
Στις 13 Δεκεμβρίου 1943,1 ημέρα Δευτέρα χτυπάνε οι καμπάνες.
Βγαίνουν οι Γερμανοί και φώναξαν να πάμε με τρόφιμα μιας ημέρας και δύο
κουβέρτες προς το Δημοτικό Σχολείο. Επήγαμε στο Δημοτικό Σχολείο. Εκεί
χώριζαν τους άρρενες από τα θήλυ και οι άρρενες από 12-14 χρονών και
πάνω σε ορισμένο μέρος, από 12 χρονών και κάτω σε άλλο μέρος. Οι άντρες
ήσανε στη βόρεια η νότια πλευρά του Σχολείου. Οι γυναίκες σε δύο
αίθουσες, στην βόρεια πλευρά του Σχολείου. ΄Οταν εγέμιζε με άνδρες το
σχολείο, τους έβγαζαν έξω στην αυλή κι από εκει σε οδηγούσαν στον τόπο
της εκτελέσεως. Από ένα δρομάκι, υπήρχε πίσω από το Δημοτικό Σχολείο μια
μικρή πόρτα, από την πόρτα αυτή εκεί που το λιθόστρωτο τώρα που βγαίνει
επάνω στου, όχι κει πάνω στο μεγάλο λιθόστρωτο αλλά εδώ πέρα στο πριν
φτάσουμε στο Γυμνάσιο. Βγαίνει θα δείτε ένα λιθόστρωτο προς τα κάτω και
υπήρχαν δεξιά και αριστερά υπήρχαν περιβόλια και ήταν συρματοπλέγματα
και ήτο περίπου ένα μέτρο η χαράδρα αυτή που έτρεχε και νερό και δρόμος.
Από κει με οδήγησαν προς τα επάνω, μπροστά στο νεκροταφείο δεν υπήρχε
κενό εκεί όπως υπάρχει τώρα αλλά υπήρχε ένα σκοπευτήριο, πιστεύω να το
θυμάται ο παππούλης, ένα σκοπευτήριο. Δεξιότερα λίγο υπήρχε μονοπάτι από
κείνο το μονοπάτι δεξιά και αριστερά υπήρχαν συρματοπλέγματα γιατί ήσαν
χωράφια, έφτανε αυτό, ήτανε περίπου το πολύ, πολύ ένα μέτρο το
μονοπάτι, και έφτανε στον τόπο της εκτελέσεως. Εγώ έτυχε να πάω, να με
πάνε με την τρίτη σειρά εκεί πάνω, έτυχε δε να πηγαίνω με τον αείμνηστο
τον Παπακαλό μπροστά. Του λέω, Παππούλη δεν πάμε καλά. Είχαμε και
αμφιβολίες γιατί έκαναν πολλές παραπλανήσεις. Μία παραπλάνηση έκαψαν
όλων των ανταρτών τα σπίτια. ΄Αλλοι είπανε δεν θα χτυπήσουνε ήρθαν να
χτυπήσουνε παρά μόνο τους αντάρτες, παραπλάνηση ήταν και η διαταγή, την
ίδια μέρα πάρετε τρόφιμα και κουβέρτες ώστε να μας κάνουν να νομίζουμε
ότι θα μας πάνε κάπου και όχι για εκτέλεση. Και ξεγελάστηκαν και από
τους Βυσακιώτες που τους απέλυσαν. Ναι, έτσι είναι, έτσι φαίνεται.
Λοιπόν, όταν πήγαμε εκεί με το μακαρίτη, αείμνηστο ιερέα Παπακαλό τον
λέγανε δε Παπακαλό διότι είχε δεν ξέρω πόσα κορίτσια και μεγάλη
οικογένεια. Αν του πήγαινε καμία φορά κανένα πρόσφορο κανένας, πήγαινε
στη γυναίκα μου, κοίταξε ποιος πεινάει περισσότερο να το δώσουμε. Γι’
αυτό τον ελέγαμε και παπα-Καλό. «Θα πάμε ακοινώνητοι παππούλη», «΄Οχι,
εγώ δεν θα πάω ακοινώνητος. Γιατί εκοινώνησα πρωί-πρωί στη διάρκεια του
μυστηρίου και πάω έτοιμος τώρα προς τον Κύριο». Φτάσαμε στον τόπο της
εκτελέσεως. Μπροστά – μπροστά εκαθόταν ο αείμνηστος γυμνασιάρχης
Οικονόμου. ΄Ενας από τους λαμπρότερους επιστήμονες της κοινωνίας των
Καλαβρύτων. Από τους καλύτερους εκπαιδευτικούς, ο Δημόπουλος ήταν η
κοινωνία των Καλαβρύτων, μια λαμπρά κοινωνία, γεμάτη ευγένεια, καλοσύνη,
αλληλοβοήθεια. Είχε ξεκαθαρίσει η ΄Ηρα από το Σιτάρι διότι εκείνοι που
εφοβούντο φύγανε και μέναν όλοι οι επιστήμονες, υπάλληλοι, οι ήσυχοι
Καλαβρυτινοί που δεν είχαν καμία σχέση με το Αντάρτικο. Φιλήσυχοι,
εθνικόφρονες, συντηρητικοί, νοικοκυραίοι άνθρωποι. Μία θαυμάσια
κοινωνία, απλή, ανθρώπινη. Το σφάλμα των Γερμανών είναι ότι δεν έκαναν
μία εξαίρεση ποιοί είναι αντάρτες, ποιοί είναι αριστεροί, ποιοί είναι
δεξιοί.
Τένερ: ΄Εχετε το λόγο της στρατιωτικής μου τιμής...Δεν θα εκτελεστείτε...
Μεταξύ των καθηγητών υπήρχε ο αείμνηστος Αθανασιάδης Κωνσταντίνος
καθηγητής της γαλλικής, καταγόμενος από την Κωνσταντινούπολη πολύ-πολύ
βαθιά μορφωμένος, με το γέλιο πάντοτε στο στόμα. Τα κτήνη οι Γερμανοί τη
μάνα του παράλυτη σχεδόν που ήτανε στο σπίτι, την έβαλαν σ’ ένα
καροτσάκι λάσπης, ίσως για να δείξουν ότι η ψυχή τους ήταν από λάσπη και
την οδήγησαν και αυτή στο Δημοτικό Σχολείο. Μπροστά σ’ αυτή την σύγχυση
και την αβεβαιότητα ο καθηγητής Δημόπουλος ρώτησε τον επί κεφαλής των
Γερμανών στη Ράχη του Καππή τον αδίστακτο Λοχία των SD Τένερ:
Αθανασιάδης: Μπορείτε να μας πείτε γιατί γίνονται αυτά; Που μας
πηγαίνετε; Ποια είναι η τύχη των γυναικόπαιδων και των Καλαβρύτων;
Ζητάμε εξηγήσεις. Είμαστε άνθρωποι, δεν είμαστε ζώα. Θέλουμε να μας
πείτε τι απόφαση έχετε, θα μας εκτελέσετε;
Τένερ: Μην ανησυχείτε. ΄Εχετε τον λόγο της στρατιωτικής μου τιμής ότι
δεν πρόκειται να πάθουν τίποτα τα γυναικόπαιδα και εσείς. Βέβαια, θα
καούν τα σπίτια σας γιατί αντισταθήκατε κατά του Γερμανικού Στρατού.
΄Εχετε τον λόγο της στρατιωτικής μου τιμής, δεν θα πάθετε τίποτα. Δεν θα
γίνει εκτέλεση. Θα μεταφέρουμε ολόκληρο τον πληθυσμό σε άλλη περιοχή.
