«Αγαπημένη μου μητέρα, Χαίρε. Ευρίσκομαι μεταξύ αγγέλων. Τώρα απολαμβάνω τους κόπους μου. Το πνεύμα μου φτερουγίζει γύρω από το θρόνο του Κυρίου. Θέλω να χαίρεις όπως κι εγώ. Αν κλαίεις θα λυπούμαι. Το όνομά σου θα γραφτεί στην ιστορία, γιατί εδέχθης να θυσιασθεί το παιδί σου για την πατρίδα. Είναι καιρός τώρα να καμαρώσεις το παιδί σου. Ευρίσκεται εκεί ψηλά όπου ψάλλουν οι Άγγελοι. Χαίρε αγαπημένη μου μητέρα. Μην κλαίεις για να ακούσεις την αγγελική μου φωνή να ψάλλει Άγιος, Άγιος, Άγιος Κύριος Σαβαώθ. Ψάλλε και συ μαζί μου. Ψάλλε προσεύχου, δόξαζε τον Θεόν σε όλην την ζωήν».
Την παραμονή της εκτέλεσής του τον επισκέφθηκε η μητέρα του. «Μάνα μου δεν θέλω να λυπηθείς που θα με στερηθείς. Να σαι περήφανη και να ξέρεις πως θα βαδίσω στην αγχόνη ψύχραιμα σαν αληθινός Έλληνας. Ο Θεός είναι μεγάλος».
Η μητέρα του Ιάκωβου αναφέρει: «Θυμούμε την τελευταία φορά που επήα να τον δω…Τους εφέρναν. Ετραουδούσαν. Δυνατά, με θάρρος. Επουμπουρίζαν οι φυλακές. Προπάντος ο δικός μου. Εξεχώριζα τη φωνή του. Ήταν το «ξύπνα καημένε μου ραγιά», που ελέγαν. Εφιληθήκαμεν. Εκράτουν τον τζιαι εκράταν με σφικτά. «Καληνύχτα τζιαι καλήν άυριο γιε μου» του είπα. Έπιασεν με η Εγγλέζα περίλυπη τζι επήρεν με έξω. Έξω που επήα εκατάλαβα τι του είπα. «Καλήν άυριον γιε μου!» Πιον επήρεν με το παράπονο. Έκλαψα…έκλαψα…Έγειρνεν μου νερόν η Εγγλέζα…Δεν θυμούμαι τίποτε άλλο».
Ο Ιάκωβος Πατάτσος απαγχονίστηκε στις 9/8/1956 μαζί με τους Χαρίλαο Μιχαήλ και Ανδρέα Ζάκο...