Ολόκληρη η περιφέρεια κατά μήκος της σιδηροδρομικής γραμμής Πατρών –
Αθηνών το τρίγωνο Αιγίου – Καλαβρύτων, θα ισοπεδωθεί γιατί είναι το
κέντρο του Κομμουνισμού. Αυτά είπε ο Τένερ στον Δημόπουλο μιλώντας μαζί
του στην γαλλική γλώσσα. Κατά τις 11 ή ώρα, ποτέ δεν μπορεί κανένας να
υπολογίσει ακριβώς, γιατί δεν είχα δει τι ώρα ήτανε, έρχεται ένας
γερμανός από το Διοικητήριο και ζητά τους διευθυντές των Τραπεζών, τον
μακαρίτη τον Σαμψαρέλο που ήταν της Εθνικής Τράπεζας, τον Πάνο τον
Μπράτσικα που ήτανε υπάλληλος στην Τράπεζα Αθηνών, επειδή ο Διευθυντής
της Τραπέζης Αθηνών έλειπε, τους ταμειακούς τους εζήτησαν να κατεβούνε
κάτω από τον τόπο της εκτελέσεως. ΄Οταν κατέβηκαν κάτω, έπειτα από
κάμποση ώρα, τρία τέταρτα μία ώρα δεν ξέρω πόση και γιατί, δεν
υπολογίζονταν αυτοί οι χρόνοι, επέστρεψαν. Επιστρέφοντας αυτοί,
ερωτήθησαν από μας: Ε! πως τα είδατε; Γιατί τους είδαμε πελιδνούς, με
τρεμάμενη φωνή λένε: μας ήθελαν να τους ανοίξουμε τα χρηματοκιβώτια, να
πάρουνε ότι υπάρχει μέσα. Αλλά μας πήραν και τα δαχτυλίδια και τα
ρολόγια. Τότε καταλάβαμε και λέμε «ουκ εστί χρεία μαρτύρων πλέον». Τότε
καταλάβαμε ότι όλα ήσαν παραπλανητικά και τι τύχη μας περίμενε. Μεταξύ
αυτών που είμαστε εκεί πάνω ήτανε και ο Εύελπις Κακκιός, υπάλληλος του
Πρωτοδικείου, έφεδρος υπολοχαγός. ΄Ενας έφεδρος υπίλαρχος από την
Καλαμάτα Παπαπολυχρονίου. Λέμε τώρα μια που θα γίνει αυτό που θα γίνει,
αν και τίποτα δεν θα κατορθώσουμε. Εμείς λέμε να κάνουμε το εξής πράγμα,
ο Παπαπολυχρονίου και ο Κακκιός θα στραφείτε προς το κέντρο και προς το
δεξιό μέρος της χαράδρας που μένετε εγώ προς το αριστερό να
αποπροσανατολίσουμε τον πληθυσμό να κάνει μία εξόρμηση να πάρουμε το
μυδράλιο. ΄Ενα μυδράλιο εφαίνετο μπροστά καμιά πενηνταριά μέτρα, πιο
μπροστά απο μας πίσω από το οποίο καθότανε ο πυράρχης ο Τένερ, κρατώντας
στο χέρι του μία καλλιτεχνικά σκαλισμένη ρόκα που ποιος ξέρει από ποιο
χωριό στις εξορμήσεις του την είχε αρπάξει αυτή τη ρόκα. Μασουλούσε
καρύδια και ταυτοχρόνως κοιτάζοντας ανήσυχα προς τις γύρω κορυφές γιατί
εφαντάζετο ίσως ότι οι άνθρωποι με τα μακριά γένια, με συγχωρείτε δεν
εννοώ του ιερέως αλλά εκείνοι του ΕΛΑΣ.
Ζωντανός μετά το μακελειό
Είχε δώσει λοιπόν ο Τένερ το λόγο της στρατιωτικής τιμής του ότι δεν θα
μας σκοτώσει. Κινήσαμε εμείς και ενώ εγώ πήγαινα προς τα αριστερά, προς
τη Ράχη Γαϊδουροράχη και είχα φτάσει σε μια χαραδρούλα όπου άκουσα ένα
μπαμ, γυρίζω αμέσως προς τα κάτω και βλέπω μία πράσινη φωτοβολίδα την
οποία είχαν ρίξει από το Διοικητήριο. Το Διοικητήριο ήτανε εκεί που
είχαν το Κέντρο ανεφοδιασμού στο ξενοδοχείο του Αναστασοβίτη σήμερα ο
«Μέγας Αλέξανδρος». Τότε δεν ήταν ξενοδοχείο, κάθονταν ο Διευθυντής της
Αγροτικής Τραπέζης. Δεν πρόλαβα να δω καλά-καλά αυτό και αμέσως πέφτει η
δεύτερη φωτοβολίδα, αυτή τη φορά ερυθρά. ΄Οταν έπεσε και η φωτοβολίδα
αυτή η ερυθρά, πήδησε ο Τένερ από μπροστά που ήταν στο μυδράλιο πίσω και
αμέσως άρχισε αυτό το μυδράλιο και ορισμένα που το είχαμε δει εμείς να
βάλουν σταυρωτά, κάναν και σημάδι φαίνεται δεν ξέρω τι γίνεται.
Χτυπήθηκα ξαφνικά εδώ μεταξύ μηρού και λεκάνης. Κοίταζα προς τα κάτω και
έλεγα πως εχτυπήθηκα, αφού το μυδράλιο ήσαν μπροστά θα ‘πρεπε να
χτυπηθώ κάπου μπροστά. ΄Οταν αργότερα έγιναν καλά τα τραύματά μου και
μπόρεσα να περπατήσω λίγο, το ένα βλήμα μου το ‘βγαλε ο μακαρίτης ο
Φούρας από την Τρεχλού. Ο Φούρας από την Τρεχλού χωρίς να κάνει και
αναισθητική ένεση γιατί δεν υπήρχε τίποτα, αλλά μου κρατούσε τα πόδια ο
Ερμείδης ο Ηλίας και λιποθύμησε σαν είδε ότι εγώ κοίταζα πως έβγαζαν το
βλήμα εκεί πέρα. Με πιάνει η Πατσουράκη μου κρατεί τα πόδια, το ίδιο κι
αυτή και ο Φούρας μαζί με το Βασίλη τον Καννεόπουλο άνοιγαν το τραύμα
για να μπορέσουν να βρούνε και να βγάλουνε. Στη Γαϊδουροράχη υπήρχε άλλο
μυδράλιο και το εξακρίβωσα κατόπιν όταν έγινα καλά όταν ανέβηκα επάνω
και βρήκαμε κάλυκες, επάνω στο σημείο αυτό. Χτυπημένος τώρα έτυχε να
πέσω μέσα στην χαράδρα και έβαλα το πόδι μου το τραυματισμένο το κόλλησα
προς τα κάτω, ήμουνα προς τον τοίχο. Σ’ εκείνη τη χαράδρα είχαν πετάξει
αγκάθια και σκεπάστηκα με αυτά. Δεν μου έδωσαν χαριστική βολή. Το
μυδράλιο θα διήρκησε δέκα λεπτά τις ριπές του δεν ξέρω πόσο είπαμε, ο
χρόνος δεν υπολογίζεται αυτές τις στιγμές. ΄Ολα τα υψώματα τα είχανε
καταλάβει με δύναμη γιατί πριν κάνουν την εκτέλεση οι Γερμανοί είχαν
ορισμένα συνεργεία τακτοποιήσεως. Πρώτα-πρώτα το συνεργείο της
λεηλασίας, το συνεργείο της μεταφοράς των λεηλατουμένων. Το συνεργείο
της πυρπολήσεως, το συνεργείο της εκτελέσεως, το συνεργείο της φρουράς,
μήπως τα παλικάρια οι Αντιστασιακοί επιτεθούν να αντιμετωπιστούν. Υπήρχε
πλήρες σχέδιο της Επιχειρήσεως με προκαθορισμένες όλες τις λεπτομέρειες
με τάξη και ακρίβεια. Λοιπόν ακούω απ’ όλες τις πλευρές να κατεβαίνουν
οι Γερμανοί και άρχισαν κατόπιν με τα πιστόλια, με τα όπλα τους, να
δίνουν τη χαριστική βολή σε κάθε Καλαβρυτινό. Χρησιμοποίησαν ακόμη τις
ξιφολόγχες και τσεκούρια ακόμη. ΄Εσπαζαν κεφάλια, χυνόντουσαν τα μυαλά
στο χώμα. Σώματα και χώμα ανακατεύτηκαν με το αίμα και έγιναν μια άμορφη
μάζα. Η περιγραφή της εκτέλεσης είναι δύσκολο πράγμα. Γιατί σ’ αυτές
τις ώρες επικρατεί το αίσθημα της αυτοσυντήρησης, η προσοχή σου είναι
στραμμένη πως θα σωθείς. Δεν βλέπεις γύρω σου τι γίνεται. Ζεις σε έναν
διαφορετικό κόσμο. Μόνο όταν ηρεμήσεις μπορείς να συνθέσεις όλα τα
γεγονότα. Η εκτέλεση ήταν σατανικά σχεδιασμένη. Τα μυδράλια ήταν
καμουφλαρισμένα, πρέπει να ήταν μέχρι δώδεκα. Το εκτελεστικό απόσπασμα
εκαλύπτετο από άλλη φρουρά και γενικά μπορώ να πω ότι πρέπει να είχε
προηγηθεί δοκιμή και επιτελικός σχεδιασμός. ΄Οταν άρχισαν οι ριπές των
μυδραλιοβόλων ακούστηκαν πρώτα οι άκακες παιδικές φωνές. Οι φωνές των
δεκατεσσάρηδων και δεκαεπτάρηδων. Απορούσαν τα Καλαβρυτινόπουλα γιατί
άρχισε αυτό το μυδράλιο. Μετά ακούστηκε η φωνή του δικηγόρου Πάνου
Γεωργαντά. «Αδέλφια, ζήτω η Ελλάς. Των πολλών ο θάνατος ουκ εστίν
θάνατος». Επηκολούθησαν τα πρώτα βογκητά και κλαθμοί. «Παιδάκια μου»,
«Γυναικούλα μου», «Γιατί μας σκοτώνετε, είμαστε αθώοι». Μετά
επηκολούθησε μία τραγική σκηνή.
Φτου σου γαϊδούρι Τένερ...
Ο Καθηγητής Αθανασιάδης όρθιος όρμησε προς τον Τένερ ουρλιάζοντας: «Φτου
σου, γαϊδούρι Τένερ, που είναι ο λόγος της στρατιωτικής σου τιμής; Φτου
σου γουρούνι». Δεν πρόλαβε να αποτελειώσει και σωριάστηκε κάτω νεκρός.
Τα μυδράλια της ντροπής δεν τον άφησαν να συνεχίσει το κατηγορητήριο. Ο
Τένερ φρόντισε και γι’ αυτό. Επηκολούθησε η ολοκλήρωση της εκτέλεσης με
σταυρωτές ριπές και αμέσως άρχισε η χαριστική βολή. Μετά ο Τένερ και η
παρέα του εγκατέλειψαν τη Ράχη του Καππή τραγουδώντας, ευχαριστημένοι
για την θεάρεστη πράξη τους. ΄Οταν κατάλαβα ότι φύγανε από τα τραγούδια
δεν υπήρχε ούτε βήματα ούτε τίποτα, τσιμουδιά, πήγα να σηκωθώ αλλά
πονούσε πάρα πολύ το πόδι μου. Κατόρθωσα τέλος πάντων να σηκωθώ και
δίπλα μου είχε σωθεί ο Παναγιώτης Σαρανταυγάς. Είχα δύο τσιγάρα. Μου
λέει θέλω ένα τσιγάρο, του λέω σπίρτα δεν έχω και του ‘δωσα ένα τσιγάρο
του το άναψα εγώ ένα και το ‘βαλε στα πόδια γιατί δεν είχε τραυματισθεί
καθόλου. ΄Ηρθανε κατόπιν με πήρανε. Μαζί με τα τρόφιμα της μιας ημέρας
είχα πάρει και μια μπουκαλίτσα με κρασάκι εδώ πέρα. Και με εκείνο το
κρασάκι και με την πετσέτα που είχα τυλίξει το ψωμί, έκανα την
απολύμανση του τραύματος. Από κει ήρθαν οι γυναίκες με πήραν με πήγανε
κάτω, μου διέφυγαν όμως δύο σπουδαία πράγματα να πω. Πρώτα ότι εις την
ίδια χαράδρα ήταν κι ένα δωδεκάχρονο παιδί του μακαρίτη του καθηγητού
του Αντώνη του Δημόπουλου του οποίου έσπασαν τα νεύρα από το μακελειό
που γινότανε. Πετάχτηκε κάποια στιγμή επάνω, σηκώθηκε και άρχισε να
φωνάζει: «Μην με σκοτώνετε, τι έκανα εγώ, είμαι μαθητής του Γυμνασίου».
΄Ενα μπαμ και εξετέλεσαν το παιδί. ΄Ενα σκληρό αποδεικτικό της
βαρβαρότητας των Γερμανών. Το άλλο, όταν ήρθανε οι γυναίκες,
καταλαβαίνετε τώρα, να ψάχνουν μέσα στα τόσα που είχαμε γίνει μπουλούκι
όλοι, ένας σωρός, γιατί εκείνοι που ήσαν κάτω όταν έδωσε το μυδράλιο
αμέσως μετά συνειδήσεως πήγαν να σηκωθούνε να σωθούνε. Οι άλλοι που
ήσαν όρθιοι πάλι, για να φυλαχθούν έπεφταν κάτω και γίναμε όλοι ένα
μπουλούκι. ΄Ηρθαν κατόπιν και αυτοί που τραβούσανε απ’ τα πόδια, απ’ τα
χέρια για να δώσουνε τη χαριστική βολή και καταλαβαίνετε τι αιματωμένο
τόπο και σωρούς νεκρούς βρήκαν οι γυναίκες που ήρθανε. Μεταξύ των
γυναικών αυτών ήτανε και η γυναίκα του Σουσάντα από το Μάνεσι, του Πάνου
του Μπράτσικα που ‘τανε διευθυντής, αυτός υπάλληλος στην Τράπεζα Αθηνών
και ενώ έψαχνε βρήκε τον άντρα της, σκοτωμένο και φαίνεται της έστριψε
άρχισε να φωνάζει. «Πάνο, Πάνο, Πάνο βρε Πάνο που είσαι, έλα να δεις,
τους σκότωσαν τους άντρες μας». Ευτυχώς βρέθηκε κάποια ψύχραιμη γυναίκα,
την κούνησε και συνήλθε και δεν έπαθε τέλειο εγκεφαλικό. ΄Ετσι σώθηκα.
Τώρα ίσως να μου πείτε όπως και πολλοί που ρωτάνε, γιατί έγινε αυτό...
Τα αίτια της σφαγής...
Για την καταστροφή των Καλαβρύτων, θα το πω μετά, τι πιστεύω εγώ δεν
ξέρω αν είναι σωστό αυτό. ΄Ισως οι πολλές αμαρτίες που έχω και η
πολυσπλαχνία του Θεού να λέει δεν τον αφήνουμε μήπως κατορθώσει καμιά
φορά ο ανθρωπάκος και μετανοήσει. Πάντως ήταν πιστεύω απόλυτα ότι ήταν
θεία επέμβασις, αυτή. ΄Οπως και θεία απόδειξις είναι το Ευαγγέλιο που
υπάρχει στην εκκλησία, που δεν κάηκε μαζί με την εικόνα που έχει
αποτυπωθεί και κακό σημάδι όπως υπήρξε η πτώσις του σταυρού, πριν να
γίνει η καταστροφή των Καλαβρύτων έπεσε ο σταυρός της εκκλησίας,
μαρμάρινος ήταν αυτός. ΄Εγινε αυτό τον Αύγουστο του 1943. Πράγματα που
δεν μπορεί ο άνθρωπος να εξηγήσει ούτε να συλλάβει πως έγιναν. ΄Ετσι
σώθηκα εγώ. Και το ρολόι σταμάτησε στην ώρα 2:34. Το ρολόι σταμάτησε την
ώρα που σταμάτησε η ζωή στα Καλάβρυτα. Σταμάτησε να χτυπά τη Δευτέρα 13
Δεκεμβρίου 1943, τρεις παρά είκοσι έξη λεπτά μετά το μεσημέρι.
Για την καταστροφή των Καλαβρύτων αποδίδω την ευθύνη σε δύο. Στους
κομμουνιστάς, οι οποίοι δεν είχαν κατ’ εμέ αντικειμενικόν σκοπόν την
απελευθέρωσιν της Ελλάδος, αλλά το πως θα καταλάβουν την αρχήν και θα
κάνουν την Ελλάδα κράτος κομμουνιστικόν. Αυτός ήτο αντικειμενικός τους
σκοπός.
Πρώτον, ο Θανόπουλος, ο Γιώργης, ο οποίος είχε πάει αντάρτης άκουσε από
τον Καπετάν Βελιά ότι εμείς δεν πολεμάμε για την Ελλάδα, αλλά πολεμάμε
να επιβάλλουμε την τάξη τη δικιά μας. Την τάξη του κομμουνισμού.
΄Επειτα, εάν κανένα παρακολουθήσει το τι έγινε κατά την υποχώρηση των
Γερμανών, τους εκυνήγησαν οι αντάρτες ή δεν τους κυνήγησαν όταν έφευγαν.
΄Οχι μόνο δεν τους κυνήγησαν, αλλά έκαναν και σύμφωνο, ορισμένοι
καπετανέοι του ΕΛΑΣ με ορισμένους Γερμανούς. Υπάρχουν τέτοια πολλά
δεδομένα και γι’ αυτό θα πρέπει να εξακριβωθούν όλα ώστε να βρεθεί όπως
προηγουμένως είχα πει η πραγματική ιστορία για το μέλλον αυτού του
έθνους μας. Είχαν σύμφωνα υπογράψει, που έλεγαν ότι οι μεν Ελασίτες
αναλαμβάνουν την ευθύνη να μην εμποδίσουν τους Γερμανούς να υποχωρήσουν
χωρίς να πάθουν τίποτα, οι δε Γερμανοί τους παρέδωσαν ορισμένον
οπλισμόν, δεν ξέρω αν είναι αλήθεια αυτό, πρέπει όμως να εξακριβωθεί
ιστορικώς τι έγινε. Απαίτησαν λοιπόν από τους Γερμανούς να παραδώσουν τη
Θεσσαλονίκη όχι εις τους ταγματασφαλίτες, που λέγανε τότε, δεν ξέρω του
ελληνικού κράτους, αλλά εις το Ε.Α.Μ. Εάν λοιπόν ήταν πραγματικά
εθνικός ο σκοπός των ανταρτών, λέγω εγώ, μόνον για τους Ελασίτες αλλά
και για τους άλλους, οι οποίοι έθεταν πολιτικά θέματα αν θα ‘ρθει ο
βασιλιάς ή δεν θα ‘ρθει ο βασιλιάς αν θα ‘χουμε δημοκρατία ή αν θα
‘χουμε κολοκύθια μετά ριγάνεως. Λοιπόν, οι μεν Ελασίτες αντί να ‘ρχονται
προς την Ελλάδα και να στρέφονται προς τον Ζέρβα θα μπορούσαν να
τραβήξουν προς την Ανατολική Ρωμυλία η οποία είναι δική μας,
Φιλιππούπολη, Πύργος, κ.λπ. στην αυτή και θα απελευθέρωναν αυτή,
δεδομένου ότι οι Βούλγαροι ήσαν φίλοι των Γερμανών. Ο δε Ζέρβας, θα
‘μενε κι αυτός ελεύθερος και θα πήγαινε να ελευθερώσει τη Βόρεια
΄Ηπειρο. Οι κομμουνισταί από το άλλο μέρος έκαναν πλάτες στους
Γερμανούς. Διότι αυτοί τώρα είχαν καταλάβει μεγάλες εκτάσεις.
Ευρισκόμεθα στο τέλος του ’43. Εκτυπούντο από Ανατολών από τους Ρώσους
από Δυσμών από τους συμμάχους, πως θα κρατούσαν με λόγια, με ελάχιστες
δυνάμεις, τις μεγάλες εκτάσεις που είχανε. Καταφεύγουν, πάντα κατά τη
γνώμη μου, στο μέτρο, στο μυστικό τους όπλο της τρομοκρατήσεως. Θα τους
τρομοκρατήσουμε και θα μπορέσουμε με λίγες δυνάμεις να κρατήσουμε τις
μεγάλες δυνάμεις. Να τους τρομοκρατήσουμε, αλλά πως να τους
τρομοκρατήσουμε, χτυπώντας εκεί που θα έχει μεγάλο αντίκρισμα στον
κόσμο. Μεγάλη απήχηση. Και εδώ είναι το μυστικό της καταστροφής των
Καλαβρύτων. Τα Καλάβρυτα είναι το μέρος εκείνο που ξεκίνησε η επανάσταση
του 1821. Τα Καλάβρυτα είναι εκείνα που πάντοτε προσέφεραν σε εθνικούς
αγώνες. Τα Καλάβρυτα είναι εκείνα που να το πούμε και τώρα από απόψεως
αντιστάσεως πρωτοβγήκε ο Μίχος εθνικιστής πριν καταλήξει εκεί που
κατέληξε εάν κατέληξε δεν ξέρω, ο αποθανών δεν δικαιώνεται. ΄Οπως υπήρχε
μια ομάς την οποία όμως διέλυσαν. Την ομάδα του Δροσόπουλου. ΄Ετσι
διέλυσαν και την ομάδα του Καπετάν-Γιάννου την εθνικιστική ομάδα. Λοιπόν
ποιο μέρος θα χτυπούσαν; Μπορούσαν να χτυπούσαν το Αίγιο; Μπορούσαν να
χτυπήσουν την Πάτρα; Μπορούσαν να χτυπήσουν ένα μέρος με πολύ
περισσότερους. Τα Καλάβρυτα είπαμε τα έφαγε η ιστορία. Και οι Γερμανοί
εδώ την πάτησαν. Οι Γερμανοί παρ’ όλη τη μόρφωσή τους, παρ’ όλες τις
γνώσεις τους, ενόμισαν ότι σκοτώνοντας τα σώματα των Καλαβρυτινών, που
ζουν μεταξύ της Μονής της Αγίας Λαύρας, του Μεγάλου Σπηλαίου και της
Μακελαριάς της Παναγιάς και δηλαδή της μητέρας του αυτού, του Θεού, ότι
σκοτώνοντας τα πτώματα σκοτώνουν την Ελευθερία. Και δεν εσκέφθησαν ποτέ
ότι η ελευθερία όσα κουφάρια κι αν σκοτώσουν, μένει, γιατί είναι Ιδέα. Η
Ιδέα, ποτέ δεν σκοτώνεται, όπως η θρησκεία ποτέ δεν πεθαίνει και αν
κάνουνε σταύλους έκαναν τώρα στον ανταρτοπόλεμο που είδα επάνω της
εκκλησίας όπως τις κάνουνε στην Αλβανία, όπως τις κάνουνε τις εκκλησίες,
η θρησκεία μένει γιατί είναι Ιδέα όπως έλεγα.
Για τις ευθύνες του ΕΛΑΣ έχω να πω τα εξής:
Πρώτη περίπτωση είναι η ομολογία του Καπετάν Λαού. (Σπύρος
Σαμαρτζόπουλος) ο οποίος ομολόγησε το εξής καταπληκτικό, απευθυνόμενος
προς χήρες Καλαβρυτινές. «Ευτυχώς και μας απήλλαξαν (οι Γερμανοί) από να
τους σκοτώσουμε εμείς για την παθητική τους αντίσταση απέναντι στον
ΕΛΑΣ και να τους πετάξουμε με τα κάρα στον Βουραϊκό (ποταμό).
Δεύτερη περίπτωση: Τραυματισμένος από την εκτέλεση ήμουν στον σπίτι του
Καλαντζή μαζί με άλλες Καλαβρυτινές οικογένειες. Μεταξύ των οικογενειών
ήταν και η οικογένεια του Καπετάν Λαού, δηλαδή του Σπύρου
Σαμαρτζόπουλου, και η μάνα του Γιώργη του Σαμαρτζόπουλου του
συμβολαιογράφου. ΄Ηλθε να μας δει κάποιος καπετάνιος του ΕΛΑΣ. Στο
αντίκρισμά του η μάνα του Γιώργη του Σαμαρτζόπουλου, η συγχωρεμένη η
Αθηνά, πετάχτηκε και οργισμένη είπε στον καπετάνιο του ΕΛΑΣ, τον Καπετάν
Χελμό Κωστάκη Γκίκα. «΄Εχετε το θράσος να έρθετε εδώ να μας δείτε τη
στιγμή που ήσαστε ηθικά υπεύθυνοι για το μεγάλο έγκλημα; Σκοτώσατε με
την πολιτική σας τους άνδρες μας και τα παιδιά μας...». Η απάντηση του
Καπετάν Χελμού ήταν αποκαλυπτική. «Δεν φταίτε εσείς κυρά μου, φταίμε
εμείς που δεν ξεκάναμε και σας». Δεν φοβάμαι να πω την αλήθεια. Η
κομματική κομμουνιστική ηγεσία του ΕΛΑΣ είναι υπεύθυνη για την Τραγωδία
των Καλαβρύτων. Δεν μπορώ όμως να αποδεχτώ μία τέτοια ευθύνη για τον
απλό αντάρτη ή για τους Ελασίτες γιατί οι περισσότεροι βγήκαν στο βουνό
για να απελευθερώσουν την Πατρίδα. Ηθικές ή απευθείας ευθύνες υπάρχουν
στην ηγεσία του ΕΛΑΣ Βορείου Πελοποννήσου, στο ΕΑΜ Αιγίου και τους
υπεύθυνους Καλαβρυτινούς κομμουνιστές ηγέτες του ΕΛΑΣ.
Μια συγκλονιστική αποκλειστική αφήγηση για τη σφαγή των Καλαβρύτων
«Ο θάνατος πλησίαζε στα Καλάβρυτα». Αυτά είναι τα λόγια ενός νεαρού
κοριτσιού 18 ετών που υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας. «Όταν πληροφορηθήκαμε
ότι έρχονται οι Γερμανοί, τρομοκρατηθή καμε, αλλά προτιμήσαμε να
μείνουμε στα σπίτια μας. Μόλις σταμάτησαν τα αυτοκίνητα, οι Γερμανοί
σχημάτισαν ομάδες των τριών ατόμων και με τα όπλα στα χέρια άρχισαν να
μπαίνουν στα σπίτια και στα καταστήματα, παίρνοντας μαζί τους, ό,τι τους
άρεσε. Τρόφιμα, προικιά, πολύτιμα πράγματα φορτώθηκαν στα αυτοκίνητα.
Αυτή η κατάσταση διήρκησε έως τις 12 του μήνα (Δεκεμβρίου 1943).
Σκεφτήκαμε ότι ίσως οι Γερμανοί να ικανοποιούνταν μόνο λαφυραγωγώντας».
«Το πρωί στις 13 Δεκεμβρίου 1943, τα ξημερώματα, η καμπάνα της εκκλησίας
άρχισε να κτυπά. Ο Κήρυκας τριγύρναγε στους δρόμους φωνάζοντας: «Οι
Γερμανοί διέταξαν να μαζευτούν όλοι οι κάτοικοι στο σχολείο. Άντρες,
γυναίκες, κορίτσια και αγόρια έως τον τελευταίο. Όποιος λείπει, θα
εκτελεστεί». Οι κάτοικοι των Καλαβρύτων δεν μπορούσαν να φανταστούν την
τραγωδία που τους περίμενε. Νόμιζαν ότι οι Γερμανοί θα έπαιρναν το πολύ
ορισμένους ομήρους, όπως είχε γίνει σε άλλες πόλεις της Πελοποννήσου.
Λες και σπρώχτηκαν από τη μοίρα, πολλοί νέοι άντρες που έλειπαν, είχαν
γυρίσει πάλι αυτές τις ημέρες στα Καλάβρυτα... Πού να γνωρίζουν αυτοί οι
άτυχοι τι τους περίμενε. Όλοι ήταν τόσο σίγουροι ότι δεν θα συνέβαινε
τίποτε. Πολλοί ξένοι, κάτοικοι των Πατρών, της γύρω περιοχής και βοσκοί
από τα γειτονικά χωριά ήρθαν και αυτοί στην συγκέντρωση. Ακόμη και τρεις
αντάρτες που κρύβονταν στα Καλάβρυτα ήταν παρόντες».
«Αν υποψιάζονταν τι θα συνέβαινε, πολλοί θα το είχαν σκάσει, ή θα
αντιστέκονταν. Όμως ο Κήρυκας σύμφωνα με τις διαταγές των Γερμανών
πρόσθετε: "Όλοι οι άντρες να πάρουν μαζί τους ψωμί και ένα καλάθι" που
σήμαινε ότι δεν θα γινόταν εκτέλεση. Μετά από μισή ώρα, όλοι οι κάτοικοι
των Καλαβρύτων και όλοι οι ξένοι είχαν συγκεντρωθεί στο σχολείο. Όλοι
οι άντρες από 16 έως 65 ετών διατάχθηκαν να μείνουν στο προαύλιο. Η
επιλογή έγινε από τους ίδιους τους άντρες στους διαδρόμους. Κάθε ψηλό
παιδί έμπαινε μαζί με τους άντρες, από τα οποία πήραν μόνο 7, που
έδειχναν καθαρά ότι ήταν πάνω από 17. Μετά το τέλος του διαχωρισμού,
διέταξαν εμάς τις γυναίκες να μείνουμε μέσα στα δωμάτια. Ήμασταν πάνω
από 200. Ήμασταν τόσο πολύ πιεσμένες μεταξύ μας, που δεν μπορούσαμε να
κουνήσουμε τα χέρια μας. Στο προαύλιο, οι άντρες, περίπου 500, είχαν
τοποθετηθεί σε σειρές των τεσσάρων».
«Από τα παράθυρα του σχολείου, οι γυναίκες άρχισαν να φωνάζουν, "Πού
πάτε τους άντρες μας;" Οι Γερμανοί αποκρίθηκαν "Πάμε να τους δείξουμε
κάτι και μετά θα τους ξαναδείτε". Πέρασαν δέκα λεπτά και ξαφνικά είδαμε
από τα παράθυρα καπνούς και φλόγες που έρχονταν από το σπίτι του
δοσίλογου. Και μετά από λίγο, αρχίσαμε να αισθανόμαστε ανυπόφορη ζέστη
και καπνό. Το πάτωμα έκαιγε τα πόδια μας. Οι Γερμανοί είχαν βάλει φωτιά
στο σχολείο. Τρελαθήκαμε. Όλοι αυτοί που ήταν κοντά στα παράθυρα άρχισαν
να σπάνε τα τζάμια και να ρίχνονται κάτω από τα παράθυρα. Πέντε
γυναίκες πήδηξαν ενώ άλλες έριχναν τα παιδιά απέξω, παρότι το ύψος ήταν
μεγάλο και τα παιδιά τραυματίστηκαν».
«Οι γυναίκες που κατάφεραν να βγουν έξω, έτρεξαν στις πόρτες να μας
ελευθερώσουν. Από τις μισόκλειστες πόρτες προσπαθούσαν όλες οι γυναίκες
να βγουν έξω, ενώ οι φλόγες άρχισαν να καίνε το σχολείο». «Τέσσερεις
γυναίκες που ήταν κοντά στις μισόκλειστες πόρτες έπεσαν κάτω και
ποδοπατήθηκαν από εμάς. Όταν βγήκαμε έξω από το σχολείο και αναπνεύσαμε
καθαρό αέρα, κοίταξα γύρω και στον ουρανό. Ήταν κόκκινος σαν να είχε
χυθεί πάνω του αίμα». Εν τω μεταξύ οι άντρες που συνοδεύονταν από την
γερμανική δύναμη, οδηγήθηκαν στο νεκροταφείο της πόλης στους πρόποδες
του βουνού, εκεί όπου υπάρχει ένα παλιό κάστρο. Εκεί ο Διοικητής τους
διέταξε να περιμένουν. Όλοι τους άρχισαν να μιλάνε, σχηματίζοντας ομάδες
και άλλοι ξάπλωσαν χάμω. Όλοι τους ήταν ξέγνοιαστοι. Όμως, ενώ
μιλούσαν, πρόσεξαν ότι οι Γερμανοί ετοίμαζαν τα όπλα.
«Σας φέραμε εδώ ώστε να μπορείτε να δείτε τι όμορφα καίγεται η πόλη σας
και τα σπίτια σας». Ένας από τους άντρες ρώτησε: «Πού είναι οι γυναίκες
μας και τα παιδιά μας;».«Είναι εδώ κοντά», απάντησε ένας Γερμανός
Αξιωματικός. Και πριν τα θύματα βρουν χρόνο για να ξεφύγουν, ακούστηκαν
οι πρώτοι πυροβολισμοί από τα αυτόματα. Μέσα σε λίγα λεπτά, όλοι οι
άντρες των Καλαβρύτων είχαν σκοτωθεί. Ούτε ένας άντρας δεν στεκόταν
όρθιος. Αίμα παντού. Οι Γερμανοί πλησίασαν τους δολοφονημένους και τους
πυροβολούσαν στα κεφάλια με ρεβόλβερ. Περίπου πενήντα άντρες, οι οποίοι
όταν οι Γερμανοί άρχισαν να πυροβολούν, ξάπλωσαν κάτω, δεν σκοτώθηκαν
αμέσως. Τους δολοφόνησαν όμως μετά οι Γερμανοί με τα ρεβόλβερ. Μεταξύ
αυτών των αντρών ήταν ένας ο οποίος βλέποντας ότι ήταν καταδικασμένος,
γέμισε τις χούφτες με αίμα από έναν διπλανό και το έριξε στα μούτρα του
και στους κροτάφους του. Οι Γερμανοί πιστεύοντας ότι αυτός ήταν στα
αλήθεια νεκρός, τον πυροβόλησαν επιπόλαια. Η σφαίρα αστόχησε και αντί να
διαπεράσει το μέτωπό του, τον χτύπησε στο σαγόνι. Αργότερα, σύρθηκε έξω
από αυτή την κόλαση και πήγε στην αδελφή του η οποία τον περιποιήθηκε.
Σε αυτόν οφείλουμε τις πιο πάνω πληροφορίες και λεπτομέρειες της σφαγής.
Όταν οι Γερμανοί τελείωσαν το φρικτό τους έργο, έστειλαν έναν Αξιωματικό
να πληροφορήσει τις γυναίκες, οι οποίες ήταν στην αυλή του σχολείου και
είχαν ακούσει τους πυροβολισμούς. «Ελάτε να θάψετε τους άντρες σας».
Είναι αδύνατο να περιγραφεί η σκηνή που ακολούθησε. Αλλά ας αφήσουμε το
18χρονο κορίτσι (που ήταν αυτόπτης μάρτυρας και ανησυχούσε για τον
αδελφό της και η οποία πήγε μαζί με τις άλλες γυναίκες στο Γολγοθά των
Καλαβρύτων) να μας δώσει μια εικόνα. «Η εικόνα που αντιμετωπίσαμε όταν
φτάσαμε ήταν φρικιαστική. Τα παπούτσια μας είχαν μουσκευτεί στο αίμα.
Κάθε μια από εμάς έψαχνε ανάμεσα στα πτώματα να βρει το δικό της. Εγώ
έψαξα τρεις φορές ανάμεσα στους άντρες να βρω τον αδελφό μου. Ήταν κι
αυτός νεκρός. Είχε δύο σφαίρες από το αυτόματο στα πλευρά του. Ο
τελευταίος πυροβολισμός είχε διαπεράσει το κεφάλι του…». «Με κλάματα και
μοιρολόγια καθεμιά μας προσπαθούσε να θάψει τον νεκρό της. Αλλά δεν
είχαμε ούτε φτυάρια ούτε άλλα εργαλεία. Όλα τα είχαν πάρει οι Γερμανοί.
Μέσα στην απελπισία μας, αρχίσαμε να σκάβουμε με τα χέρια μας, αλλά δεν
μπορούσαμε να σκάψουμε βαθύτερα από 2 με 3 εκατοστά. Βάλαμε τα πτώματα
το ένα δίπλα στο άλλο, τα σκεπάσαμε με λίγες πέτρες και χώμα που
μεταφέραμε λίγο-λίγο στις ποδιές μας. Μείναμε όλη την νύχτα κοντά στους
νεκρούς κλαίγοντας και τρέμοντας».
«Την Τρίτη, αρχίσαμε πάλι το μακάβριο έργο μας. Κανείς δεν ερχόταν να
μας βοηθήσει. Την Τετάρτη, οι χωρικοί από την Κέρτεγη μας έφεραν ψωμί
και κουβέρτες και οι άντρες μας βοήθησαν να θάψουμε τους νεκρούς στο
νεκροταφείο...».
Το απόγευμα πια, στις 13 Δεκεμβρίου, οι μοναχοί της Αγίας Λαύρας έμαθαν
για τη σφαγή και την καταστροφή των Καλαβρύτων. Με το φόβο γι’ αυτό που
τους περίμενε, αποφάσισαν να εγκαταλείψουν την μονή. Κάλεσαν μια γενική
συγκέντρωση, όπου αποφάσισαν ότι ένας φύλακας της τιμής θα θυσιαζόταν
και θα έμενε πίσω στο μοναστήρι. Τράβηξαν κλήρο και ο κλήρος έτυχε στους
μοναχούς Ευθάλιο, Βασίλειο και Σεραφείμ. Μετά οι Μοναχοί της Τιμής
κοινώνησαν. Οι άλλοι, αφού τους αγκάλιασαν, πήραν μαζί τους όλους τους
θησαυρούς του μοναστηριού. Μετά από μιάμισυ ώρα, έφτασαν οι Γερμανοί και
σκότωσαν τους τρεις μοναχούς κάτω από το δένδρο της επανάστασης και
έβαλαν φωτιά στο μοναστήρι. Αυτό το μοναστήρι είχε κτιστεί κατά τον 16ο
αιώνα και είναι ιστορικό. Είναι εκεί όπου ο Παλαιών Πατρών Γερμανός
ανέγειρε στις 25 Μαρτίου το Λάβαρο της Επανάστασης.
Τα θύματα των Καλαβρύτων, σύμφωνα με την επίσημη αναφορά του διοικητή
της Γερμανικής Δύναμης, ανέρχονταν στα 669. Τα θύματα ολόκληρης της
περιοχής ήταν 921. Αλλά σε αυτούς πρέπει να προστεθούν και οι 93 από
τους Ζάχλωρους. Και αυτοί από τα άλλα δύο χωριά που δεν αναφέρονται στην
αναφορά. Οι Γερμανοί εξόντωσαν, στην περιοχή των Καλαβρύτων περίπου
1000 Έλληνες. Η σφαγή των Καλαβρύτων θα περάσει στην ιστορία ως ένα από
τα πιο φρικιαστικά εγκλήματα της Γερμανίας.
Συνεχίσαμε να ανεβαίνουμε τον λόφο, όπου είδαμε ένα σωρό από ανθρώπινα σώματα και αρκετές γυναίκες να θρηνούν και να οδύρονται,
μετακινώντας νεκρά σώματα, προσπαθώντας να εντοπίσουν τους δικούς τους
νεκρούς, με τα παπούτσια τους βουτηγμένα σε μια κόκκινη λάσπη από χώμα
και αίμα.2 Βρήκαμε τον πατέρα μου σχεδόν αμέσως, διότι βρισκόταν μερικά
μέτρα πιο μπροστά από τη μεγάλη μάζα των νεκρών, κάτι που συμπίπτει με
τα λεγόμενα του θείου μου Γ. Γεωργαντά, ότι με την έναρξη των
πυροβολισμών τον είδε να ορμά προς τα πολυβόλα, προφανώς σε μια ύστατη
προσπάθεια ή κίνηση απελπισίας. Το σώμα του διάτρητο από σφαίρες και ένα
βαθύ τραύμα από ριπή πολυβόλου στη δεξιά τραχηλική χώρα, που πρέπει να
ήταν και το θανατηφόρο. Είναι φανερό ότι, επειδή κινήθηκε με ορμή
εναντίον τους, έστρεψαν τις βολές τους επάνω του. Για την εξέλιξη των
γεγονότων στον τόπο της εκτέλεσης θα αναφέρω αρκετές λεπτομέρειες που
άκουσα από τον διασωθέντα θείο μου Γ. Γεωργαντά. Η ανησυχία των ανδρών
στη ράχη του Καππή ήταν έκδηλη, έντονη και επιτεινόμενη ιδίως όταν είδαν
να βγαίνουν πυκνοί καπνοί από τα σπίτια τους που είχαν παραδοθεί στις
φλόγες. Τότε άρχισαν μερικοί να κάνουν κάποια οργανωμένη κίνηση
διαφυγής. Χωρίστηκαν σε ομάδες με επικεφαλής κάθε ομάδας έναν έμπειρο
πρώην στρατιωτικό από τους παρόντες. Αυτές όμως οι συνεννοήσεις μεταξύ
τους και η αυξημένη κινητικότητα του κόσμου έγινε αντιληπτή από τους
Γερμανούς οι οποίοι άρχισαν να ανησυχούν. Ζήτησαν τότε κάποιον για να
μπορέσουν να επικοινωνήσουν μαζί τους και προτάθηκε ο πατέρας μου από
τον κόσμο, που αγωνιούσε να μάθει τις σκέψεις των Γερμανών. Προχώρησε
μόνος 10-15 μέτρα προς τα εμπρός όπου ευρίσκοντο οι επικεφαλής
αξιωματικοί, εμπρός από ένα φυσικό ανάχωμα του εδάφους όπου είχαν στήσει
μια σειρά μυδραλιοβόλα με τις κάνες τους στραμμένες προς τον κόσμο. Ο
διάλογος που έγινε έτσι όπως τον μετέφερε ο πατέρας μου στον κόσμο και
σε μένα ο Γ. Γεωργαντάς ήταν σε γενικές γραμμές ο εξής:
Γερμανός Αξιωματικός: Διαπιστώνω μια διάχυτη νευρικότητα, ανησυχία στον κόσμο.
Κ. Αθανασιάδης: Ο κόσμος έχει δίκαιο να ανησυχεί, γιατί μας φέρατε εδώ;
Τι σκοπεύετε να κάνετε; Είμαστε φιλήσυχοι οικογενειάρχες.
Γερμανός Αξιωματικός: Είμαστε εδώ για να καταπολεμήσουμε τους αντάρτες.
Θα κάψουμε τα σπίτια σας για να μην έχουν καταφύγιο οι αντάρτες. Εσάς
δεν θα σας πειράξουμε.
Κ. Αθανασιάδης: Ο κόσμος δεν πείθεται με αυτά που μας λέτε.
Συνεχίζεται και επιτείνεται η ανησυχία και ο θόρυβος από τον κόσμο που
βρίσκεται σε αναβρασμό και οι Γερμανοί φοβούνται ότι μπορεί να γίνουν
επεισόδια, γι’ αυτό χρησιμοποιούν το τελευταίο ισχυρό ατού.
Γερμανός Αξιωματικός: Πείτε στον κόσμο ότι δεν θα σας πειράξουμε. ΄Εχετε τον λόγο της στρατιωτικής μας τιμής.
Η υπόσχεση αυτή σε συνδυασμό με την άποψη πολλών Καλαβρυτινών από το
πλήθος των παρόντων, ότι έπρεπε να αποφευχθούν βίαιες κινήσεις, διότι
φοβόντουσαν ότι μπορεί να σκοτώσουν τα γυναικόπαιδα που κρατούσαν,
οδήγησαν σε αναστολή της προσπάθειας οργάνωσης διαφυγής. Στο διάστημα
των ωρών που ακολούθησαν κορυφώθηκε η αγωνία και ο φόβος, ιδίως όταν από
το αρχηγείο των Γερμανών κάπου στο κέντρο των Καλαβρύτων, που πλέον
καιγόντουσαν απ’ άκρου εις άκρον έπεσε μια κίτρινη φωτοβολίδα και
ακολούθησε μια δεύτερη πράσινη και τέλος μια τρίτη κόκκινη με την οποία ο
Γερμανός αξιωματικός του αποσπάσματος έδωσε το σύνθημα, κατεβάζοντας
απότομα το ανυψωμένο χέρι του, οπότε άρχισαν όλα τα πολυβόλα να
πολυβολούν το πλήθος. Ακούστηκαν φωνές, βρισιές και κραυγές πόνου, ενώ
όλοι έπεσαν κάτω και ο καθένας προσπαθούσε να καλυφθεί κάτω από αυτούς
που χτυπήθηκαν πρώτοι. Ο Πάνος ο Γεωργαντάς πρόλαβε και φώναξε δυνατά
«των πολλών ο θάνατος ουκ έστι θάνατος». Και κατέληξε ο θείος μου: «Πριν
πέσω κάτω, κοίταξα να δω που βρίσκεται ο πατέρας σου. Τον είδα να ορμά
προς τα πολυβόλα με τα χέρια τεντωμένα σαν να ήθελε να σταματήσει το
κακό που ερχόταν, φωνάζοντας και βρίζοντας τους Γερμανούς άτιμους,
γουρούνια, ώσπου τα πολυβόλα του σφράγισαν το στόμα». Παρά τον
καταιγισμό των πυρών που διήρκεσαν αρκετά λεπτά, πολλοί από το πλήθος
ήταν ζωντανοί (ανέπαφοι ή τραυματίες). Αυτούς τους υπολογίζει ο Γ.
Γεωργαντάς σε 200-300, ενώ ο ίδιος ήταν ζωντανός και ανέπαφος και
συζητούσε ψιθυριστά με τους γύρω του. ΄Ενας εξ αυτών, ο φαρμακοποιός
Τάκης Πανταζής, είχε τραυματισθεί, πονούσε και φώναζε και οι άλλοι γύρω
του τον παρακαλούσαν να μη φωνάζει και προκαλέσει την προσοχή των
Γερμανών και ανακαλύψουν ότι υπάρχουν εκεί και άλλοι ζωντανοί. Δυστυχώς
την εκτέλεση ακολούθησε η διαδικασία της χαριστικής βολης από τρεις
Γερμανούς, που τους ανέσυραν έναν-έναν και τους πυροβολούσαν από μικρή
απόσταση. Ο Γ. Γεωργαντάς βλέποντας ότι δίνουν τη χαριστική βολή, έμεινε
ακίνητος, κράτησε την αναπνοή του και τα μάτια του ανοικτά, όπως ήξερε
ότι γίνεται με αυτούς που φονεύονται και αφού είχε φροντίσει νωρίτερα να
αλείψει πρόσωπο, κεφάλι και χέρια με αίμα που έτρεχε άφθονο δίπλα του
από άλλους σκοτωμένους. Κατάφερε προφανώς να πείσει ότι είναι νεκρός
τους δύο πρώτους που τον προσπέρασαν, ο τρίτος όμως κάτι υποψιάσθηκε και
τον πυροβόλησε. Η σφαίρα διαπέρασε την τραχηλική χώρα, χωρίς παραδόξως
να τραυματίσει τα μεγάλα αγγεία (καρωτίδες, σφαγίτιδες) και νεύρα αυτής
της περιοχής. Φαίνεται ότι έχασε αρκετό αίμα και λιποθύμησε. Μετά από
χρονικό διάστημα που δεν μπορεί να προσδιορίσει άρχισε να συνέρχεται και
με μεγάλη δυσκολία κατάφερε να ανασηκωθεί και να καθίσει. Διαπίστωσε
ότι οι Γερμανοί είχαν φύγει. Θυμάται και αναφέρει τραγικές εικόνες
γεγονότων που διαδραματίστηκαν δίπλα του, πριν δεχτεί τη χαριστική βολή
και ο ίδιος, όπως την εκτέλεση του συμμαθητή μου Ντίνου Αλεξόπουλου, που
γύριζε γύρω από τον Γερμανό ο οποίος δυσκολευόταν να τον πυροβολήσει
και τελικά του έβαλε τρικλοποδιά και όταν έπεσε κάτω τον πυροβόλησε, ενώ
την τραγική στιγμή παρακολούθησε ο πατέρας του, ο οποίος ήταν επίσης
ζωντανός, αλλά ανίκανος να προσφέρει βοήθεια στο παιδί του. Παρόμοια
σκηνή μου διηγήθηκε και με τον Ντίνο Δημόπουλο, γιο του καθηγητή Αντώνη
Δημόπουλου, ο οποίος παρακαλούσε να μην τον σκοτώσουν φωνάζοντας «Μη με
σκοτώσεις, είμαι μικρό παιδί, δεν σας έχω κάνει τίποτα». Ο Γιώργος
Γεωργαντάς, μετά και ένα δεύτερο επεισόδιο λιποθυμίας που εμφάνισε,
κατάφερε τελικά να σταθεί στα πόδια του και άρχισε τρικλίζοντας να
κατεβαίνει προς τα Καλάβρυτα. Ο αριθμός των εκτελεσθέντων υπολογίζεται
σε 700-800.
Ξημέρωσε κι οι γυναίκες είχαν ήδη ανοίξει τραβέρσο με τον τόπο της
εκτέλεσης. Την ίδια διαδρομή ξεκίνησε ν’ ακολουθεί κι η μητέρα μου. Πήγαιναν
όχι μόνο να εντοπίσουν και να κλάψουν τους δικούς τους, αλλά και να
βρουν τρόπο να τους θάψουν. Η μία βοηθούσε την άλλη, κι όλες μαζί
φύλαγαν τους σκοτωμένους να μην τους φάνε τα σκυλιά και τους σκυλέψουν
οι κλέφτες. Εμείς, τα παιδιά, νηστικά τριγυρνούσαμε στα χαλάσματα και
στα αποκαΐδια των σπιτιών της γειτονιάς να βρούμε ό,τι είχε απομείνει
από τα πράγματά μας. Δεν θα ξεχάσω την ταραχή που ένιωσα, όταν βρήκα
παραμορφωμένο το κρεβάτι μου, σωροκουβαριασμένο στο υπόγειο του σπιτιού
μας μαζί με άλλα πράγματα του νοικοκυριού.3 Το απόγευμα, αργά, γύρισε η
μάνα μας ‒ κουρασμένη και καταματωμένη, φορώντας κάτι αντρικά παπούτσια,
που της είχαν δώσει από έναν σκοτωμένο. Ψάχνοντας στα αποκαΐδια για
κανένα κομμάτι ψωμί, βρήκε στη μισοκαμένη κουζίνα μας το τσουρουφλισμένο
από τη φωτιά φαγητό που είχε ετοιμάσει την προηγούμενη της καταστροφής.
Λίγο φάγαμε, μοιράσαμε και στη γειτονιά κι έτσι ξεγελάσαμε την πείνα
μας εκείνη τη μέρα.
Αργότερα, δεν ξέρω μετά από πόση ώρα, ακούσαμε σπαρακτικές κραυγές
απ’ το γειτονικό σπίτι, του Κυριακόπουλου. Η ομίχλη στο μεταξύ είχε
διαλυθεί, τρέξαμε προς εκεί. Αντικρίσαμε στην απέναντι πλαγιά το
τραγικό θέαμα που, παρ’ όλη την αρκετά μεγάλη απόσταση, φαινόταν
ξεκάθαρα τι είχε συμβεί.4 Ξεκινήσαμε τρέχοντας για εκεί. Το πρώτο πράγμα
που αντικρίσαμε ήταν το ρυάκι που πέρναγε μπροστά απ’ το σπίτι Τσαπάρα,
λίγο πριν από το νεκροταφείο, να είναι κατακόκκινο απ’ το αίμα που είχε
δεχθεί και την Κατσίνη να κατεβαίνει σκούζοντας απ’ τον τόπο της
εκτέλεσης με τα μαλλιά της ανακατωμένα, ενώ τα πόδια και τα χέρια της
μέχρι τις κλειδώσεις να είναι βουτηγμένα στο αίμα. Ποιος ξέρει πάνω σε
πόσους νεκρούς πάτησε και πόσους αναποδογύρισε ψάχνοντας, μέσα στο σωρό
των σκοτωμένων, για να βρει τον άνδρα της∙ έμοιαζε με άνθρωπο τρελό και
δεν μπορώ να φανταστώ που πήγε τρέχοντας. Προχωρήσαμε, με τη μητέρα μου,
τρέχοντας τον ανήφορο. Φθάνοντας αντικρίσαμε το τραγικό θέαμα των
σκοτωμένων ανθρώπων∙ ήταν πεσμένοι ο ένας πάνω στον άλλο. Τότε κάτι
πρέπει να συνέβη στο μυαλό μου, γιατί από εκείνη τη στιγμή και μετά η
μνήμη μου άρχισε να λειτουργεί με διαλείψεις. Υπάρχουν πράγματα που τα
θυμάμαι πολύ καθαρά σαν να συνέβησαν σήμερα, άλλα δεν τα θυμάμαι
καθόλου, λες κι ήμουν απών και άλλα, υπάρχουν στιγμές, που τα θυμάμαι
καθαρά∙ θυμάμαι ή νομίζω ότι τα θυμάμαι; Δεν θυμάμαι καθόλου σε ποιο
σημείο βρέθηκε ο πατέρας μου. Δεν θυμάμαι να έκλαψα. (Κλαίω, τώρα που
γέρασα, όταν τα θυμάμαι). Δεν έχω την εικόνα της μητέρας μου να σέρνει
στον κατήφορο πάνω στην κουβέρτα το άψυχο σώμα του πατέρα. ΄Εχω, όμως,
στο μυαλό μου την εικόνα της μητέρας μου στο μονοπάτι να κάθεται στο
χώμα, ίσως για να ξεκουραστεί, να κλαίει με αναφιλητά δίπλα στο σώμα του
σκοτωμένου πατέρα μου και δίπλα να περνούν γυναίκες κλαίγοντας και
σέρνοντας πάνω σε κουβέρτες τα ματωμένα κορμιά των ανθρώπων τους.
(1)Βλ. Ιστορικό Αρχείο Κανελλόπουλου
(Ι.Α.Κ.) Μνημονικό Μαγνητοφωνημένο Πρωτόκολλο Νο 89. Ελληνικά
Ντοκουμέντα. Εκκλησιαστική Πλευρά. Απόψεις του Μητροπολίτου κ.
Κωνστάντιου (Χρόνη) – Πάνου Νικολαΐδη – Κριτικά Συμπεράσματα του
Μητροπολίτη Καλαβρύτων-Αιγιάλειας κ. Αμβροσίου για την Επιχείρηση
Καλάβρυτα.
(2)Μνήμες Αθανασιάδη Σωκράτη.
(3)Μνήμες Χατζή Θεόδωρου.
(4)Μνήμες Παπαδημητρίου Λάμπη.